Του Γιώργου Παυλόπουλου
Το σκεπτικό των ηγετών της Δύσης που στήριξαν τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήταν απλό – και ασφαλώς, ελάχιστη σχέση είχε με την κινδυνολογία περί επικείμενης απόκτησης ατομικής βόμβας από το καθεστώς της Τεχεράνης. Να, λοιπόν, τι είχαν στο μυαλό τους ο Μπαράκ Ομπάμα και η Άνγκελα Μέρκελ, ο Φρανσουά Ολάντ και ο Ντέιβιντ Κάμερον όταν έβαζαν την υπογραφή τους: Αντί να έχουν αντίπαλο μια χώρα 80 εκατομμυρίων, με παράδοση χιλιετιών και ισχυρή επιρροή στη Μέση Ανατολή, οδηγώντας τη ντε φάκτο στην αγκαλιά της Ρωσίας και, ενδεχομένως, της Κίνας, θα ήταν προτιμότερο να τη δελεάσουν με την ισχύ του χρήματος και της συνεργασίας με αγορές πολύ πιο ισχυρές και ανεπτυγμένες.
Έτσι, εκτός των άλλων, ήλπιζαν (μάλλον βάσιμα) ότι σταδιακά θα προσέλκυαν με το μέρος τους μεγάλα τμήματα του νεανικού και δυναμικού πληθυσμού του Ιράν, που ούτως ή άλλως δεν έχει άμεση σχέση με τη συγκλονιστική εμπειρία της Επανάστασης του 1979 και της ανατροπής του Σάχη. Κυρίως δε με μεσαία στρώματα και επιχειρηματικούς κλάδους που θα είχαν πολλά οφέλη να αποκομίσουν από το άνοιγμα προς τη Δύση.
Πρώτα θετικά δείγματα
Η αλήθεια δε είναι ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή, άρχισαν να διαφαίνονται σημάδια της αλλαγής. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι, όπως η γαλλική Total και η γερμανική Siemens, έσπευσαν να συνάψουν συμβόλαια για να διασφαλίσουν προνομιακή θέση. Παράλληλα, το ιρανικό πετρέλαιο, πολύ καλό σε ποιότητα και σχετικά εύκολο στην εξόρυξη σε μεγάλο ποσοστό, άρχισε να ρέει σε μεγαλύτερες ποσότητες στις διεθνείς αγορές, οδηγώντας τις τιμές σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα και δίνοντας ανάσα στους προϋπολογισμούς επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Όσο για τον Χασάν Ρουχανί και τους μεταρρυθμιστές, στις τάξεις των οποίων ανήκει ο νυν πρόεδρος, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν σχετικά εύκολα τους εκβιασμούς και τις πιέσεις των «αγιατολάδων» και του «βαθέος κράτους». Απόδειξη ότι παρά τα εμπόδια που συνάντησαν, κατάφεραν να επικρατήσουν τόσο στις βουλευτικές εκλογές του 2016 όσο και στις προεδρικές του 2017, όταν επανεξελέγη ο Ρουχανί και μάλιστα με αναπάντεχα μεγάλο ποσοστό.
Πλέον, όλα αυτά αλλάζουν άρδην. Με τον Τραμπ να έχει τινάξει στον αέρα τη συμφωνία του 2015 και να απειλεί με πόλεμο, με τους Ευρωπαίους να μην είναι σε θέση (ή να μην θέλουν;) να βρουν εναλλακτικούς τρόπους να την κρατήσουν ζωντανή (οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν πει ήδη αντίο στην ιρανική αγορά) και με τους «σκληρούς» στην Τεχεράνη να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τον πρόεδρο και τους μετριοπαθείς μεταρρυθμιστές, η πυξίδα δείχνει ήδη προς διαφορετική κατεύθυνση. Το Ιράν είναι βέβαιο ότι ετοιμάζεται να πέσει χωρίς καμία αντίσταση στην αγκαλιά του Βλαντιμίρ Πούτιν, δίνοντας στη συμμαχία που έχει συγκροτηθεί με τους Ρώσους στη Συρία στρατηγικό χαρακτήρα. Με τον τρόπο δε αυτό, η ισχύς του αποκτά και πυρηνική διάσταση – μιας και ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει το πανίσχυρο οπλοστάσιο της Μόσχας.
Τύμπανα πολέμου...
Ο μοναδικός τρόπος για να μην συμβεί τίποτα από τα παραπάνω δεν περνά από τη διπλωματία, αλλά από τον πόλεμο και τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος της Τεχεράνης. Ποιος, όμως, θα τολμήσει να ρίξει τον πρώτο πύραυλο, που ενδεχομένως να μετατρέψει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή σε παρανάλωμα του πυρός;
Φωτογραφία: AP