Στο πρώτο χειροπιαστό δείγμα των αλυσιδωτών εξελίξεων που «γεννά» η πρόσφατη συμφωνία εξομάλυνσης των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ εξέρχεται και επίσημα από το καθεστώς της διπλωματικής απομόνωσης στον αραβικό κόσμο 12 χρόνια μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου, και δίχως να έχει υπάρξει λογοδοσία για τις ωμότητες του καθεστώτος του. Ο Αραβικός Σύνδεσμος άνοιξε εκ νέου τις «πύλες» του στη Συρία, μόλις λίγες ημέρες μετά την ιρανική «επίδειξη ισχύος» με την επίσκεψη του Εμπραχίμ Ραΐσί στη Δαμασκό.
Η συμμετοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο ανεστάλη το 2011 μετά τη βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων από το καθεστώς Άσαντ που οδήγησε στο ξέσπασμα ενός εμφυλίου πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και 100.000 έχουν φυλακιστεί ή εξαφανιστεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών. Περίπου το ήμισυ του πληθυσμού των 21 εκατ. κατοίκων της Συρίας είναι σήμερα εσωτερικά εκτοπισμένοι ή πρόσφυγες.
Ο ίδιος ο Μπασάρ αλ-Άσαντ, όμως, μπορεί να επιστρέψει στην περιφερειακή σκηνή ενδεχομένως και την επόμενη εβδομάδα, καθώς πλέον εναπόκειται στον ίδιο η απόφαση αν θα παραστεί στην προγραμματισμένη για την 19η Μαΐου σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου.
Η απόφαση επανεισδοχής της Συρίας συνοδεύτηκε από την ανακοίνωση ότι πρόκειται για την εκκίνηση μίας «σταδιακής» διαδικασίας προς επίλυση της κρίσης στη Συρία, και προς το σκοπό αυτό θα συγκροτηθεί μία κοινή ομάδα εργασίας με τη συμμετοχή Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, Λιβάνου, Ιορδανίας και Ιράκ. Αποσαφηνίστηκε, επίσης, ότι «επιστροφή» της Συρίας δεν συνεπάγεται αυτόματα εξομάλυνση των σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο, αλλά η σχετική απόφαση επαφίεται μεμονωμένα σε κάθε χώρα.
Αν και ορισμένα αραβικά κράτη, περιλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πίεζαν για την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Συρία του Άσαντ, άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων το Κατάρ, παρέμεναν αντίθετες στην πλήρη ομαλοποίηση δίχως να έχει προηγηθεί πολιτική λύση. Η Σαουδική Αραβία αντιστεκόταν επί μακρόν στην αποκατάσταση των σχέσεων με τη Συρία, ωστόσο μετά την πρόσφατη προσέγγισή της με το Ιράν -τον βασικό περιφερειακό σύμμαχο της Συρίας- δήλωσε ότι πλέον χρειάζεται μία νέα προσέγγιση με τη Δαμασκό. Κα την Τρίτη, 9 Μαΐου, ανακοίνωσε την επιστροφή της διπλωματικής της αντιπροσωπείας στη Δαμασκό έπειτα από 11 χρόνια «ρήξης».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία επέκριναν την κίνηση του Αραβικού Συνδέσμου, επαναλαμβάνοντας ότι οι ίδιες δεν πρόκειται να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το καθεστώς Άσαντ όσο δεν καταγράφεται πρόοδος προς μία πραγματική πολιτική διευθέτηση. Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισήμανε ότι δεν αξίζει στη Συρία να δει τις σχέσεις της να αποκαθίστανται, όμως ανέφερε πως σε κάθε περίπτωση οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τον μακροπρόθεσμο στόχο του Αραβικού Συνδέσμου για την επίλυση της κρίσης.
Στη Δαμασκό ο Εμπραχίμ Ραΐσί μιλώντας για «νίκη»
Η ανακοίνωση του Αραβικού Συνδέσμου την 7η Μαΐου ότι δέχεται την επιστροφή της Συρίας ως πλήρες μέλος του ήλθε τέσσερις ημέρες μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Δαμασκό ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραΐσί. Η στήριξη Ιράν και Ρωσίας «κράτησε» τον Άσαντ στην εξουσία, και αυτό που επιδιώκει σήμερα η Τεχεράνη είναι πολιτική, διπλωματική και οικονομική «εξαργύρωση».
Η επίσκεψη Ραΐσί ήταν ένα «μήνυμα» όχι μόνο προς τη Μέση Ανατολή, αλλά ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα, και σαφώς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν επεδίωξε να παρουσιάσει ως «στρατηγική νίκη» στο περιφερειακό στερέωμα την πρώτη επίσκεψη προέδρου της στη Συρία μετά του ξέσπασμα ενός εμφυλίου πολέμου που διέλυσε τη χώρα, αλλά 12 χρόνια μετά βρίσκει «όρθιο» το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ και μάλιστα «πίσω» στον Αραβικό Σύνδεσμο.
Ο Ιρανός πρόεδρος, Εμπραχίμ Ραΐσι, βρέθηκε στη Δαμασκό στις 3 Μαΐου -συνοδεία πολυπληθούς αντιπροσωπείας υπουργών και του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας- για μία «ιστορική» επίσκεψη, κατά την οποία επισφραγίστηκε συμφωνία διμερούς στρατηγικής συνεργασίας μακράς πνοής με το συριακό καθεστώς, που «αγγίζει» τους τομείς της πετρελαϊκής βιομηχανίας, της γεωργίας, της πολιτικής αεροπορίας και έργων υποδομών.
Στα χρόνια της διεθνούς απομόνωσής του μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, ο ίδιος ο Μπασάρ αλ-Άσαντ είχε επισκεφθεί (πέραν της έτερης συμμάχου, Μόσχας) τη Δαμασκό δύο φορές για να γίνει δεκτός από τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ, ο οποίος έχει προσφέρει ακλόνητη υποστήριξη στον Άσαντ και τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής κατά του Ισραήλ, υπ’ αριθμόν ένα «εχθρό» της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Κανένας Ιρανός πρόεδρος δεν είχε βρεθεί, ωστόσο, στο Δαμασκό μετά την επίσκεψη του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ το 2010. Η άφιξη Ραΐσί στην ιρανική πρωτεύουσα, που «συνοδεύτηκε» με εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και επαίνους του Ιρανού προέδρου για τη «νίκη» της Συρίας στον εμφύλιο, ήλθε τη στιγμή κατά την οποία «ανοίγει» ο κύκλος της ανοικοδόμησης στη ρημαγμένη από τον εμφύλιο χώρα και ο Μπασάρ αλ-Άσαντ εξέρχεται από το καθεστώς της διπλωματικής απομόνωσης στον αραβικό κόσμο.
«Η κυβέρνηση και ο συριακός λαός βίωσαν τεράστιες δυσκολίες και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αντέξατε και ξεπεράσατε όλα αυτά τα προβλήματα, και πετύχατε τη νίκη, παρά τις απειλές και τις κυρώσεις που σας επέβαλαν», δήλωσε ο Εμπραΐμ Ραϊσί στη συνάντησή του με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ. Ο τελευταίος «ανταπέδωσε», λέγοντας πως «όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία πριν 12 χρόνια, το Ιράν δεν δίστασε να παράσχει πλήρη οικονομική και πολιτική υποστήριξη, ακόμη και να προσφέρει το αίμα του».
Έχοντας υποστηρίξει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ με μαχητές, όπλα και χρήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου, η Τεχεράνη επιδιώκει σήμερα να εντείνει την πολιτική της επιρροή και να εδραιώσει το ρόλο της στο οικονομικό πεδίο, στοχεύοντας στην επέκταση του εμπορίου και την «είσοδο» κρατικών και ιδιωτικών εταιρειών στη Συρία.
«Δείχνοντας» στην επίσκεψη Ραΐσί στη Δαμασκό, η Τεχεράνη κάνει λόγο περί αποτυχίας της περιφερειακής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και «διατρανώνει» ότι δεν αποδίδει η πολιτική «μέγιστης πίεσης», που ξεκίνησε με τη μονομερή απόσυρση της διακυβέρνησης Τραμπ από τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα το 2018 και τη συνακόλουθη επιβολή σκληρών κυρώσεων. Τα ίδια αραβικά κράτη που υποστήριξαν την απομόνωση του Ιράν, τώρα επαναπροσδιορίζουν και ετοιμάζονται να υποδεχθούν τη Συρία στο αραβικό «μαντρί», έλεγε το Ιράν λίγο πριν τις επίσημες ανακοινώσεις του Αραβικού Συνδέσμου -με φόντο την επαναπροσέγγιση της Ισλαμικής Δημοκρατίας με τη Σαουδική Αραβία, σε μία «θεαματική» διπλωματική εξέλιξη που επιτεύχθηκε κατόπιν κινεζικής μεσολάβησης.
Η επίσκεψη του Εμπραχίμ Ραΐσι στη Δαμασκό ήταν μία επίδειξη δύναμης για να σταλεί το μήνυμα ότι το Ιράν κατάφερε να συμβάλει να κρατηθεί ο Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία και πρόκειται να διατηρήσει την ισχυρή παρουσία του στην περιοχή, σύμφωνα με εδρεύοντες στην Τεχεράνη πολιτικούς αναλυτές. Η στρατιωτική και οικονομική στήριξη Ιράν και Ρωσίας ήταν εκείνη που επέτρεψε στον Άσαντ να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, και αυτό που επιζητά η Τεχεράνη είναι να έχει το «πάνω χέρι» και εν καιρώ «ειρήνης». Από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προειδοποίησε ότι η εμβάθυνση των σχέσεων Ιράν-Συρίας θα πρέπει να αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας διεθνώς.
Διαβάστε επίσης
Σ. Αραβία: Επιστροφή διπλωματικής αντιπροσωπείας στη Συρία
Ο Αραβικός Σύνδεσμος ξαναδέχεται τη Συρία
Πρώτη επίσημη επίσκεψη προέδρου του Ιράν στη Συρία από το 2010