Ο πόλεμος του Ισραήλ με την παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς έχει ανατρέψει τις προσδοκίες σχετικά με το πού θα κινηθούν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια του Ισραήλ, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπαθούν να εξισορροπήσουν την ολίσθηση του σέκελ (του ισραηλινού εθνικού νομίσματος) και την επιβράδυνση της οικονομίας με τον πληθωρισμό που βρίσκεται ήδη πάνω από το στόχο.
Λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν, οι αγορές και οι αναλυτές προέβλεπαν τουλάχιστον μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων μέχρι τις αρχές του 2024, ενδεχομένως ήδη από αυτή την εβδομάδα.
Όμως, μετά την εξαπόλυση της φονικότερης επίθεσης κατά αμάχων στην ιστορία του Ισραήλ, από τρομοκράτες της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, οι προσδοκίες μεταβλήθηκαν και επικεντρώθηκαν σε απότομες μειώσεις επιτοκίων προτού κατασταλάξουν σε μια ελαφρώς ηπιότερη πορεία χαλάρωσης.
«Η αβεβαιότητα των συγκρούσεων ενέχει σημαντικό κίνδυνο για τις προοπτικές των επιτοκίων μας», δήλωσε ο οικονομολόγος της Morgan Stanley, Γκεόργκι Ντεγιάνοφ.
Επισήμανε την έλλειψη σαφούς μελλοντικής καθοδήγησης από την Τράπεζα του Ισραήλ, αφού διατήρησε τα επιτόκια τη Δευτέρα για τρίτη συνεχόμενη φορά, λέγοντας ότι τώρα έχει περιθώριο να ακολουθήσει μια ευέλικτη προσέγγιση, δεδομένης της "πολύ υψηλής αβεβαιότητας" γύρω από τη σύγκρουση και τις επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την οικονομική δραστηριότητα.
Στόχος η υπεράσπιση του σέκελ
Πριν από την επίθεση οι αγορές είχαν υπολογίσει περίπου 40% πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων στο 5,0% στη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου, δήλωσε ο επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της Bank Hapoalim, Μόντι Σαφρίρ, με την κεντρική τράπεζα να έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα ενεργήσει ξανά εάν το αδύναμο σέκελ οδηγήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα.
Όταν άνοιξαν οι αγορές τη Δευτέρα μετά την επίθεση, το σέκελ διολίσθησε περισσότερο από 2,5%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από την αναταραχή των αγορών τον Μάρτιο του 2020, τις πρώτες ημέρες της πανδημίας COVID-19. Η Τράπεζα του Ισραήλ ξεκίνησε μια παρέμβαση ύψους 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να στηρίξει το νόμισμα και να αποκρούσει τις πληθωριστικές πιέσεις, με την αύξηση των τιμών να τρέχει ήδη στο 3,8% τον Σεπτέμβριο, πάνω από τον ετήσιο στόχο του 1%-3%.
Παρ' όλα αυτά, την επόμενη Παρασκευή, η αγορά ανέμενε έως και 75 μονάδες βάσης για μειώσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του έτους, καθώς το Ισραήλ μετρούσε το οικονομικό τίμημα του πολέμου, ύψους σχεδόν 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η κεντρική τράπεζα έχει ήδη μειώσει την εκτίμησή της για την οικονομική ανάπτυξη για το 2023 σε 2,3% από 3% και σε 2,8% από 3,0% για το 2024 -υπό την προϋπόθεση ότι ο πόλεμος θα περιοριστεί.
Ο Διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ, Αμίρ Γιαρόν, δήλωσε τη Δευτέρα στους δημοσιογράφους ότι οι μειώσεις επιτοκίων είναι απίθανες κατά τη διάρκεια του πολέμου, μετά από παρόμοια σχόλια μείωσης των προσδοκιών την προηγούμενη εβδομάδα από τον Υποδιοικητή, Άντριου Αμπίρ, ο οποίος δήλωσε ότι ο άμεσος στόχος είναι η υπεράσπιση του σέκελ.
Εν αναμονή των αποφάσεων για τα επιτόκια
Ο Γιαρόν δήλωσε ότι το ασφάλιστρο κινδύνου του Ισραήλ, το οποίο έχει αυξηθεί απότομα, πρέπει να μειωθεί και πως η σταθερότητα της αγοράς είναι υψίστης σημασίας. Υποστήριξε ότι άλλα βήματα που στοχεύουν στην αναστολή αποπληρωμής δανείων ήταν η de facto νομισματική χαλάρωση.
Τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης - ένα παράγωγο που χρησιμοποιείται για την ασφάλιση έναντι μιας κρατικής χρεοκοπίας - αυξήθηκαν από 60 μονάδες βάσης προπολεμικά σε 149 μονάδες βάσης την Τρίτη.
Πριν από τον πόλεμο, οι αγορές είχαν προβλέψει ότι το επιτόκιο αναφοράς θα μειωνόταν κατά τουλάχιστον 100 μ.β. έως το 2024, καθώς ο πληθωρισμός θα επέστρεφε στο εύρος-στόχο του.
Εν τω μεταξύ, το μήνυμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ περί υψηλότερων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων κερδίζει έδαφος, με τις αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ - βασικός παράγοντας που καθορίζει το παγκόσμιο κόστος δανεισμού - να διαμορφώνονται πρόσφατα σε υψηλό 16 ετών, στο 5%.
Η επόμενη απόφαση για τα επιτόκια του Ισραήλ αναμένεται στις 27 Νοεμβρίου, με τις αγορές να αναμένουν επί του παρόντος διατήρηση των επιτοκίων και το επιτόκιο TELBOR τριών μηνών να δείχνει μείωση κατά 25 μονάδες βάσης στις αρχές του 2024.
Ο Ανατόλι Σαλ της JPMorgan, βλέπει το επιτόκιο αναφοράς στο 4% μέχρι το τέλος του 2024. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, είπε, θα πρέπει να εξισορροπήσουν την ανάγκη στήριξης της πιστωτικής ανάπτυξης με το υψηλό ασφάλιστρο κινδύνου και τη μεγάλη δημοσιονομική αντίδραση στον πόλεμο, ενώ παράλληλα θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τις δευτερογενείς επιπτώσεις από τα σοκ της προσφοράς στον πληθωρισμό.