Κάθε αναφορά του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών έχει τη σημασία της. Ειδικά οι αναφορές του έμπειρου Τζο Μπάιντεν δεν είναι τυχαίες. Μπορεί κάποιος να συνάγει πως η σαφής προειδοποίηση του προς την Κίνα, πως αν εισβάλει στην Ταϊβάν θα τύχει στρατιωτικής απάντησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αποτέλεσμα ευρύτερων υπολογισμών. Ακόμα κι αν ο Μπάιντεν απλά αποκρίθηκε σε μία ερώτηση δημοσιογράφου, οι εκτιμήσεις για αύξηση της στρατιωτικής κινεζικής ετοιμότητας για την έναρξη επιχειρήσεων ενδεχομένως να έχουν θορυβήσει τον Λευκό Οίκο. Στην Ταϊβάν σίγουρα χάρηκαν με αυτή την εξέλιξη, που σηματοδοτεί την επιβεβαίωση των αμερικανικών δεσμεύσεων για την ασφάλεια τους.
Η Ουάσιγκτον δυσκολεύεται παραδοσιακά να ισορροπήσει στις δηλώσεις της για την Ταϊβάν, όπου πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίσει την κυριαρχία της, δίχως όμως να αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της. Προσπαθεί δηλαδή να μην έρθει σε σύγκρουση με την πολιτική της μίας και ενιαίας Κίνας, όπως προωθείται από το Πεκίνο. Ωστόσο, η δήλωση της Δευτέρας από τον Μπάιντεν προκάλεσε τη μήνη της Κίνας, που κάλεσε την Ουάσιγκτον να μην ενθαρρύνει την Ταϊπέι με τη συμπεριφορά της. Στο Πεκίνο ουσιαστικά υπονοούσαν πως οι ΗΠΑ αντιγράφουν την πολιτική τους στην ανατολική Ευρώπη, απέναντι στη Ρωσία, με θύμα την Κίνα αυτή τη φορά. Όπως είχε δηλώσει ο Σι Τζινπινγκ μαζί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υιοθετήσει μία «προκλητική» στάση, παρασέρνοντας τα κράτη της περιοχής, με υποσχέσεις για την προστασία τους, αν κινούνται βάσει των επιταγών τους.
Οι δηλώσεις του Χένρι Κίσιντζερ, πως Ουάσιγκτον και Πεκίνο δεν πρέπει να αναλωθούν στην Ταϊβάν, ενώ οι διπλωματικές σχέσεις τους παραμένουν τεταμένες, ωθεί προς τη μείωση των εντάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλωστε ο Κίσιντζερ ανήκει στη μερίδα του ακαδημαϊκού και διπλωματικού κόσμου που θεωρεί πως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να εμπλέκονται στα περιφερειακά ζητήματα, όπου αφορούν άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι για παράδειγμα είναι η Ταϊβάν για την Κίνα. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η πρόταση Κίσιντζερ, για το έτερο καυτό μέτωπο στην ανατολική Ουκρανία, πως μία «ουδέτερη» Ουκρανία μπορεί να φέρει τη διέξοδο στην κρίση, το οποίο αποτελεί βασικό αίτημα της Μόσχας.
Ακόμα και στο απόγειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Κίνα ήταν βασικό θέμα συζήτησης στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί η ταχύτητα αλλά και η σφοδρότητα των αμερικανικών κυρώσεων να είχαν αποδέκτη το Κρεμλίνο, αλλά σκόπευαν να αποθαρρύνουν και κάθε πιθανό μιμητή του. Όλοι βέβαια σκέφτονταν την Κίνα και την Ταϊβάν, ως ένα αντίστοιχο ενδεχόμενο. Βέβαια, τα μεγέθη Ρωσίας και Κίνας είναι πλέον διαφορετικά, καθώς οι οικονομικές δυνατότητες του Πεκίνου έχουν αυξηθεί ραγδαία. Ωστόσο, στην Ουάσιγκτον δοκίμασαν τις ικανότητες της Δύσης να επιβάλλουν κυρώσεις σε μία τόσο μεγάλη δύναμη, όπως η Ρωσία, με φόντο την Κίνα.
Όσο κι αν η διήμερη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στην Ιαπωνία είχε οικονομικό περιεχόμενο, με ένα σχέδιο απέναντι στην κυριαρχία της κινεζικής οικονομίας που συνεχώς επεκτείνεται, ο στρατηγικός αντίκτυπος ήταν σημαντικός. Η ενεργοποίηση του τετραμερούς σχήματος με την Ιαπωνία, την Ινδία και την Αυστραλία αποτελεί ένα σαφές μήνυμα προς το Πεκίνο, πως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται δίπλα στους συμμάχους τους.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να εκτονώσει τα πνεύματα, αφού τα μηνύματα εστάλησαν προς την κατεύθυνση του Πεκίνου. Η πρόθεση άρσης μέρους των εμπορικών δασμών προς την Κίνα, όπως ανακοινώθηκε από τον Τζο Μπάιντεν συνδέεται μερικώς και με τέτοια τάση, αλλά και με τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τη διεθνή οικονομία, εν μέσω αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.