Κενές περιεχομένου είναι οι υποτιθέμενες «διευκρινίσεις» που περιλαμβάνονται στην ρηματική διακοίνωση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (όπως αναφέρεται η χώρα στο κείμενο) για την ταυτότητα και τη γλώσσα, καθώς επαναλαμβάνουν απλώς τις προβληματικές αναφορές που έχουν συμπεριληφθεί στην ίδια τη Συμφωνία και στις συνταγματικές τροπολογίες και τον εφαρμοστικό νόμο.
Το καπέλο της ρηματικής διακοίνωσης δεν έβγαλε τελικά λαγούς, έτσι η καμπάνια ενημέρωσης που εξήγγειλε η κυβέρνηση για την Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και του όλου πακέτου των συνταγματικών τροπολογιών, μάλλον θα επιδεινώσει το ήδη βαρύ κλίμα και θα πυροδοτήσει μεγαλύτερες αντιδράσεις, όταν στην αντανακλαστική ίσως αντίδραση όσων αντιτίθεται στην Συμφωνία θα προστεθεί και η ακριβής γνώση του περιεχομένου της και των «γκρίζων ζωνών» της.
Η ρηματική διακοίνωση ήταν μέρος της τυπικής διαδικασίας που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και κατόπιν αιτήματος της Αθήνας που ήθελε να προσφέρει ένα θολό άλλοθι για όσους ψηφίσουν την Συμφωνία, περιέλαβε δυο ήδη γνωστές αναφορές για την ταυτότητα και την γλώσσα.
Το «Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Μακεδονίας» γνωστοποιεί ότι ο όρος Εθνικότητα που στην Συμφωνία δεν ορίζεται απλώς ως «της Βόρειας Μακεδονίας» αλλά προστίθεται και το «Μακεδονική», αναφέρεται αποκλειστικά σε ιθαγένεια και δεν καθορίζει ούτε προδικάζει εθνικό δεσμό η εθνότητα.
Αυτή η διατύπωση περιλαμβάνεται και στο άρθρο 2 του Συνταγματικού Νόμου και αναφέρει το αυτονόητο καθώς η Εθνικότητα/ιθαγένεια/υπηκοότητα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εθνότητα, καθώς αφορά το νομικό δεσμό του πολίτη με το κράτος.
Συνεπώς η ορθή αναφορά της Εθνικότητας θα έπρεπε να είναι μόνον «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», ώστε να καλύπτονται όλες οι εθνοτικές ομάδες που ζουν και είναι πολίτες της χώρας αυτής.
Η προσθήκη του «μακεδονική» έγινε κατ'' απαίτηση της σκοπιανής πλευράς στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ώστε να παραμένει θολό το θέμα εθνότητας με τον έμμεσο αυτό τρόπο. Γιατί εάν δεν έχει αναφορά σε εθνότητα -ταυτότητα τότε σε ποιους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας αναφέρεται η εθνικότητα «Μακεδονική»;
Γιατί φυσικά δεν υπάρχει κράτος «Μακεδονία» στο οποίο να έχει σημείο αναφοράς η «μακεδονική εθνικότητα», οπότε είναι προφανής η στόχευση.
Αλλά ακόμη και αυτή η διευκρίνιση αποτέλεσε αντικείμενο της πίεσης που άσκησαν οι Αλβανοί βουλευτές, οι οποίοι διαβλέποντας αυτό που δεν θέλησε να δει η Αθήνα (και ότι η αλβανική ταυτότητα τους θα καπελωνόταν από την «μακεδονική εθνικότητα) απαίτησαν να υπάρχει η διευκρίνιση αυτή η οποία ΔΕΝ αναφέρει ότι δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα η ταυτότητα αλλά απλώς ότι η Εθνικότητα δεν προδικάζει ούτε καθορίζει την Εθνότητα. Δηλαδή το αυτονόητο.
Στη ρηματική Διακοίνωση επίσης διέλαθε της προσοχής, μια πρώτη παραβίαση της Συμφωνίας, καθώς τόσο οι συνταγματικές τροπολογίες όσο και ο συνταγματικός νόμος, αναφέρουν ότι θα τεθούν σε εφαρμογή όχι όταν τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία αλλά και όταν ολοκληρωθεί από την Ελλάδα η κύρωση του πρωτοκόλλου ένταξής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η Συμφωνία των Πρεσπών προέβλεπε ότι πρέπει να ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία πριν έρθει η Συμφωνία για κύρωση στην Ελληνική Βουλή.
Όμως αναφορά που παραπέμπει σε «Μακεδονική» εθνότητα και οντότητα δεν υπάρχει μόνο στο κείμενο της Συμφωνίας αλλά και στο αναθεωρημένο Σύνταγμα καθώς η τροπολογία 36 (που θα αντικαταστήσει το άρθρο 49 του Συντάγματος) αναφέρεται σε «ιδιαιτερότητες, ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του Μακεδονικού Λαού» και επίσης κάνει διαχωρισμό σε Διασπορά του «Μακεδονικού Λαού» και σε Διασπορά «μέρους του αλβανικού λαού, του τουρκικού λαού, βλάχικου λαού, σερβικού λαού...». Ουδείς στην Αθήνα ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει ή να ζητήσει διευκρινήσεις για το ποιος ακριβώς είναι αυτός ο «Μακεδονικός λαός» που είναι διακριτός από το μέρος του αλβανικού, τουρκικού, βοσνιακού λαού και των άλλων εθνοτικών ομάδων που ζουν στην χώρα.
Η ρηματική διακοίνωση σε σχέση με τη γλώσσα δεν αναφέρει τίποτε περισσότερο από ό,τι προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών, που στο άρθρο 1(3γ) και με την επεξήγηση του άρθρου 7 αναφέρει ότι η «επίσημη γλώσσα είναι η Μακεδονική γλώσσα» που ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικων γλωσσών και αναγνωρίσθηκε από την τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των γεωγραφικών Ονομάτων (1977). Βεβαίως ούτε αυτή η αναφορά είναι ακριβής καθώς η συγκεκριμένη Διάσκεψη ΔΕΝ αναγνωρίζει γλώσσες αλλά υπήρξε αναφορά της τότε Γιουγκοσλαβίας και λανθασμένα η τότε κυβέρνηση δεν έδωσε εντολή ώστε να καταγραφεί η ελληνική ένσταση.
Επίσης είναι προφανές ότι το εφεύρημα ότι η γλώσσα είναι νοτιοσλαβική και συνεπώς μπορεί να λέγεται «μακεδονική» είναι προσχηματικό καθώς ποτέ κανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η γλώσσα που ομιλείται στην γειτονική χώρα και έχει γραφή κυριλλική έχει σχέση με την Αρχαία Ελλάδα και Μακεδονία. Όμως η αναφορά σε «μακεδονική γλώσσα» και η αναγνώριση της μάλιστα από την Ελλάδα θέτει συγκεκριμένα ερωτηματικά για το πώς βαφτίζεται η γλώσσα «μακεδονική»: λόγω της περιοχής όπου ομιλείται, λόγω του λαού που την ομιλεί; Και στις δυο περιπτώσεις όμως είναι προβληματική επιλογή.
Η αποκάλυψη μάλιστα ότι την ίδια ημέρα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησής της πΓΔΜ η Συμφωνία των Πρεσπών δημοσιεύθηκε και ο νόμος που είχε ψηφισθεί πέρυσι την Άνοιξη για την καθιέρωση της Αλβανικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους, δείχνει όχι μόνο την συναλλαγή μεταξύ της κυβέρνησης Ζάεφ και των αλβανικών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνησή του, αλλά και τη λανθασμένη τακτική της Αθήνας να δεχθεί στην διαπραγμάτευση ασμένως την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας».
Ν.Μ.
Διαβάστε ακόμα:
- ΝΔ: Η ρηματική διακοίνωση επιδεινώνει τη Συμφωνία των Πρεσπών