Η Κίνα κάλεσε τις ΗΠΑ να κλείσουν το προξενείο τους στη πόλη Τσενγκτού, σε αντίποινα για την απόφαση της Ουάσιγκτον να διατάξει το κλείσιμο του κινεζικού προξενείου στο Χιούστον.
Σε μια νέα, δραματική επιδείνωση στις σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια της διπλωματικής αποστολής και τη διέταξε να παύσει όλες τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, ασαφές παραμένει το χρονικό πλαίσιο που δόθηκε για το κλείσιμο του προξενείου.
Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ διατηρούν στην Κίνα: την πρεσβεία στο Πεκίνο και τα γενικά προξενεία σε Τσενγκτού, Σαγκάη Σενγιάνγκ, Ουχάν, Χονγκ Κονγκ.
Η διαταγή που εκδόθηκε για την συγκεκριμένη πόλη σημαίνει ότι δεν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις που ήθελαν το Πεκίνο να θέτει στο στόχαστρο τα προξενεία των ΗΠΑ σε Ουχαν και Χονγκ Κονγκ. Οι εν λόγω διπλωματικές αποστολές έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της διένεξης των δύο δυνάμεων, αφενός γιατί η Ουχάν αποτέλεσε την θρυαλλίδα των εξελίξεων όσον αφορά την πανδημία του κορονοϊού, αφετέρου γιατί η αλλαγή status quo του Χονγκ Κονγκ προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ουάσιγκτον.
Σημειώνεται ότι μετά την απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να δώσει διορία 72 ωρών στην Κίνα να κλείσει το προξενείο της στο Χιούστον, ο Ντόναλντ Τραμπ είπε χθές πως είναι «πάντα πιθανό» να αποφασίσει να κλείσουν κι άλλες κινεζικές διπλωματικές αποστολές στη χώρα του.
Στο προξενείο του Χιούστον «έκαιγε μια φωτιά», είπε ο Τραμπ. «Υποθέτω έκαιγαν έγγραφα, χαρτιά, αναρωτιέμαι τι ήταν όλο αυτό», πρόσθεσε.
Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι η απόφαση ελήφθη «για την προστασία της αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας», αφού την ίδια μέρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε απαγγείλει κατηγορίες κατασκοπείας σε δύο Κινέζους υπηκόους οι οποίοι φέρονται μεταξύ άλλων να είχαν απλώσει τα «πλοκάμια» τους και στην έρευνα κατά του κορονοϊού.
Ο Μάρκο Ρούμπιο, Γερουσιαστής της Φλόριντα στον οποίο πρόσφατα επέβαλε κυρώσεις η Κίνα λόγω της πολεμικής που ασκεί εναντίον της, υποστήριξε ότι «Το προξενείο του Χιούστον ήταν το επίκεντρο μεγάλης κλίμακας κατασκοπείας».