Στερνή γνώση Μητσοτάκη

Όσο πιο «σοφός» γίνεται, τόσο πιο στενοχωρημένος φαίνεται και τόσο πιο στριμωγμένος είναι πραγματικά. Δεν χρειαζόταν να έχει κανείς ιδιαίτερη εμπειρία ούτε να γνωρίζει κάποιο «προσωπικό θέμα» που πιθανά τον απασχολεί, για να καταλάβει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσχωρεί στη Σχολή των Παλαιών Πολιτικών.

Η συζήτηση με τον κ. Σρόιτερ (Alpha TV, προχθές) επιβεβαίωσε βεβαίως παλαιότερα λεχθέντα του πρωθυπουργού, ανάτρεψε όμως τη συνολική κυβερνητική στάση. Υπό τους ήχους του σοφού γνωμικού «στερνή μου γνώση να σ’είχα πρώτα».

Όλοι μας, υποθέτω, εκείνη την αποφράδα νύχτα, βλέποντας το μανιτάρι της έκρηξης, αναρωτηθήκαμε «τι είναι πάλι αυτό!». Προείχε όμως να διασώσουμε τους τραυματίες, να φροντίσουμε τους σκοτωμένους, να μεριμνήσουμε για τους «τυχερούς». Αυτά έγιναν. Με βιασύνη, όπως επιβάλλεται. Σίγουρα όμως έγιναν σωστά.

Τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν χωρίς σχέδιο και κανόνες. Όπως-όπως. Δηλαδή όπως συνήθως γίνονται τα περισσότερα επείγοντα και εξαιρετικά σε αυτόν τον τόπο, με αυτό το κράτος. Διαδικασίες δεν υπάρχουν, οι επισπεύδοντες δεν είναι εκπαιδευμένοι, ιδίως σε κάτι τόσο τρομερό, και η επί τόπου κυβερνητική ανάμειξη περιπλέκει τα πράγματα.

Αρχικώς, επί πολλούς μήνες, η προσοχή όλων στράφηκε  στις αιτίες της σύγκρουσης. Πώς βρέθηκαν τα δύο τρένα σε αντίθετη πορεία εφ’ ενός ζυγού; Φταίει ο απρόκοπος «σταθμάρχης»; Σίγουρα. Δεν φταίει όμως και η απουσία συστημάτων απρόσωπης ρύθμισης της κυκλοφορίας; Προφανώς. Δεν φταίει και η συμπτωματική απουσία συνεννόησης μεταξύ των χαμένων μηχανοδηγών ή των άλλων σταθμαρχών; Βεβαίως, αφού οι άνθρωποι γνωρίζουν την αταξία μέσα στην οποία εργάζονται, αλλά έτσι συμβαίνει στην «κακιά στιγμή».

Άπαντες, προφανώς οι συγγενείς, οι φίλοι και η κοινή γνώμη, αλλά και η Βουλή με ειδική εξεταστική επιτροπή που συγκρότησε και όλοι οι πολιτικοί έριξαν το βάρος της προσοχής τους σε αυτή την κατεύθυνση.

Περιέργως και σε αντίθεση με όσα κανείς ευλόγως θα πίστευε, κανείς δεν μάζεψε όσο και όποιο υλικό θα μπορούσε να διαφωτίσει, εφόσον προέκυπτε αποχρών λόγος, το φορτίο της εμπορευματικής αμαξοστοιχίας. Ούτε άλλωστε έγινε -δημόσια τουλάχιστον- συζήτηση, τεχνικής φύσεως, για τα κατασκευαστικά και λειτουργικά υλικά της άλλης μηχανής, που έσυρε στον θάνατο τόσους ανθρώπους. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της έλλειψης επαγγελματισμού στα καθ’ υμάς.

Και καλά εμείς. Και καλά οι πολιτικοί, κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Αλλά οι άνθρωποι των τρένων; Αυτοί δεν γνωρίζουν καλύτερα τα τεχνικά δεδομένα; Οι λαλίστατοι συνδικαλιστές του χώρου δεν όφειλαν να σηκώσουν φωνή μεγάλη για να διασωθούν φυλασσόμενα τα υλικά που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι συνάδελφοί τους δεν συμμετείχαν σε κάποια σκοτεινή συναλλαγή; Μήπως δεν γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας ότι οι εμπορευματικοί συρμοί κουβαλάνε, ενίοτε αλλά μάλλον συχνά, παράνομα φορτία;

Είναι όλοι όσο αθώοι εμφανίζονται της διαφθοράς που εμποδίζει και την εφαρμογή της σύμβασης 717 και της διαχείρισης του τροχαίου υλικού και της δρομολόγησης των φορτίων;

Δεν πρέπει (κι ελπίζω ότι θα το έχει πράξει η ανακριτική αρχή) να λογοδοτήσουν ορκιζόμενοι όσοι δούλευαν εκείνο το βράδυ στις βάρδιες φόρτωσης και ελέγχου στον εμπορευματικό σταθμό;

Δεν είναι σωστό η αστυνομία να ερευνήσει με τα δικά της μέσα, όπως τώρα υπονόησε ο πρωθυπουργός;

Πώς και δεν βρήκαν οι δημοσιογράφοι κάποιον, μεταξύ όσων δούλεψαν στη φόρτωση, να μιλήσει; Όταν μάλιστα, ένθεν κακείθεν, έκαναν τέτοιες επιτυχίες με τις απομαγνητοφωνήσεις;

Πώς και δεν ενδιαφέρθηκε, δύο σχεδόν χρόνια κανείς από την αντιπολίτευση να κάνει αυτός, αυτή τη δουλειά της ανίχνευσης;

Ο πρωθυπουργός πιάστηκε -και δεν είναι η πρώτη φορά- στον... ύπνο. Αυτόν που προκαλεί η σύμφυση της εξουσίας με τα πλοκάμια του κράτους. Είναι πολύ πρόσφατη η αποδημία Σημίτη για να επαναλάβει κανείς μοιρολατρικά το περίφημο «Αυτή είναι η Ελλάδα».

Τότε, το «μακρινό» 2000, το γηραιό «Σάμινα» έπνιξε 81 από 533 ανθρώπους, λόγω σειράς ανθρωπίνων λαθών και απίθανης αδιαφορίας για τους κανόνες. Τότε, το αρχικό πόρισμα δόθηκε μετά ένα έτος. Τότε η δίκη ξεκίνησε μετά πέντε έτη και κράτησε έναν χρόνο.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όφειλε να γνωρίζει καλύτερα ότι το βαθύ ελληνικό κράτος, του οποίου την ευθύνη διακυβέρνησης ζήτησε και ανέλαβε δύο φορές, δεν τελειώνει στα όρια του «επιτελικού κράτους».

Όφειλε να έχει «πέσει κατά πάνω» στο τρομερό αυτό ζήτημα επιβεβαιώνοντας λόγω και έργω ότι καμία εμπιστοσύνη δεν μπορεί να έχει για όσα κάνουν οι «από κάτω», του προκειμένου να έχει στη διάθεσή της η Δικαιοσύνη όσα και ακόμη περισσότερα χρειαστεί, όταν θα φτάσει η ώρα να ξεκινήσει τη διαδικασία της δημόσιας Δίκης.

Αυτό ακριβώς δεν έκανε. Κάπως έτσι επέτρεψε να καλλιεργηθούν σκιές, γκρίζες περιοχές, σκοτεινές θεωρίες, οργή και μίσος. Γνώση διαθέτει, καλό είναι να τη χρησιμοποιεί. Πρώτος αυτός και ανεξαρτήτως άλλων εκτιμήσεων.

Μπορεί η κάλπη να είναι μια φορά στα τόσα χρόνια, αλλά η εκτίμηση του κόσμου είναι θέμα καθημερινότητας και ευμετάβλητη. Πλην όμως χωρίς την εκτίμηση των πολιτών δεν φθάνει κανείς μέχρι την (προγραμματισμένη) κάλπη. Εξάλλου, ιδίως αυτή η συγκεκριμένη «άρνηση» δεν ήταν καθόλου πειστική. Αν ξέρει κάτι να κάνει καλά η πολυποίκιλη αντιπολίτευση είναι να μυρίζεται το αίμα που πρέπει να χύσει η κυβερνητική παράταξη για να της συγχωρεθούν τα τόσο προφανή λάθη της.