Από το για «όσο χρειαστεί» στο «όσο μπορούμε»... Και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες πλέον δεν μπορούν ή στο απευκταίο αλλά όχι απίθανο σενάριο μίας επανεκλογής Τραμπ δεν θέλουν πλέον να στηρίξουν την Ουκρανία; Μπορεί η Ευρώπη να καλύψει το κενό; Το 2024 επιφυλάσσει τεράστια δοκιμασία για τη συνοχή της Δύσης και θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη δυναμική του πολέμου, με συνέπειες που εκτείνονται πολύ πέραν της Ουκρανίας.
Από τις πρώτες ώρες της 22ας Φεβρουαρίου 2022, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν θρυμμάτιζε την επί δεκαετίες επικρατούσα ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας, ο Τζο Μπάιντεν διακήρυττε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στηρίξουν την Ουκρανία για «όσο χρειαστεί». Ενώπιον της απόπειρας επαναχάραξης συνόρων διά της βίας και θέτοντας ως διακύβευμα την ελευθερία και τη δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού η Δύση -προεξάρχουσας της διακυβέρνησης Μπάιντεν- στήριξε το Κίεβο με χρήματα, όπλα και κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Τέσσερις μήνες μετά, όταν το ΝΑΤΟ επιτάχυνε την προσαρμογή του σε περιβάλλον αναβαθμισμένου στρατηγικού κινδύνου, ενίσχυε την παρουσία των συμμαχικών δυνάμεων στις χώρες της ανατολικής πτέρυγας και γίνονταν τα πρώτα βήματα προς την εισδοχή της Φινλανδίας και της Σουηδίας, ο Μπάιντεν δήλωνε ότι οι Αμερικανοί και ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για βενζίνη και ενέργεια ως τίμημα για τον περιορισμό της ρωσικής επιθετικότητας. «Για πόσο καιρό; Όσο χρειαστεί, ώστε η Ρωσία να μην μπορεί να νικήσει την Ουκρανία και να προχωρήσει πέρα από την Ουκρανία», τόνιζε από τη Μαδρίτη μετά το πέρας των εργασιών μίας καθοριστικής για το μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ Συνόδου Κορυφής.
Το για «όσο χρειαστεί» βγήκε αμέτρητες φορές, σε κάθε συνάντηση, κάθε επίσκεψη και κάθε συνέντευξη Τύπου από τα χείλη του Αμερικανού προέδρου. Ήταν η προειδοποίηση προς τον Πούτιν πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση είναι εκεί, στέκονται δίπλα στην Ουκρανία και δεν θα υπαναχωρήσουν. Στην προεκλογική Αμερική της 13ης Δεκεμβρίου και ενώ το παραδομένο στον τραμπισμό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μπλόκαρε -και εξακολουθεί να μπλοκάρει- την αποδέσμευση ζωτικής βοήθειας ύψους 61 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία, ακούστηκε διά στόματος Μπάιντεν η φράση για «όσο μπορούμε». Δίπλα του στεκόταν ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ουάσινγκτον προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κάμψει τις ρεπουμπλικανικές ενστάσεις.
«Η Ουκρανία θα βγει από αυτόν τον πόλεμο περήφανη, ελεύθερη και σταθερά ριζωμένη στη Δύση, εκτός αν αποχωρήσουμε» είπε ο Μπάιντεν στηλιτεύοντας τη στάση των Ρεπουμπλικανών και τονίζοντας ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν «ποντάρει στην αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να στηρίξουν την Ουκρανία και πρέπει να του αποδείξουμε ότι κάνει λάθος». Οι Ηνωμένες Πολιτείες πλησιάζουν ταχύτητα στο σημείο που δεν θα μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στις ανάγκες της Ουκρανίας, προειδοποίησε. «Είναι εκπληκτικό πώς φθάσαμε ως εδώ», ανέφερε αναγνωρίζοντας το πολιτικό αδιέξοδο.
Το για «όσο μπορούμε» θορύβησε την Ευρώπη και φυσικά δεν έμεινε απαρατήρητο στη Μόσχα, όπου δημόσια ο Βλαντιμίρ Πούτιν και τα ελεγχόμενα μίντια πλέον κομπάζουν για την «υποστήριξη της Δύσης που φθίνει», επικροτώντας τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά και τον σύμμαχο Βίκτορ Όρμπαν που επίσης μπλόκαρε το πακέτο των 50 δισεκατομμυρίων της ΕΕ προς την Ουκρανία, αν και το βέτο θα παρακαμφθεί. Το Κιέβο αγωνιά περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή από την έναρξη του πολέμου για τη ροή της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, δίχως να έχει να παρατάξει επιτυχίες στο πεδίο, όπου οι γραμμές του μετώπου έχουν παγιωθεί και η ουκρανική αντεπίθεση δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες -ή ίσως έπεσε στην παγίδα των υψηλών προσδοκιών που εσφαλμένα είχαν καλλιεργηθεί εξ αρχής.
Σε έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς, που προσεχώς εισέρχεται στον τρίτο χρόνο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιδιώκει να εξαντλήσει και την Ουκρανία και τη Δύση· θεωρεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του και ενισχύει τις ανίερες συμμαχίες με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα για να τροφοδοτεί την πολεμική μηχανή του, και φυσικά με την Κίνα ως αντίβαρο στις δυτικές οικονομικές κυρώσεις και προς ενίσχυση γεωπολιτικής επιρροής. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ και ο Ρώσος πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν, μόλις την Πέμπτη αλληλοσυγχαίρονταν για το ρεκόρ στο διμερές εμπόριο που ξεπέρασε τα 200 δισ. δολάρια -μάλιστα ο στόχος επετεύχθη νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα που είχαν θέσει Σι και Πούτιν ήδη από το 2019.
Η δυναμική αλλάζει
Το 2023 «κλείνει» με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αναλυτές να συντείνουν ότι όλες οι βασικές παράμετροι σε στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο έχουν αρχίσει να ευνοούν τη Μόσχα. Το Κίεβο καθίσταται όλο και πιο ευάλωτο και η διατήρηση του υπάρχοντος στρατιωτικού αδιεξόδου θα μπορούσε να είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο, ακόμη και αν η διεθνής στρατιωτική και οικονομική στήριξη διατηρηθεί στα επίπεδα του 2023, κατά τον Άντριου Τούλσα της εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μόνο πιθανό πλεονέκτημα για την Ουκρανία θα ήταν να «χρησιμοποιήσει» το 2024 για να ανασυγκροτήσει το στρατιωτικό της δυναμικό ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση το 2025. Οποιαδήποτε αξιοσημείωτη μείωση της στήριξης θα μπορούσε αντίθετα να μεταφραστεί σε πρόσθετα εδαφικά κέρδη από τη Ρωσία και να ωθήσει το Κίεβο προς δυσμενείς συνομιλίες κατάπαυσης του πυρός. Ένα τέτοιο σενάριο εκτιμάται ότι θα αποδυναμώσει την πολιτική και κοινωνική συνοχή στην Ουκρανία και θα διαβρώσει την εμπιστοσύνη στις εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και της Δύσης σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Ο πόλεμος κρίνεται στις κάλπες
Σημείο καμπής όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, θα αποτελέσει η αμερικανική προεδρική κάλπη της 5ης Νοεμβρίου 2024, όταν και θα σημάνει η ώρα της αλήθειας για το αμερικανικό πολίτευμα, τη θέση της Αμερικής στον κόσμο, αλλά και τις θέσεις της Αμερικής για τον κόσμο. Μία ενδεχόμενη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επί του Τζο Μπάιντεν, εφόσον εν μέσω των πρωτοφανών συνθηκών που επικρατούν στις Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρει να αποσπάσει το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο για την Ουκρανία, την Αμερική την ίδια και την Ευρώπη.
Τόσο η κυβέρνηση Ζελένσκι, όσο και το Κρεμλίνο, καρφώνουν το βλέμμα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές ελπίζοντας σε αντίθετη έκβαση. O Ουκρανός πρόεδρος έχει αναγνωρίσει ότι εάν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να αλλάξει σημαντική η δυναμική του πολέμου. «Εάν η πολιτική του επόμενου προέδρου, όποιος κι αν είναι αυτός, είναι διαφορετική απέναντι στην Ουκρανία, πιο ψυχρή ή πιο φειδωλή, νομίζω ότι αυτά τα μηνύματα θα έχουν πολύ ισχυρό αντίκτυπο στην πορεία του πολέμου», αναφέρει.
Υψηλότατο είναι ταυτόχρονα το διακύβευμα των ευρωεκλογών που θα έχουν προηγηθεί τον Ιούνιο όσον αφορά την ενδεχόμενη περαιτέρω άνοδο λαϊκιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων που μπορεί να υποσκάψουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή συνοχή απέναντι στην Ουκρανία, σε στιγμή κατά την οποία η Ευρώπη και οι κοινοτικοί θεσμοί θα πρέπει να προετοιμάζονται για τις τεράστιες προκλήσεις που θα κληθούν να διαχειριστούν εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν βήματα πίσω στην Ουκρανία.
Η δέσμευση της ΕΕ απέναντι στην Ουκρανία ήταν και παραμένει ισχυρή όπως επιβεβαιώθηκε με το συμβολικό σήμα της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, στην οποία ωστόσο επίσης αποδείχθηκε πως η έμπρακτη οικονομική στήριξη γίνεται «όμηρος» της εγχώριας ατζέντας ορισμένων ευρωπαϊκών πρωτευουσών και της προεκλογικής περιόδου που πρόκειται να ξεκινήσει.
Η Ευρώπη, μπορεί;
Στο ερώτημα που θέτει η Τζούντι Ντέμσι του Carnegie Europe προς έγκριτους αναλυτές ευρωπαϊκών και διεθνών think-tank και πρώην πρέσβεις εάν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταποκριθεί στις στρατιωτικές ανάγκες της Ουκρανίας χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι απαντήσεις καλύπτουν όλο το φάσμα των αποχρώσεων από το καταφατικό «ναι» έως το καταφατικό «όχι», ενώ παράλληλα τίθεται και ο παράγοντας όχι εάν μπορεί, αλλά εάν θα το πράξει. Η διάσταση στις εκτιμήσεις είναι ενδεικτική της «θύελλας» που θα πυροδοτήσει μία ενδεχόμενη αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ.
Κοινή παραδοχή είναι όμως πως αν και η διατήρηση της στήριξης είναι δαπανηρή, η Ευρώπη θα πληρώσει πολύ υψηλότερο τίμημα εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν φθάσει να διατείνεται πως έκαμψε την πολιτική βούληση της συλλογικής Δύσης, και επικρατήσει. Ούτε και θα μπορούν να προεξοφληθούν οι επόμενες κινήσεις του. Επικίνδυνα συμπεράσματα δεν θα εξάγει όμως μόνο ο Πούτιν, ο οποίος τις απώλειες δεν τις μετρά και επιφυλάσσει στους Ρώσους νέα επιστράτευση μετά τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου 2024. Συμπεράσματα θα εξάγει και η Κίνα όσον αφορά το ζήτημα της Ταϊβάν και κάθε επίδοξος μιμητής του Πούτιν και θαυμαστής του ανελεύθερου, εγκληματικού καθεστώτος του.
Από την έναρξη του πολέμου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαθέσει στην Ουκρανία σχεδόν 92 δισ. δολάρια σε στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ μεμονωμένα κράτη-μέλη έχουν δώσει δισεκατομμύρια περισσότερα. Συγκριτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στηρίξει έως σήμερα την Ουκρανία με πάνω από 100 δισ. δολάρια. Όμως, το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία έχει υπολογίσει ότι οι δεσμεύσεις για βοήθεια από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του 2023 μειώθηκαν κατά σχεδόν 90% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πασχίζει εμφανώς να περάσει τη βοήθεια για την Ουκρανία από το αμερικανικό Κογκρέσο, αλλά και η ΕΕ αδυνατεί να συμφωνήσει για περισσότερη στήριξη.
Το σκληρό σενάριο
Μία από τις πιο σκληρές εκτιμήσεις για το επιφυλάσσει το 2024 στην Ουκρανία έρχονται από τον Αντριάνο Μποζόνι του ινστιτούτου Stratfor, ο οποίος σε ανάλυση του για τις τέσσερις σημαντικότερες εκλογές του νέου έτους σε ΗΠΑ, Ρωσία, τους «27» της ΕΕ και την Ινδία, επισημαίνει πως παρά την ετερογένειά τους, θα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που δεν είναι άλλο από τον εθνικιστικό λαϊκισμό. Οι κάλπες του Μαρτίου στη Ρωσία θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να μην θεωρούνται καν εκλογές, δεδομένου ότι ουδεμία πιθανότητα υπάρχει να εκλεγεί οποιοσδήποτε άλλος εκτός του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Μία ρεπουμπλικανική κυβέρνηση στις ΗΠΑ θα μπορούσε να μειώσει την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία, ενώ η «κόπωση» μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών που εστιάζουν όλο και περισσότερο στο εσωτερικό τους θα μπορούσε να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα στην πολιτική της ΕΕ. Εν τω μεταξύ, η ενίσχυση του εθνικισμού και του αυταρχισμού του καθεστώτος Πούτιν μετά τις εκλογές σημαίνει ότι το όποιο «παράθυρο» να προσφέρει παραχωρήσεις στο Κίεβο για τον τερματισμό του πολέμου θα κλείσει περισσότερο.
Δεδομένου αυτού του συνδυασμού παραγόντων, ο αναλυτής του Stratfor θεωρεί ότι μία επίσημη ειρηνευτική συμφωνία είναι απίθανη, εκτιμώντας ότι η Ουκρανία μπορεί τελικά να μην έχει άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί κάποια άτυπη διευθέτηση με τη Ρωσία που θα τερματίζει τις ενεργές μάχες, αλλά θα περιλαμβάνει επίσης την ντε φάκτο παραχώρηση σημαντικών τμημάτων του εδάφους της, καθώς θα έχει ξεμείνει από άνδρες, χρήματα και όπλα για να προσπαθήσει να ανακτήσει τα εδάφη που έχασε.