Κόλαση επί Γης με φόντο τον ορυκτό πλούτο - Κίνδυνος περιφερειακής ανάφλεξης
AP Photo/Moses Sawasawa
AP Photo/Moses Sawasawa
ΛΔ του Κονγκό

Κόλαση επί Γης με φόντο τον ορυκτό πλούτο - Κίνδυνος περιφερειακής ανάφλεξης

Μία ακόμη βαθιά πληγή, που θα πυορροεί για χρόνια, έχει ανοίξει στην καρδιά της Αφρικής. Η προέλαση των ανταρτών της οργάνωσης Μ23 (Κίνημα της 23ης Μαρτίου) στο Βόρειο Κίβου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό έχει προκαλέσει το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων και τον τραυματισμό ή εκτοπισμό άλλων δεκάδων χιλιάδων. Ο πόλεμος των ανταρτών, που υποστηρίζονται από τη γειτονική Ρουάντα, έχει σχετίζεται με τον έλεγχο της πλούσιας σε ορυκτό πλούτο επαρχίας στα ανατολικά, μίας από τις έντεκα της αχανούς χώρας.

Σχεδόν 3.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στην πρωτεύουσα της επαρχίας, Γκόμα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, μετά την κατάληψή της από αντάρτες του Μ23 έπειτα από πολυήμερες και σφοδρές μάχες με τον στρατό. Οι περίπου δύο εκατομμύρια κάτοικοι της πόλης βρέθηκαν στο έλεος της οργάνωσης Μ23, καθώς οι στρατιώτες των Ενόπλων Δυνάμεων του Κονγκό (Fardc) και οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ (Monusco) εγκατέλειψαν τις θέσεις τους μπροστά στην προέλαση των ανταρτών.

Η Βίβιαν βαν ντε Περ, αναπληρώτρια επικεφαλής της αποστολής του ΟΗΕ στη ΛΔ του Κονγκό, αναφέρει πως «μέχρι στιγμής 2.000 σοροί έχουν συλλεχθεί από τους δρόμους της Γκόμα τις τελευταίες ημέρες και 900 άλλες παραμένουν στα νεκροτομεία της Γκόμα». Το μέγεθος της σφαγής αποκαλύφθηκε μετά την ανακοίνωση του συνασπισμού των ανταρτών της Συμμαχίας του Ποταμού Κονγκό (AFC) -που περιλαμβάνει το ένοπλο κίνημα M23- για «ανθρωπιστική» κατάπαυση του πυρός από την περασμένη Τρίτη, που δεν άντεξε παρά λίγες ώρες, και είχε χαρακτηριστεί ούτως ή άλλως από την κυβέρνηση «επικοινωνιακό τέχνασμα».

Το Κονγκό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ΟΗΕ κατηγορούν τη γειτονική Ρουάντα ότι στηρίζει το Μ23, το οποίο αποτελείται κυρίως από Τούτσι που αποσχίστηκαν από τον στρατό του Κονγκό πριν από μια δεκαετία και πλέον. Εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ θεωρούν ότι η Ρουάντα έχει αναπτύξει 3.000 έως 4.000 στρατιώτες και υποστηρίζει επιχειρησιακά και υλικοτεχνικά το Μ23 στις μάχες. Το Κιγκάλι κατηγορείται ότι χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να ξανασχεδιάσει τον χάρτη, με στόχο την προσάρτηση μέρους της πλούσιας σε ορυκτά περιοχής, διακινδυνεύοντας έναν ακόμη καταστροφικό πόλεμο στην Αφρική.

Η κυβέρνηση των Τούτσι της Ρουάντα αρνείται τον ισχυρισμό, αλλά έχει παραδεχθεί ότι διαθέτει στρατεύματα και πυραυλικά συστήματα στο ανατολικό Κονγκό για να διασφαλίσει την ασφάλειά της, σύμφωνα με το Associated Press. Ο πρόεδρος της Ρουάντα, Πολ Καγκάμε, ισχυρίστηκε μιλώντας στο CNN ότι δεν γνωρίζει αν στρατιωτικές δυνάμεις της Ρουάντα βρίσκονται στο Κονγκό, αλλά τόνισε ότι η χώρα του θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να προστατευτεί. 

Η περιοχή αποτελεί θέατρο συγκρούσεων από την εποχή της γενοκτονίας της Ρουάντα, το 1994, όταν περίπου 800.000 άνθρωποι -οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μέλη της φυλής Τούτσι- σφαγιάστηκαν από τους Χούτου μέσα σε τρεις μήνες. Η γενοκτονία σταμάτησε με την προέλαση των ανταρτών Τούτσι υπό την ηγεσία του Πολ Καγκάμε, νυν προέδρου της Ρουάντα. Φοβούμενοι αντίποινα, περίπου ένα εκατομμύριο Χούτου διέφυγαν πέρα από τα σύνορα στη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. 

Από το 2022, το M23 -το οποίο διατείνεται ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μειονοτικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Τούτσι- συγκρούεται με την κυβέρνηση της Κινσάσα, καταλαμβάνοντας μια μεγάλη έκταση στο Βόρειο Κίβου, που συνορεύει με τη Ρουάντα και την Ουγκάντα. Η περιοχή είναι πλούσια σε ορυκτά και σπάνιες γαίες -συμπεριλαμβανομένων τεράστιων κοιτασμάτων κολτάνου, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατασκευή κινητών τηλεφώνων και υπολογιστών. Όσο περισσότερο αυξάνεται η παραγωγή κινητών τηλεφώνων παγκοσμίως αυξάνεται και ο αριθμός των νεκρών, επειδή το συγκεκριμένο μετάλλευμα εντοπίζεται κυρίως στη ΛΔ του Κονγκό. 

«Η εγχώρια βία ήταν η απαρχή του καθεστώτος του Πολ Καγκάμε, αποτέλεσμα της διαπλοκής της ένοπλης εξέγερσης και της γενοκτονίας που σημάδεψαν τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη Ρουάντα. Έκτοτε, η βία στο εξωτερικό μέτωπο αποτελεί έναν από τους λόγους ύπαρξης ενός  σκληρού συστήματος ασφαλείας, μια αναπόφευκτη απάντηση, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στις πολιτοφυλακές που δραστηριοποιούνται στις περιοχές Κονγκό-Κινσάσα, ακριβώς απέναντι από τα σύνορα και επομένως στο κατώφλι [της Ρουάντα]. Και η βία εξακολουθεί να είναι, εδώ και δεκαετίες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, το προτιμώμενο εργαλείο του ηγέτη του Κιγκάλι για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε μπορεί να απειλήσει την επιβίωση της σημερινής πολιτικής και οικονομικής δομής εξουσίας της Ρουάντα», σχολιάζει ο Τζοβάνι Καρμπόνε, επικεφαλής του προγράμματος του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI) για την Αφρική.

Η προέλαση του Μ23 προς τη Γκόμα είναι η αποκορύφωση μιας στρατιωτικής εκστρατείας που έχει εκτοπίσει περισσότερους από 300.000 ανθρώπους σε πάνω από δύο χρόνια. Ο πόλεμος όμως στην περιοχή διαρκεί σε διάφορες μορφές σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ο Πρώτος Πόλεμος του Κονγκό (1996-1997) οδήγησε σύντομα, τον Αύγουστο του 1998, στον Δεύτερο Πόλεμο του Κονγκό -γνωστό ως Μεγάλο Πόλεμο της Αφρικής- που τελείωσε επίσημα τον Ιούλιο του 2003. Η ειρηνευτική συμφωνία του 2002 δεν στάθηκε ικανή να τερματίσει τη βία σε πολλές περιοχές της χώρας, κυρίως στα ανατολικά, μεταξύ των οποίων και το Βόρειο Κίβου.

Η ειρηνευτική αποστολή Monusco του ΟΗΕ, με περισσότερους από 10.000 κυανόκρανους έχει αναπτυχθεί στο ανατολικό Κονγκό από το 1999, έγινε όμως επανειλημμένα αντικείμενο κριτικής και σοβαρών σκανδάλων. Ο Κονγκολέζος πρόεδρος, Φέλιξ Αντουάν Τσιζεκέντι, χαρακτήρισε την Monusco «μια αποτυχία που διαρκεί περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα» και είχε ζητήσει την αποχώρησή της μέχρι το τέλος του περασμένου έτους. Η αποχώρησή της όμως αναβλήθηκε και τον περασμένο Δεκέμβριο η αποστολή της παρατάθηκε για έναν ακόμη χρόνο. Στην περιοχή έχει επίσης εγκατασταθεί δύναμη της Αναπτυξιακής Κοινότητα Νοτίου Αφρικής (SADC), χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα έναντι της προέλασης των ανταρτών.

 Επί τρεις δεκαετίες, το Κιγκάλι θεωρείται «μια σταθερή απολυταρχία» σε μια από τις πιο ασταθείς περιοχές της ηπείρου, ως εκ τούτου αξιόπιστος συνομιλητής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν επί χρόνια άφθονη βοήθεια και επενδύσεις. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση εκτιμάται ότι δεν θα συνεχιστεί, όχι επειδή η Ουάσινγκτον θα αποκτήσει ηθικά αντανακλαστικά, αλλά επειδή στη νέα εποχή του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να μην την απασχολεί η Αφρική στη γεωπολιτική σκακιέρα. Η Βρετανία επί Σούνακ επιδείωξε να συνάψει επίσης μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με τη Ρουάντα για τη μεταφορά αιτούντων άσυλο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγορείται από την άλλη ότι πλήρωσε στα στρατεύματα της Ρουάντα 20 εκατομμύρια ευρώ για τη φύλαξη του γαλλικών πετρελαϊκών συμφερόντων στη Μοζαμβίκη και έχει συνάψει συμφωνίες εξόρυξης και κατασκευής υποδομών. Μόλις πριν από ένα χρόνο, οι Βρυξέλλες υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης με το Κιγκάλι για εισαγωγές πρώτων υλών αξίας 900 εκατ. ευρώ, το οποίο η Κινσάσα χαρακτήρισε «κακόγουστη πρόκληση». Οι επικριτές της συμφωνίας -παρατηρεί το ISPI- καταγγέλλουν ότι η προμήθεια υλικών χρήσιμων για την ενεργειακή μετάβαση και τις νέες τεχνολογίες που εξάγονται από το Κιγκάλι, όπως το κολτάν, ο χαλκός, το κοβάλτιο και το λίθιο, δεν είναι παρά οι καρποί της συστηματικής λεηλασίας των ορυχείων στις περιοχές της ΛΔ Κονγκό που ελέγχονται από τις ένοπλες ομάδες της Ρουάντα.