Τρεις μήνες πριν από την τρίτη επέτειο της απρόκλητης ρωσικής εισβολής σε κυρίαρχη χώρα επί ευρωπαϊκού εδάφους και 70 χρόνια από την ανακωχή στην Κορεατική Χερσόνησο επανέρχεται στο προσκήνιο διεθνών αναλύσεων το σκληρό σενάριο διχοτόμησης της Ουκρανίας καθώς οι δύο πόλεμοι τείνουν να αποκτήσουν όμοια χαρακτηριστικά. Το 2023 της Ουκρανίας, μοιάζει με το 1953 της Κορέας.
Τη χρονιά εκείνη συμφωνήθηκε η κατάπαυση του πυρός στην Κορέα, έπειτα από τρία χρόνια αιματοχυσίας. Οι μάχες κορυφώθηκαν τη διετία 1950-1951. Ο Βορράς πέρασε ορμητικά τα ενδοκορεατικά σύνορα το 1950, οδηγώντας τις δυνάμεις της Νότιας Κορέας μέχρι το Πουσάν, σε έναν μικροσκοπικό θύλακα στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου, και απειλούσε να τις ρίξει στη θάλασσα.
Στη συνέχεια ωστόσο, αφού σταθεροποίησαν την περίμετρο γύρω από το θύλακα, οι δυνάμεις των δυτικών συμμάχων και των Ηνωμένων Εθνών πραγματοποίησαν μια φιλόδοξη πλευρική απόβαση, εμβόλισαν τον βορειοκορεατικό στρατό πριν κάνουν τη δική τους επέλαση προς τα βόρεια, προς τον ποταμό Ιντσόν. Αργότερα ένα «ποτάμι» από «Κινέζους Λαϊκούς Εθελοντές» ξεχύθηκε μέσω του Γιάλου, που σηματοδοτεί τα σινοκορεατικά σύνορα, αναγκάζοντας τον στρατό του ΟΗΕ σε φυγή προς τα νότια.
Οι μάχες κατά μήκος Βορρά-Νότου συνεχίστηκαν και τελικά, σταθεροποιήθηκε το μέτωπο αντιπαράθεσης, στον στενό λαιμό της χερσονήσου, κατά μήκος του 38ου παραλλήλου.
Στα νότια, η περιοχή ήταν ευάλωτη στην ναυτική και αεροπορική ισχύ, όπως αυτή που διέθεταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στα βόρεια η χερσόνησος διευρύνεται και το έδαφος γίνεται βραχώδες, ορεινό και ευνοούσε τις δυνάμεις των Βορειοκορεατών, των Σοβιετικών και των Κινέζων. Η γραμμή εκεχειρίας, η οποία αποτελεί de facto σύνορο της Νοτίου με τη Βόρειο Κορέα, διαμορφώθηκε εκεί που η γεωγραφία, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική ισχύ, οδήγησε τις μάχες σε αδιέξοδο και τα κέρδη της κάθε πλευράς των αντιμαχόμενων δεν επαρκούσαν να πιέσουν για μία διπλωματική λύση.
Ο αναλυτής Τζέιμς Χολμς, απόστρατος αξιωματικός του αμερικανικού Ναυτικού και νυν καθηγητής στη Σχολή Ναυτικού Πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών, συγκρίνει σε ανάλυσή του στην ηλεκτρονική πύλη 19FortyFive την κατάσταση που επικράτησε το 1953 στην Κορέα με εκείνη που επικρατεί σήμερα στην Ουκρανία.
Όπως σημειώνει, αρχικά η εισβολή άλλαξε για λίγο τη στρατιωτική ισορροπία υπέρ της Ρωσίας, αλλά το ρωσικό πλεονέκτημα κορυφώθηκε γρήγορα προτού οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Η Μόσχα δεν πέτυχε κανέναν από τους βασικούς στόχους της, δηλαδή την ανατροπή και την αποκαλούμενη «αποναζιστικοποίηση» της κυβέρνησης στο Κίεβο. Η ουκρανική αντεπίθεση του φθινοπώρου του 2022 ανέτρεψε πολλά από τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας προτού και η ίδια μείνει στη συνέχεια στάσιμη. Οι ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις πέτυχαν πολύ λίγα για να καταστήσουν εφικτούς τους στόχους τους, την εκδίωξη δηλαδή της Ρωσίας από όλη την Ουκρανία.
Έκτοτε και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κινούνται γύρω από τα σημεία κορύφωσης της επίθεσης. Κανένας από τους δύο δεν μπορεί να συγκεντρώσει επαρκές στρατιωτικό πλεονέκτημα ώστε να επιβάλει τους όρους του στο πολιτικό πεδίο.
Έτσι και πάλι, και δυστυχώς, το πρότυπο του 1953 φέρεται να μπορεί να βρει εφαρμογή, κατά τον Τζέιμς Χολμς. Η Ουκρανία και οι δυτικοί σύμμαχοί της βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με το φάσμα του συμβιβασμού με τη σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλουν τα όπλα και η γεωγραφία και να υπολογίσουν τι μπορούν λογικά να περιμένουν για να βγουν από αυτή την κακή κατάσταση, καταλήγει ο Αμερικανός αναλυτής.
Διαφορές σαφώς υπάρχουν με πρώτη ότι στην περίπτωση της Κορέας επικρατούσε εμφύλιος πόλεμος με ανάμειξη ξένων δυνάμεων. Τον μεν Βορρά στήριζαν η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα, στο πλευρό του Νότου πολεμούσαν οι Αμερικανοί και σύμμαχοί τους. Στην Ουκρανία ο πόλεμος διεξάγεται μεταξύ δύο χωρών, υφίσταται ρωσόφιλη κοινότητα υπέρ των δυνάμεων κατοχής και η Δύση παρέχει πολιτική υποστήριξη και όπλα χωρίς να εμπλέκεται ο στρατός της.
Ένας τρίτος χειμώνας σε εμπόλεμη κατάσταση βρίσκει την Ουκρανία με κλονισμένο ηθικό. Η αισιοδοξία για την πολυθρύλητη εαρινή αντεπίθεση έχει καμφθεί από τα αδιαπέραστα ναρκοπέδια και οχυρώσεις που επί μήνες ο ρωσικός στρατός έστηνε στα νοτιοανατολικά, ενώ οι εντάσεις έχουν καταστεί ορατές στην κυβέρνηση Ζελένσκι. Ένας συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων έχει συμβάλει στο να καλλιεργηθεί ίσως το πιο απαισιόδοξο κλίμα ως προς τις προοπτικές προόδου και αποφασιστικής νίκης επί της Ρωσίας από την έναρξη της αντεπίθεσης.
Το Κίεβο βλέπει πλέον τη διεθνή προσοχή -και κυρίως την προσοχή των Ηνωμένων Πολιτειών- στραμμένη στις εξελίξεις στο έκρυθμο μέτωπο της Μέσης Ανατολής μετά την τρομοκρατική επίθεσης της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου και τον πόλεμο που ακολούθησε στη Λωρίδα της Γάζας. Η ροή των πυρομαχικών έχει καθυστερήσει· η «κόπωση» που ήδη παρατηρούνταν στις δυτικές πρωτεύουσες εντείνεται και η προοπτική μίας ενδεχόμενης νίκης του Ντόναλντ Τραμπ «παγώνει» την ουκρανική κυβέρνηση. Ήδη το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο εμποδίζει τα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν για πρόσθετη στρατιωτική βοήθεια.
Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, επισκέφθηκε πρόσφατα το Κίεβο ακριβώς για να καθησυχάσει την Ουκρανία για τη διαρκή δέσμευση της Ουάσινγκτον, όμως η πραγματικότητα είναι πως η έγκριση νέας βοήθειας στο Κογκρέσο αποδεικνύεται όλο και πιο δύσκολη και θα καθίσταται όλο και δυσκολότερη καθώς η αμερικανική προεδρική κάλπη πλησιάζει.
Η Ρωσία την ίδια στιγμή εξαπολύει το μεγαλύτερο μπαράζ επιθέσεων με ιρανικής κατασκευής drone κατά της Ουκρανίας. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δείχνει αποφασισμένος για έναν παρατεταμένο πόλεμο και φόβος των Ουκρανών είναι ότι θα επιστρέψει στη στρατηγική ενεργειακού στραγγαλισμού του 2022 χτυπώντας καίριες υποδομές εν μέσω ψύχους.
«Στο τέλος του περασμένου έτους και στην αρχή του τρέχοντος, υπήρχε ευφορία. Τώρα βλέπουμε το άλλο άκρο, και υποθέτω ότι θα δούμε κάποια σκαμπανεβάσματα για αρκετό καιρό ακόμη» δηλώνει ο Μπάρτστς Τσικόκι, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε τη θητεία ως πρέσβης της Πολωνίας στο Κίεβο.
Η εξάντληση από δύο χρόνια συγκρούσεων, οι συνεχείς απώλειες ζωών στο μέτωπο και η απογοήτευση για τον αργό ρυθμό με τον οποίο οι δυτικοί εταίροι συνεχίζουν να παρέχουν οπλισμό έχουν συνδυαστεί έτσι ώστε για πρώτη φορά από τα πρώτα στάδια του πολέμου, ορισμένες φωνές αναλογίζονται σιωπηλά το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων για κατάπαυση του πυρός, ενώ αποδέχονται ότι αυτές θα ήταν ριψοκίνδυνες και θα μπορούσαν να ωφελήσουν τη Ρωσία, μεταδίδει ο Σον Γουόκερ, ανταποκριτής του Guardian στο Κίεβο.