Έμοιαζε ζήτημα χρόνου να αγγίξει η εθνολαϊκιστική AfD μέχρι και στην κορυφή των δημοσκοπήσεων για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά της Γερμανίας. Και συνέβη ακριβώς τη στιγμή που «κλείδωσε» ο «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, καλούμενος -στο «όνομα» συνολικά της Ευρώπης- να εγγυηθεί τη σταθερή διακυβέρνηση της Γερμανίας εν μέσω της σημερινής γεωπολιτικής κοσμογονίας.
Οι ιστορικές προκλήσεις με τις οποίες έχει φέρει αντιμέτωπη την Ευρώπη ο Ντόναλντ Τραμπ τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο και σε αυτό της ασφάλειας, ενέτειναν την πίεση προς την Χριστιανοδημοκρατική/Χριστιανοικοινωνική Ένωση (CDU/CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να κινηθούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος για τη συγκρότηση κυβέρνησης ώστε να μπει τέλος στον πολιτικό μετεωρισμό του Βερολίνου που δεν ξεκίνησε με την προ μηνών κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς, αλλά χαρακτήριζε σχεδόν ολόκληρη την ταραχώδη θητεία του.
Η χθεσινή ανακοίνωση της συμφωνίας για το σχηματισμό «μεγάλου συνασπισμού» υπό τον Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς ήλθε 45 ημέρες μετά τη νίκη του συντηρητικού μπλοκ στις πρόωρες κάλπες του Φεβρουαρίου και εν μέσω της «τρικυμίας» που έχουν προκαλέσει στις αγορές παγκοσμίως οι δασμοί Τραμπ, των φόβων για ύφεση και της διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής αντίδρασης μπροστά σε μία αμερικανική διακυβέρνηση που γκρεμίζει ταυτόχρονα σταθερές της οικονομίας και της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Ο συνασπισμός συγκροτήθηκε τάχιστα για τα δεδομένα της Γερμανίας, όπου οι μετεκλογικές διαπραγματεύσεις μπορεί να διαρκέσουν μήνες, γεγονός που αντικατοπτρίζει την επικινδυνότητα των καιρών. Εξ ου και το σήμα επανεκκίνησης που θέλησε να στείλει ο Μερτς κατά τη χθεσινή κοινή συνέντευξη Τύπου με την ηγεσία του SPD, λέγοντας πως ο συνασπισμός έχει «ένα ισχυρό σχέδιο» ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, το οποίο θα στείλει «ένα σαφές μήνυμα» τόσο στους Γερμανούς όσο και στους Ευρωπαίους εταίρους ότι η Γερμανία αποκτά μια «ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση».
Ο Φρίντριχ Μερτς, πάλαι ποτέ εσωκομματικός αντίπαλος της Άνγκελα Μέρκελ και της κεντρώας γραμμής και ιδίως της στάσης της στο προσφυγικό, αναμένεται να αναλάβει επισήμως την καγκελαρία στις αρχές Μαΐου, όταν και προγραμματίζεται η σχετική ψηφοφορία στη Μπούντεσταγκ αφού θα έχει προηγηθεί η επικύρωση της συμφωνίας μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας από τα περίπου 400.000 μέλη των Σοσιαλδημοκρατών. Καμία κυβερνητική συμφωνία δεν έχει απορριφθεί από τα μέλη του SPD από το 2013 όταν και εισήχθη η σχετική διαδικασία.
Έπειτα από το τριετές «διάλειμμα» του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού SPD, Φιλελεύθερων και Πρασίνων -που κατέληξε να διαλυθεί στα εις τα εξ ων συνετέθη το Νοέμβριο και έκτοτε να κρατά τα ηνία μία αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Σολτς- η Γερμανία επανέρχεται σε έναν «μεγάλο συνασπισμό», ο οποίος όμως στο σημερινό εγχώριο πολιτικό περιβάλλον όχι μόνο έχει απέναντί του την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ως μεγαλύτερη αντιπολιτευόμενη δύναμη (αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα στις εκλογές, μπροστά από το SPD), αλλά η Άκρα Δεξιά έχει αποκτήσει για πρώτη φορά και δημοσκοπική πρωτιά σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Ανήμερα της ανακοίνωσης της συμφωνίας για τη συγκρότηση συνασπισμού, μέτρηση του ινστιτούτου Forsa εμφάνισε την AfD, ένα ακροδεξιό, φιλορωσικό και νεοναζιστικών συνιστωσών μόρφωμα, να κυριαρχεί για πρώτη φορά στα χρονικά της μεταπολεμικής Γερμανίας στην πρόθεση ψήφου, ξεπερνώντας την Χριστιανοδημοκρατική/Χριστιανοκοινωνική Ένωση με ποσοστό 25% έναντι 24%.
Στο ερώτημα γιατί τώρα, αναλυτές προσθέτουν στους πάγιους παράγοντες που έχουν τροφοδοτήσει την άνοδο της Ακροδεξιάς, την εκμετάλλευση εκ μέρους της AfD της παρούσας αβεβαιότητας που επικρατεί παγκοσμίως και την καλλιέργεια της αίσθησης ότι η Γερμανία πλέει ακυβέρνητη εν μέσω της θύελλας, καθώς και την απογοήτευση που προκάλεσε σε τμήμα της εκλογικής βάσης των Χριστιανοδημοκρατών ο διαφαινόμενος μετριασμός των προεκλογικών δεσμεύσεων Μερτς περί ριζικής «αλλαγής πολιτικής», στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως προέκυπτε τις τελευταίες ημέρες από τις διαρροές για το περίγραμμα της προκαταρκτικής συμφωνίας.
Ο Μερτς τήρησε σε μεγάλο βαθμό τη δέσμευσή του να αποφύγει τα φώτα της δημοσιότητας όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό άφησε ένα κενό που έσπευσε να καλύψει η AfD, η οποία και καταφέρεται μονίμως εναντίον των κομμάτων του κατεστημένου ως ανίκανων να αντιμετωπίσουν τα βαθιά ριζωμένα διαρθρωτικά προβλήματα της Γερμανίας.
Ο εν αναμονή καγκελάριος επικρίθηκε ότι προκειμένου να λάβει την υποστήριξη του SPD απομακρύνθηκε από τη σκληρή γραμμή για το μεταναστευτικό και ένα πολύ αυστηρότερο καθεστώς για τα σύνορα που υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για επιθέσεις και εργαλειοποίηση από την εθνολαϊκιστική AfD. Πολύ περισσότερο, το «whatever it takes» του Μερτς για τη γερμανική Άμυνα μέσω της συμφωνίας-ορόσημο με το SPD και τους Πράσινους ώστε να υπερκεραστεί το «φρένο χρέους» ήταν μία ιστορική καμπή στη δημοσιονομική πολιτική που «γιορτάστηκε» στην Ευρώπη, αλλά δυσαρέστησε την οικονομικά συντηρητική βάση των Χριστιανοδημοκρατών που του χρέωσε ότι απομακρύνεται από τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Υπάρχει όμως και ένα πιο βαθύ αίτιο πίσω από την άνοδο της AfD. «Η συνολική διάθεση των Γερμανών ψηφοφόρων έχει επιδεινωθεί πολύ», όπως δηλώνει στο Euractiv ο Uwe Jun, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Τριρ, δείχνοντας στους «διάχυτους φόβους για το μέλλον» εν μέσω πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων και μιας διαρκούς οικονομικής ύφεσης. «Όταν οι άνθρωποι ανησυχούν και είναι απογοητευμένοι, τείνουν να εκφράζουν πιο ριζοσπαστικές θέσεις και νοοτροπίες διαμαρτυρίας -και αυτό ακριβώς πρεσβεύει η AfD», αναφέρει ο ίδιος. Δημοσκόπηση της Deutschlandtrend που είχε δημοσιευτεί λίγο πριν από τις εκλογές του Φεβρουαρίου έδειχνε ότι το 83% των ερωτηθέντων ανησυχούσε για την κατάσταση στη Γερμανία, με ανάλογο βαθμό απαισιοδοξίας να μην έχει καταγραφεί εδώ και 20 και πλέον χρόνια.
Τα ποσοστά αποδοχής του Φρίντριχ Μερτς έχουν πέσει κατακόρυφα μετά την εκλογική νίκη των Χριστιανοδημοκρατών και εξέρχεται πολύ πιο αδύναμος μέσα από τη διαπραγμάτευση με το SPD. Σχεδόν τα δύο τρίτα -ποσοστό 60%- λένε ότι ο Μερτς είναι ακατάλληλος για καγκελάριος, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Forsa που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα. Στην τελευταία μέτρηση του ινστιτούτου Ipsos, η AfD κέρδισε τρεις ποσοστιαίες μονάδες από τον Μάρτιο και το συντηρητικό μπλοκ υποχώρησε κατά πέντε μονάδες. Σταθεροί στο 15% έμειναν οι Σοσιαλδημοκράτες. CDU/CSU εμφανίζουν τα χειρότερα ποσοστά εδώ και μία τριετία, πτώση που το Ipsos αποδίδει σε απώλεια εμπιστοσύνης μετά τη στροφή στη δημοσιονομική πολιτική.
Η AfD την ίδια στιγμή εμφανίζεται διχασμένη μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να μετριάσουν την εικόνα του κόμματος και εκείνων που ασπάζονται αναφανδόν τις πλέον ακραίες θέσεις του. Η επικεφαλής του κόμματος Άλις Βάιντελ ευθυγραμμίζεται με τις ευρύτερες τάσεις που παρατηρούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου τα ακροδεξιά κόμματα επιδιώκουν όλο και περισσότερο να εξομαλύνουν την παρουσία τους στην κυρίαρχη πολιτική. Έχει από τώρα στραμμένο το βλέμμα της στο 2029 με τη φιλοδοξία ότι έως τότε θα έχει μετασχηματιστεί τόσο ριζικά το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας που θα διαρραγεί το τείχος ασφαλείας και η AfD θα είναι «νομιμοποιημένη» να σχηματίζει ή να συμμετέχει σε συνασπισμούς με άλλα δεξιά κόμματα.
Μπροστά στις τρέχουσες προκλήσεις, δυσκολεύεται η ηγέτις της γερμανικής Άκρας Δεξιάς να ισορροπήσει μεταξύ καταδίκης των δασμών και διατήρησης της εύνοιας της πλευράς Τραμπ. Η Άλις Βάιντελ έχει δηλώσει ότι οι δασμοί «αποτελούν θεμελιωδώς δηλητήριο για το ελεύθερο εμπόριο», αποφεύγοντας ωστόσο προσωπικές αναφορές στον Ντόναλντ Τραμπ δεδομένης της ώθησης που έλαβε προεκλογικά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού διά των παρεμβάσεων του Ίλον Μασκ και του ίδιου του αντιπροέδρου της «νέας» αυτής Αμερικής, Τζέι Ντι Βανς.
Ο εν αναμονή καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς ερωτηθείς χθες κατά τη συνέντευξη Τύπου για το μήνυμα που θέλει να στείλει στον Ντόναλντ Τραμπ, απάντησε: «Η Γερμανία έχει επανέλθει στην πορεία της, θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στην άμυνα και είναι διατεθειμένη να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της. Και δεν είναι μόνο η Γερμανία, αλλά η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Γερμανία θα είναι και πάλι ένας ισχυρός εταίρος εντός ΕΕ και μαζί θα οδηγήσουμε την Ευρώπη προς τα εμπρός».