Του Νίκου Μελέτη
Το εκβιαστικό χαρτί της εγκατάλειψης της Δύσης και της αναζήτησης του «δικού της δρόμου» για την Τουρκία παίζει ο Ταγίπ Ερντογάν σε ένα παιγνίδι που δεν είναι πλέον απλώς παιγνίδι εντυπώσεων αλλά οδηγεί στον πυρήνα του «τουρκικού προβλήματος» και του προσανατολισμού της «νέας Τουρκίας» που οραματίζεται και χτίζει ο Ταγίπ Ερντογάν.
Με θρυαλλίδα την υπόθεση της κράτησης του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, την απόρριψη των τουρκικών αιτημάτων για έκδοση του Φ. Γκιουλέν αλλά και την φυλάκιση του τραπεζίτη της Halkbank (που φημολογείται ότι ξέπλυνε δισεκατομμύρια δολάρια του Ιράν, εν γνώσει του Ερντογάν), οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται, λόγω και της ιδιοσυγκρασίας των ηγετών των δυο χωρών, σε μια από τις πιο δύσκολες και απρόβλεπτες στην εξέλιξή τους φάση.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος δεν κρύβει πλέον την προτίμησή του για άριστες σχέσεις με την Μόσχα και την Τεχεράνη, απέρριψε τις ευθείες απειλές του προέδρου Τραμπ και του αντιπροέδρου Πενς για επιβολή κυρώσεων, και απείλησε ότι οι ΗΠΑ θα χάσουν ένα καλό σύμμαχο.
Την ίδια στιγμή όπως έγινε γνωστό ο κ. Ερντογάν προβάλλει ως απειλή, ότι θα εγκαταλείψει την Δύση και θα στραφεί στους BRICS. Κατά τη συμμετοχή του στη Σύνοδο Κορυφής που έγινε στη Νότια Αφρική και είχε προσκληθεί από τον πρόεδρο Πούτιν, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι ζήτησε από τους ηγέτες να κάνουν δεκτή και την Τουρκία και μάλιστα προανήγγειλε το νέο όνομα: BRICS T (Brazil, Russia, India, China, S.Africa και Turkey).
Είναι προφανές ότι μια χώρα μέλος των BRICS δεν μπορεί να είναι μέλος η συνδεδεμένη χώρα με Τελωνειακή Ένωση με την Ε.Ε. και σαφώς απομακρύνεται από την Ατλαντική Συμμαχία. Βεβαίως οι προθέσεις του κ. Ερντογάν δεν είναι μόνο «ιδεολογικές» . Ελπίζει ότι η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία, θα προσφέρουν στη χώρα του τα κεφάλαια που έχει απολύτως ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές κυρίως, καθώς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων στο οποίο είχε επενδύσει για να επιτύχει την οικονομική ανάκαμψη έχει ανάγκη ξένων επενδύσεων, τις οποίες δεν είναι εύκολο να εξασφαλίσει από την Δύση.
Αυτές οι κινήσεις όμως και η εικόνα την οποία παρουσιάζει, με όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τον Β. Πούτιν, μεγαλώνουν στην Ουάσιγκτον την καχυποψία προς το πρόσωπο του. Ειδικά σε ότι αφορά τις Επιτροπές Εξωτερικών του Κογκρέσου και της Γερουσίας φαίνεται ότι έχει συμβάλει αποφασιστικά και η δραστηριοποίηση της ελληνικής ομογενειακής οργάνωσης HALC, με παρεμβάσεις σε γερουσιαστές και βουλευτές αλλά και με δημοσιεύσεις σε μεγάλης κυκλοφορίας αμερικανικά ΜΜΕ.
Ο ίδιος ο Ερντογάν δήλωσε ότι η κυβέρνηση του δεν θα οπισθοχωρήσει και επιθυμεί να «τραβήξει τον δικό της δρόμο» εάν οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις είπε ο Τούρκος πρόεδρος προσθέτοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι εάν δεν αλλάξουν στάση, θα χάσουν έναν ισχυρό και ειλικρινά σύμμαχο, όπως η Τουρκία».
Ήταν η πρώτη αντίδραση του Ερντογάν, ο οποίος πραγματοποιεί περιοδεία στην Αφρική, καθώς τις προηγούμενες δυο ημέρες ο ΥΠΕΞ Μ. Τσαβούσογλου και ο στενός συνεργάτης του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν είχαν απορρίψει τις αμερικανικές απειλές, αν και ο κ. Καλίν σε άρθρο του στην Sabah είχε αφήσει παράθυρο ανοικτό για συνεννόηση με την Ουάσιγκτον.
Πάντως ο Αμερικανός αντιπρόεδρος μερικές ώρες μετά τις δηλώσεις αυτές του κ. Ερντογάν επανέφερε τις αμερικάνικες απειλές τονίζοντας σε συνέντευξή του στην εκπομπή του FOX “Sunday Morning Futures” ότι «η απόφαση για κατ'' οίκον περιορισμό του Μπράνσον δεν είναι αρκετή, και οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να επιβάλλουν κυρώσεις στην Τουρκία μέχρις ότου να αφεθεί ελεύθερος ο Αμερικανός πάστορας».
Ο Ερντογάν ο οποίος έκανε λόγο για ψυχολογική επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας, θέλησε να διαψεύσει την συμφωνία για ανταλλαγή του Μπράνσον με την Τουρκάλα ακτιβίστρια υποστηρίκτρια της Χαμάς, την οποία επέστρεψαν στην Τουρκία οι Ισραηλινοί μετά από παρέμβαση του Λευκού Οίκου, αλλά είναι γνωστό ότι είχε ζητηθεί από την Τουρκία η ανταλλαγή του πάστορα με τον Φ. Γκιουλέν, κάτι που φυσικά δεν έγινε και δεν μπορεί να γίνει. Η τουρκική πλευρά πάντως φαίνεται να διαπραγματεύονταν στο παρασκήνιο την ανταλλαγή του Μπράνσον με τον Τούρκο τραπεζίτη Μεχμέτ Χακάν Αττίλα, συμφωνία που ναυάγησε μετά την συντονισμένη εκτόξευση απειλών για κυρώσεις από τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο των ΗΠΑ.
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι αρκετά άρθρα φιλοκυβερνητικών εφημερίδων φροντίζουν να υπενθυμίζουν ότι όταν επιβλήθηκε εμπάργκο πώλησης όπλων στην Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Άγκυρα έκλεισε αμερικανικές βάσεις στο έδαφός της, σε ένα μήνυμα που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να κλείσει το Ιντσιρλικ για τις αμερικανικές δυνάμεις και να υπάρξουν περιορισμοί στην χρήση του ακόμη και για τις Νατοϊκές ανάγκες, κάτι που θα προκαλούσε σοβαρές παρενέργειες ακόμη και στην ίδια την ιδιότητα της Τουρκίας ως κράτους μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ludovic Marin, Pool via AP