Μπορεί ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουανγκ Γι να μίλησε, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης για την ασφάλεια που έγινε στο Μόναχο, για σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών και να μην εξαίρεσε την Ουκρανία, η χθεσινή όμως δήλωση της εκπροσώπου του υπουργείου Χούα Τσουνγινκ δείχνει ότι η χώρα της κινείται με το βλέμμα στα δικά της προβλήματα και κυρίως αυτό της Ταϊβάν, αφού χαρακτήρισε τον όρο «εισβολή» ως μεροληπτικό. Οι σχέσεις Κίνας - Ρωσίας είναι στενές και οι ΗΠΑ δεν έχουν κρύψει ότι το σοβαρότερο ζήτημα που τους απασχολεί βρίσκεται πέραν της Ρωσικής επικράτειας.
H στάση της Κίνας προβληματίζει τις δυτικές δυνάμεις. ΗΠΑ, Ευρώπη και ΝΑΤΟ γνωρίζουν πως η ταύτιση θέσεων αλλά και βλέψεων μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, όπως αποτυπώθηκαν στην κοινή σινορωσική δήλωση της 4ης Φεβρουαρίου (κατά την επίσκεψη Πούτιν στο Πεκίνο στο πλαίσιο της έναρξης των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων) είναι σημαντική αν και δεν είναι πλήρης, κάτι που θεωρείται φυσιολογικό για δύο μεγάλες χώρες.
Το Πεκίνο επιδιώκει την όσο το δυνατό μεγαλύτερη σύσφιξη σχέσεων με τη Μόσχα. Δεν επιθυμεί όμως να χάσει και την αγορά της Ευρώπης. Ούτε και να βρεθεί στη μέση του οικονομικού πολέμου που ξεκινά μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Εξυπηρετείται από την κατάσταση που δημιουργείται σήμερα για πολλούς λόγους και αποφεύγει να αποσαφηνίσει τη θέση της. Να κινηθεί όπως κινήθηκαν για παράδειγμα Βενεζουέλα και Κούβα, αναγνωρίζοντας τις αποσχιθείσες περιοχές συντασσόμενη με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Στηρίζει τη Ρωσία καταγγέλλει τη Δύση για «προκλήσεις» στην περιοχή πέριξ των Ρωσικών συνόρων, χαρακτηρίζει την εισβολή ως στρατιωτική επιχείρηση και σταματά εκεί αναμένοντας τις εξελίξεις.
Ουσιαστικά η Κίνα στην παρούσα φάση δείχνει να παρατηρεί τη στάση της Δύσης. Τα όσα θα γίνουν στην Ουκρανία αποτελούν για το Πεκίνο το κλειδί των περαιτέρω κινήσεων αναφορικά με ζητήματα που την απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια όπως αυτό της Ταϊβάν. Μια περιοχή την οποία θεωρεί κινεζικό έδαφος με την πολιτική της ηγεσίας να δηλώνει πως κάποια στιγμή μέχρι το 2030 θα προσαρτηθεί στη Λαϊκή Δημοκρατίας της Κίνας.
Αν η αδυναμία της Δύσης να κινηθεί ενωμένη απέναντι στον αναθεωρητισμό του Πούτιν και οι ΗΠΑ δείξουν υποχωρητικότητα τότε το Πεκίνο ενδεχομένως να αυξήσει την πίεση προς την Ταϊβάν, που ειδικά τον τελευταίο χρόνο έχει φτάσει σε οριακές καταστάσεις με υπερπτήσεις και λοιπές παραβιάσεις αλλά και με απειλές στρατιωτικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της «επανένωσης» που επιδιώκεται.
Οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν από τις κυρώσεις στη Ρωσία θα δώσουν στην Κίνα και την εικόνα για το τι ακριβώς την εξυπηρετεί, δεδομένου ότι οι οικονομικοί δείκτες της μέχρι πρόσφατα ακμάζουσας οικονομίας δεν δείχνουν να πηγαίνουν τόσο καλά και σίγουρα δεν προδικάζουν το τι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια.
Οι εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα είναι σημαντικές. Δεύτερος εισαγωγέας ρωσικού πετρελαίου παγκοσμίως η Κίνα αναζητεί όλο και περισσότερο πηγές για εισαγωγή ενέργειας. Παράλληλα όμως διατηρεί πρωτοκαθεδρία σε εξαγωγές. Όμως και η Ευρώπη παραμένει μια περιοχή στην οποία η Κίνα επιχειρεί διακαώς να αποτελέσει το σημείο της κυριαρχίας της οικονομικά αναζητώντας γέφυρες που θα οδηγήσουν κατευθείαν στην πηγή των οικονομικών των χωρών της.
Την ίδια στιγμή δεν παύει η Κίνα όπως και η Ρωσία να αποτελεί μια χώρα ζυμωμένη σε νοοτροπίες καθεστωτικές που ο κομμουνισμός επέβαλε έχοντας τον αναθεωρητισμό ως βασική αρχή. Στο πλαίσιο αυτό η περίπτωση της Ταϊβάν αποτελεί έναν παράγοντα σημαντικό ως προς την ανάδειξη των δυνατοτήτων να παρεμβαίνει στην αναμόρφωση του γεωπολιτικού σκηνικού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις τον προηγούμενο μήνα ο πρέσβης της Κίνας στην Ουάσιγκτον, εν μέσω μάλιστα της κρίσης Δύσης Κρεμλίνου με αφορμή την Ουκρανία, είχε προειδοποιήσει ανοιχτά τις ΗΠΑ μιλώντας στη δημόσια ραδιοφωνία NPR (National Public Radio), ότι «το ζήτημα της Ταϊβάν είναι το μεγαλύτερο 'κουβάρι' στις σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών»προσθέτοντας πως «Εάν οι αρχές της Ταϊβάν, ενθαρρυμένες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεχίσουν να ακολουθούν τον δρόμο της ανεξαρτησίας, πιθανότατα εμπλέξουν την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις δύο μεγάλες χώρες, σε στρατιωτική σύρραξη».
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους αποφεύγουν να δώσουν λαβή. Κινούνται όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας με αναφορές περί συνδρομής προς την Ταϊβάν προκειμένου να διατηρήσει μια επαρκή ικανότητα αυτοάμυνας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο αντίστασης εφόσον υπήρξε οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση από τρίτη χώρα (φωτογραφίζοντας μεν την Κίνα, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο το πως θα αντιδράσουν).
Το Πεκίνο γνωρίζει πως από τις ΗΠΑ αντιμετωπίζεται ως ο κύριος αντίπαλός της. Και έχοντας αποτύχει να δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις με τη Μόσχα έστρεψε την προσοχή τους στην Ευρώπη όπου όμως πλέον εμφανίζονται αδύναμη. Όπως άλλωστε και οι ευρωπαίοι ηγέτες που για μια ακόμη φορά αδυνατούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή σκληρή στάση.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που στρέφουν ήδη το βλέμμα τους προς την Κίνα ως το επόμενο πεδίο μιας διεθνούς γεωπολιτικής αναστάτωσης παρά το γεγονός πως ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τη θεωρεί βασικό αντίπαλο, εν τούτοις έχει δηλώσει κατ' επανάληψη πως θα τηρήσει τη συμφωνία που προβλέπει πως οι ΗΠΑ δεν θα αναγνωρίσουν την Ταϊβάν με την οποία διατηρούν στενές σχέσεις όχι όμως επίσημες διπλωματικές.
Η Κίνα από την πλευρά της θεωρεί εσωτερικό ζήτημα την περίπτωση της Ταϊβάν όπως και αυτή του Χονγκ Κονγκ και δεν αποδέχεται εξωτερικές παρεμβάσεις και κριτικές για τη στάση της.
Το 2021 σημαδεύτηκε θα έλεγε κανείς από την ενίσχυση των πιέσεων με μορφή ανάλογη με αυτή που κινείται η Μόσχα στην περιοχή της Ουκρανίας από το 2014 (μετά την προσάρτηση δηλαδή της Κριμαίας και την αυτονόμηση περιοχών στον Ντονμπάς).
Σε κάθε περίπτωση ο «νέος κόσμος» που ξεκίνησε χθες και η τάση απολυταρχικών καθεστώτων για αναδιαμόρφωση των συνόρων σε διεθνές επίπεδό προκαλεί αναστάτωση και φόβους για εξελίξεις δυσμενείς που θα πλήξουν εκ νέου την παγκόσμια οικονομία δίνοντας την αίσθηση μιας προσπάθειας ανακατανομής και αναδιανομής όχι μόνο εδαφών αλλά και του πλούτου.