Η ραγδαία μεταβαλλόμενη γεωπολιτική πραγματικότητα υπό το φως του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και η νέα γραμμή αντιπαράταξης μεταξύ Ανατολής και Δύσης οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να στρέψει πλέον το βλέμμα πιο έντονα προς την Κεντρική Ασία, ζώνη που παραδοσιακά κρατούσε σε απόσταση, προς ενίσχυση της πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους, καθώς και της επιρροής της έναντι Ρωσίας και Κίνας.
O διττός ρόλος της περιοχής της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν) ως πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας και οδός διέλευσης για το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης έχει προσλάβει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την Ευρώπη, η οποία κινείται πάνω στο τρίπτυχο συνδεσιμότητα-ασφάλεια-γεωπολιτική.
Το νέο, υπό διαμόρφωση, γεωπολιτικό περιβάλλον μπορεί να λειτουργήσει ως «δίαυλος» για μεγαλύτερο πολιτικό ρόλο της ΕΕ στην Κεντρική Ασία, διαβλέπει η δεξαμενή σκέψης Carnegie Endowment for International Peace-Carnegie Europe. Όμως για να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή, το ευρωπαϊκό μπλοκ θα πρέπει να παρουσιάσει μία θετική εναλλακτική απέναντι σε δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία -από τις επενδύσεις έως το εμπόριο, αλλά και την περιφερειακή ασφάλεια-, σημειώνει το εδρεύων στις ΗΠΑ κορυφαίο think-tank, «ακτινογραφώντας» το περίπλοκο ευρωπαϊκό «στοίχημα» σε μία πλούσια σε υδρογονάνθρακες ζώνη όπου κυριαρχούν απολυταρχικά καθεστώτα, με μερική εξαίρεση το Κιργιστάν.
Στην περιοχή καταγράφεται μεν μία φθίνουσα επιρροή της Μόσχας, ωστόσο παραμένει σημαντικός παράγοντας στο πεδίο της ασφάλειας και της οικονομίας. Οι ηγέτες της Κεντρικής Ασίας προσεγγίζουν την κατάσταση ρεαλιστικά και όχι ιδεολογικά και όλες οι χώρες εκτός από το Τουρκμενιστάν βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα στη λίστα του Economist με τους «φίλους του Πούτιν». Η εξάρτηση από την αποστολή εμβασμάτων από εργαζόμενους στη Ρωσία «κρύβει» μέρος της εξήγησης: Τα εμβάσματα αποτελούν το 32,1% του ΑΕΠ του Τατζικιστάν και το 31,3% του Κιργιστάν. Στο Ουζμπεκιστάν, την πολυπληθέστερη χώρα της περιοχής, τα εμβάσματα από τη Ρωσία αγγίζουν σήμερα το ύψος των 14,5 δισ. δολαρίων (18%) του ΑΕΠ.
Συνολικά, οι κεντρασιατικές χώρες μπορεί να επωφεληθούν από μια οικονομικά εξασθενημένη Ρωσία που καταναλώνει τα αγαθά τους, και προσλαμβάνει εργατικό δυναμικό, αλλά δεν θα ωφεληθούν από μια ηττημένη Ρωσία που καταρρέει. Πέρυσι, ο όγκος του εμπορίου της Κεντρικής Ασίας με τη Ρωσία αυξήθηκε, καθώς η Μόσχα αναζήτησε «υποκατάστατα» για τις δυτικές εισαγωγές. Παράλληλα, η νέα τριμερής «ένωση φυσικού αερίου» της Ρωσίας με το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν προβλέπεται να παραδώσει ρωσικό αέριο στις δύο εγχώριες αγορές της Κεντρικής Ασίας το 2023. Οι Ρώσοι επενδυτές ενδιαφέρονται για τον ενεργειακό τομέα του Ουζμπεκιστάν και ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom συνεργάζεται ήδη με τον παραγωγό υδρογονανθράκων Uzbekneftegaz .
Άλλες περιφερειακές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, της Τουρκίας, της Ινδίας και του Ιράν, συναγωνίζονται για επιρροή. Το Πεκίνο επικεντρώνεται στην οικονομία και χτίζει ενεργά πολιτικούς δεσμούς. Το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν ήταν οι πρώτες χώρες που επισκέφτηκε ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, το 2022 μετά την χαλάρωση των περιορισμών που συνόδευσαν την πανδημία της Covid-19. Η Κίνα σύναψε εμπορική και επενδυτική συμφωνία 15 δισ. δολαρίων με το Ουζμπεκιστάν, καθώς και συμφωνία εκμετάλλευσης πετρελαίου με το γειτονικό Αφγανιστάν.
Η Τουρκία από πλευράς της εστιάζει στη συνεργασία στους τομείς οικονομίας και ασφάλειας. Το Μάιο του 2022, ο πρόεδρος του Καζακστάν, Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγιεφ, υπέγραψε στην Τουρκία 15 διμερείς συμφωνίες στο πλαίσιο διμερούς στρατηγικής εταιρικής σχέσης, ενώ τα drone της Τουρκίας έχουν αποδειχθεί δημοφιλή: Κιργιστάν και Τουρκμενιστάν έχουν αγοράσει το Bayraktar TB2, και το Ουζμπεκιστάν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον. Οι αντιρρήσεις των Κιργίζιων εμπόδισαν την πώληση drone στο Τατζικιστάν, το οποίο στη συνέχεια στράφηκε στο Ιράν. Ο κίνδυνος είναι τα αυξανόμενα οπλοστάσια με drones σε Κιργιστάν και Τατζικιστάν να επιδεινώσουν τις διασυνοριακές εντάσεις.
Η Ινδία περιλαμβάνει την Κεντρική Ασία στην πολιτική γειτονίας της, αλλά η δέσμευσή της εστιάζεται κυρίως στην αφγανική-πακιστανική οπτική. Η καταπολέμηση του βίαιου εξτρεμισμού ήταν εδώ και καιρό, και παραμένει, το επίκεντρο των σχέσεων Ινδίας-Κεντρικής Ασίας. Το Ιράν διεκδικεί ενεργό ρόλο στην Κεντρική Ασία, έχοντας εξομαλύνει τις σχέσεις με το Τατζικιστάν, και εξασφαλίζοντας οικονομικές συμφωνίες με άλλες χώρες της περιοχής με την επιδίωξη να επωφεληθεί από περιφερειακά έργα υποδομής.
Ενέργεια, συνδεσιμότητα και ασφάλεια
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κύριες εισαγωγές από την περιοχή είναι ενέργεια και πρώτες ύλες: Πετρέλαιο από το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν και χρυσός από το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν. Στην προσπάθεια απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, το φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν μπορεί να κάνει τη διαφορά για την Ευρώπη, καθώς είναι η έκτη χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου παγκοσμίως και ο όγδοος μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου το 2021, με τις Βρυξέλλες και το Ασγκαμπάτ να διαπραγματεύονται επί χρόνια μία σχετική συμφωνία.
Η Κεντρική Ασία γίνεται όλο και πιο ευημερούσα· όχι μόνο ανέκαμψε από την πανδημία, αλλά «βλέπει» ανάπτυξη -αν και έχει δεχθεί τον αντίκτυπο των διεθνών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη παραμένει η διεθνής απομόνωση, καθώς ελάχιστες πτήσεις την συνδέουν με τη Δύση. Εξ ου και η αναφορά των ευρωπαϊκών θεσμών ότι «η συνδεσιμότητα θα είναι η λέξη-κλειδί για το μέλλον», η οποία και εκφράζει την πρωτοβουλία Global Gateway προς ενίσχυση των δεσμών στον ψηφιακό χώρο, την ενέργεια και τις μεταφορές με ζητούμενο τη διάθεση ποσού ύψους 322 εκατ. ευρώ σε επενδύσεις.
Η πραγματικότητα είναι όμως πιο περίπλοκη, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ελάχιστη πρόοδο που έχει σημειωθεί στο σχέδιο για το διάδρομο μεταφορών Ευρώπη-Καύκασος-Ασία. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της εμπορευματικής κίνησης Ανατολής-Δύσης εξακολουθεί να διέρχεται από τον Βόρειο Διάδρομο μέσω Ρωσίας -κάτι το οποίο η ΕΕ θέλει να αποφύγει- ή το Νότιο Διάδρομο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Η προσοχή έχει επικεντρωθεί στο φιλόδοξο έργο για τον αποκαλούμενο Μεσαίο Διάδρομο ή «Υπερ-Κασπία Διεθνής Διαδρομή Μεταφορών» για τη σύνδεση Κίνας με την Ευρώπη μέσω της Κεντρικής Ασίας και της Κασπίας, με παράκαμψη της Ρωσίας, όμως πρόκειται για ένα σχέδιο δαιδαλώδες τόσο σε οικονομικούς, όσο και πολιτικούς όρους.
Στην ανάλυση που υπογράφει η ανώτερη συνεργάτις του Carnegie Europe και επισκέπτρια καθηγήτρια στο King's College του Λονδίνου, Άννα Ματβίβα, επισημαίνει ότι πολλά εξαρτώνται από το πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, πώς θα τελειώσει και ποιο θα είναι μετέπειτα το περίβλημα των σχέσεων Ρωσίας-Δύσης. Σημειώνει, ωστόσο, ότι μία πολιτική υποδομών πρέπει να είναι μακροπρόθεσμη, εξηγώντας ότι η επιτακτική ανάγκη αποκλεισμού της Ρωσίας μπορεί να αλλάξει, ενώ ο Βόρειος Διάδρομος θα παραμείνει μία οικονομικά αποδοτική λύση. Μελλοντικά, η διαφοροποίηση των διαδρόμων διαμετακόμισης αγαθών θα βοηθήσει την Κεντρική Ασία να αποκρούσει την απομόνωση, να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της δύναμη και να ενισχύσει τους δεσμούς της με την ΕΕ, αλλά ο Μεσαίος Διάδρομος θα πρέπει καλύτερα να εκληφθεί ως συμπλήρωμα και όχι ως υποκατάστατο των σημερινών διαδρομών, κατά την ίδια.
Εάν η ΕΕ στοχεύει να ενισχύσει περαιτέρω την επιρροή της στην περιοχή, πρέπει να ασχοληθεί περισσότερο με την αντιμετώπιση των απειλών για την ασφάλεια -και το επίκαιρο ζήτημα είναι ο «γείτονας» της Κεντρικής Ασίας, Αφγανιστάν. Όσο απεχθής και αν είναι η συμπεριφορά των Ταλιμπάν, κατά το Carnegie Europe η ΕΕ πρέπει να συμβάλει στην οικονομική σταθεροποίηση του Αφγανιστάν και να συνεργαστεί με τους εταίρους της στην περιοχή για την αντιμετώπιση των ανησυχιών τους για την ασφάλεια των συνόρων.
Στο πεδίο της ασφάλειας, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) δεν «αποδίδει» πλέον ως «όχημα» διαλόγου μεταξύ Ανατολής-Δύσης, ενώ και ο Οργανισμός της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) αδυνατεί να αποτρέψει διασυνοριακές εντάσεις, αν και δεν μπορεί να θεωρείται «νεκρός». Μία βιώσιμη εναλλακτική λύση για μεσολάβηση αντί της Ρωσίας δεν υφίσταται. Διαθέτοντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε τρεις χώρες της Κεντρικής Ασίας και ελέγχοντας πάνω από τα δύο τρίτα των εισαγωγών όπλων στην περιοχή, η Ρωσία παραμένει σημαντικός παράγοντας. Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, υπό την ηγεσία της Κίνας, επικεντρώνεται περισσότερο στη οικοδόμηση μακροπρόθεσμων σχέσεων ασφάλειας παρά στη δράση.
Κωδικοποιώντας το δίλημμα ενώπιον του οποίου βρέθηκε η ΕΕ μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, το Carnegie Europe αναφέρει ότι η μία επιλογή ήταν μεταξύ του να αδράξει το «παράθυρο» ευκαιρίας προς επέκταση της γεωπολιτικής επιρροής της συνεχίζοντας να οικοδομεί δεσμούς με κράτη που δεν καταδίκασαν την εισβολή και σε κάποιο βαθμό βοήθησαν τη Μόσχα να παρακάμπτει τις κυρώσεις ή να επιβάλλει στις χώρες αυτές κάποιο «τίμημα». Η απάντηση έχει ήδη δοθεί, με την ΕΕ να αποφασίζει να εμβαθύνει την εμπλοκή της στην περιοχή. Και αυτή η δέσμευση, θα μπορούσε να λειτουργήσει, κατά την ανάλυση της δεξαμενής σκέψης, αν και οι δύο πλευρές αναγνωρίσουν τους περιορισμούς της συνεργασίας. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας δεν θα διακόψουν τους δεσμούς με τη Ρωσία, ακόμη κι αν επιδιώξουν να τους επαναπροσδιορίσουν, και η ΕΕ δεν θα σταματήσει να υπενθυμίζει στα κράτη της περιοχής τη δημοκρατική της ατζέντα.