Της Κατερίνας Οικονομάκου
Η Μαρία ντε λα Λουζ Λόπεζ Καστρουίτα, η Λούσι όπως τη φωνάζουν, ελπίζει ακόμη ότι θα βρει την κόρη της. Ξέρει ότι δεν θα τη βρει ζωντανή. Αλλά αυτό δεν τη σταματά. Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από την ημέρα που άρχισε να την αναζητεί. Μόνη της, χωρίς καμιά βοήθεια από τις Αρχές, ακριβώς όπως κάνουν αμέτρητες οικογένειες αγνοουμένων στο Μεξικό. Τον πρώτο καιρό, το 2008, η Λούσι ντυνόταν σαν αγρότισσα, για να περνάει απαρατήρητη στις περιοχές όπου πήγαινε. Καπέλο, ένα μαντίλι, ένα ξύλο στο χέρι και ένα παγούρι νερό, αυτή ήταν η στοιχειώδης μεταμφίεσή της, που διευκόλυνε και την επικοινωνία με τους ντόπιους βοσκούς. Όταν κατάφερε να τους κάνει να την εμπιστευθούν, άρχισαν να της υποδεικνύουν εκείνα τα σημεία στα οποία είχαν δει πεταμένα ρούχα και παπούτσια, καμένα αντικείμενα και ανθρώπινα υπολείμματα. Ένας βοσκός τής είπε ότι είχε δει 80 με 90 μεταλλικά βαρέλια, μέσα στα οποία είχαν βάλει τους αιχμαλώτους που έκαψαν. «Κάθε μέρα περνούσαν από εδώ φορτηγά, φορτωμένα με ανθρώπους, σωριασμένους ο ένας επάνω στον άλλο, σαν ζώα, με τα χέρια δεμένα πισώπλατα» της είπε.
Το Μεξικό είναι η πατρίδα των αγνοουμένων. Σε μια χώρα όπου το οργανωμένο έγκλημα έχει μακρά παράδοση, εδώ και δεκατρία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη κάτι που ισοδυναμεί με αληθινή μαζική σφαγή. Η βία οδηγήθηκε σε κορύφωση το 2006. Ήταν τότε που η κυβέρνηση του Φελίπε Καλντερόν κήρυξε τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με τη συνεργασία και την οικονομική ενίσχυση των ΗΠΑ. Το ανθρώπινο κόστος του πολέμου υπολογίζεται σε τουλάχιστον 235.000 νεκρούς και πάνω από 37.000 αγνοούμενους. Ο πόλεμος μετράει μόνο ηττημένους. Η πλήρης στρατιωτικοποίηση του αγώνα κατά των καρτέλ δεν πέτυχε κανένα χτύπημα στην παραγωγή και το εμπόριο των ναρκωτικών. Αναλαμβάνοντας τον περασμένο Δεκέμβριο τα καθήκοντά του, ο νέος πρόεδρος Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ δήλωσε ότι θα αλλάξει στρατηγική. Πριν από έναν μήνα παρουσίασε το νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που προτείνει την πλήρη αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Η ανακοίνωση του νέου προέδρου συνέπεσε χρονικά με τη δημοσιοποίηση της πολύμηνης έρευνας μιας ομάδας Μεξικανών δημοσιογράφων, οι οποίοι επισκέφθηκαν και κατέγραψαν περί τους 2.000 μαζικούς τάφους, διάσπαρτους στη χώρα. Το νούμερο ξεπερνάει κατά πολύ τον επίσημο αριθμό που δίνει η κυβέρνηση. Πρόκειται για τάφους που ανακαλύφθηκαν από το 2006, με το ξεκίνημα του «πολέμου κατά των ναρκωτικών», έως το 2016. Για την ακρίβεια, σε 24 πολιτείες του Μεξικού, μέσα σε 1.978 παράνομους τέτοιους τάφους έχουν εντοπιστεί 2.884 πτώματα, 324 κρανία, 217 οστά, 799 υπολείμματα οστών και χιλιάδες αντικείμενα, που ανήκουν σε απροσδιόριστο, ακόμη, αριθμό ανθρώπων. Η ομάδα των δημοσιογράφων διαπίστωσε ότι έχουν αναγνωριστεί μόνο 1.738 από τα θύματα, έπειτα από 200 σχετικά αιτήματα οικογενειών.
Καθώς ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών επεκτεινόταν, το φαινόμενο των μαζικών τάφων άρχισε να κλιμακώνεται. Την πρώτη χρονιά, το 2006, αποκαλύφθηκαν δύο μαζικοί τάφοι. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός αυξήθηκε εκρηκτικά. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2006, σε μια δασώδη, τουριστική περιοχή, μισή ώρα μακριά από την κοντινότερη μεγάλη πόλη, στην Πολιτεία του Μιτσοακάν, εντοπίστηκε για πρώτη φορά τάφος με περισσότερους από έναν νεκρούς. Ήταν έξι άντρες, δεμένοι πισθάγκωνα. Οι δολοφόνοι τούς είχαν κόψει τις καρωτίδες. Οι ντόπιοι ανέφεραν ότι είχαν δει ένα μεγάλο φορτηγό να περνάει και να καλύπτει το συγκεκριμένο σημείο με χώμα. Ξαφνικά, το Μεξικό βρισκόταν εμπρός σε ένα νέο είδος αγριότητας. Ο φόνος δεν ήταν αρκετός. Το θύμα έπρεπε να εξαφανιστεί.
Οι οικογένειες αναζητούν τα ίχνη
Μια νύχτα του 2010, ο Χουάν Βιβέρος και ο Ναμπόρ Μπαένα, φύλακες ενός εγκαταλειμμένου ορυχείου στην Πολιτεία του Γκερέρο, ακούνε από μακριά τον ήχο των οχημάτων που πλησιάζουν. Πριν περάσει πολλή ώρα, θα αντιληφθούν την φοβερή αποφορά του θανάτου. Μέρες αργότερα και χάρη στη δική τους μαρτυρία, η είδηση θα βρει τη θέση της στις εφημερίδες. Εκεί θα μάθουν οι δυο άντρες ότι σύμφωνα με τις Αρχές βρέθηκαν στα ορυχεία 64 πτώματα. Ομως οι οικογένειες των αγνοουμένων, που μόλις το έμαθαν έσπευσαν στο νεκροτομείο με την ελπίδα ότι θα βρουν τους δικούς τους, θα μιλούσαν αργότερα στους δημοσιογράφους για τουλάχιστον 120 νεκρούς. Η μεξικανική κοινωνία έχει συνδέσει το φαινόμενο των ομαδικών τάφων με τόπους απομακρυσμένους από αστικά κέντρα, αγροτικές περιοχές, έρημους όπως εκείνο το ορυχείο. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Μια νύχτα της άνοιξης του 2011, ένας δυνατός θόρυβος θα ξυπνήσει το ζευγάρι που είχε πρόσφατα μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι, σε μια κεντρική γειτονιά του Ντουράγκο. Οι άνθρωποι είδαν έκπληκτοι στρατιώτες να προσπαθούν να σπάσουν την αλυσίδα στην εξώπορτα. Τους ζήτησαν να μπουν στο σπίτι τους, για να σκάψουν. Λίγες ώρες αργότερα, κάτω από το τσιμέντο που κάλυπτε ένα μέρος της αυλής τους έχασκε μια τρύπα στη γη, όπου κείτονταν δώδεκα πτώματα.
Οι Μεξικανοί δημοσιογράφοι που κατέγραψαν τους 1.976 τάφους είναι σίγουροι ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Οχι μόνο επειδή από το 2016 έως σήμερα έχουν μεσολαβήσει δυόμισι χρόνια, αλλά και διότι πολλές πολιτείες αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξή τους εντός των συνόρων τους. Ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα της Μπάχα Καλιφόρνια, όπου οι Αρχές επιμένουν ότι δεν έχουν αρχείο με ομαδικούς τάφους ή τοποθεσίες όπου οι συμμορίες εξαφανίζουν με άλλες μεθόδους τα πτώματα. Είναι τα σημεία που οι άνθρωποι των καρτέλ αποκαλούν «κουζίνες». Ομως το 2009, ο μεξικανικός στρατός συνέλαβε στην Τιχουάνα (τη μεγαλύτερη πόλη της Μπάχα Καλιφόρνια) τον Σαντιάγκο Μέσα Λόπεζ, τον διαβόητο «Ελ Ποζολέρο», επειδή έριχνε σε βαρέλια με οξύ τα πτώματα αντρών από αντίπαλα καρτέλ. Ο Ελ Ποζολέρο ομολόγησε ότι είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο για να ξεφορτωθεί 300 δολοφονημένους. Από εκείνη την ημέρα, εκατοντάδες οικογένειες αγνοουμένων έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα να βρουν τα υπολείμματα των δικών τους.
Δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και Κυριακή, οι Restreadores ψάχνουν τα παιδιά τους. Είναι ομάδα από μητέρες αγνοουμένων, από την περιοχή του Λος Μότσις. Οι γυναίκες φτάνουν στο ραντεβού τους ντυμένες με τζιν παντελόνια, αθλητικά παπούτσια, μπλούζες με μακριά μανίκια, καπέλα, μαντήλια και γυαλιά ηλίου. Και φυσικά, φτυάρια. Οι Restreadores είναι «αυτές που αναζητούν τα ίχνη». Δύο φορές την εβδομάδα σκάβουν, ακολουθώντας τα ίχνη που τους υποδεικνύουν οι πηγές τους. Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες ομάδες σε ολόκληρο το Μεξικό, την πατρίδα των desaparacidos. Η Μίρνα Νερέιντα Μεδίνα ίδρυσε Restreadores πριν από πέντε χρόνια. Ο γιος της αγνοείται από τις 14 Ιουλίου 2014. Η Ιρμα Λίζμπετ Ορτέγα φοράει ένα τισέρτ με τη φωτογραφία της κόρης της, που εξαφανίστηκε πριν από δυόμισι χρόνια. Στην πλάτη είναι γραμμένο το μότο της ομάδας: «Θα σε ψάχνω μέχρι να σε βρω».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 24 Ιουνίου.
Photo by AP