Μπορεί επισήμως το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του να εξακολουθούν να απορρίπτουν την έκδοση ευρωομολόγου και την αμοιβαιοποίηση του δημόσιου χρέους, στην πράξη όμως έχουν αφήσει εν γνώσει τους ανοιχτή μία κερκόπορτα, που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή των δεδομένων σταδιακά.
Ουσιαστικά και «αθόρυβα», οι αποκαλούμενοι σκληροί του ευρωπαϊκού Βορρά έχουν δώσει το πράσινο φως για τη δημιουργία ενός «κουμπαρά» που θα έχει στόχο την προστασία των υπαρχόντων θέσεων εργασίας, τα κεφάλαια του οποίου θα προέλθουν από δανεισμό και των «27» από τις αγορές.
Το μέτωπο της εργασίας δεν επελέγη τυχαία για το «πείραμα», καθώς είναι από τα πλέον ευαίσθητα. Εξάλλου, μια από τις πιο σοβαρές απειλές από την παρούσα κρίση αφορά στην αγορά εργασίας και στην απώλεια ή απειλή απώλειας εκατομμυρίων θέσεων, καθώς η οικονομική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς έχει κυριολεκτικά «παγώσει».
Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας (ILO), η κρίση αυτή ενδέχεται να δημιοργήσει 25 εκατ. νέους ανέργους – ενώ άλλες εκτιμήσεις είναι ακόμη πιο απαισιόδοξες και κάνουν λόγο για σχεδόν διπλάσιο αριθμό. Ούτως ή άλλως, πάντως, το πρόβλημα είναι «καυτό» και απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων. Κι αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνουν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις, ειδικά των πιο ανεπτυγμένων χωρών.
Ωστόσο, οι απαντήσεις στις οποίες δείχνουν να συγκλίνουν συχνά διέπονται από διαφορετική λογική – έστω και αν σε όλες κυριαρχεί το κράτος. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, φαίνεται πως επιλέγονται δράσεις που έχουν ως κύριο στόχο τη διατήρηση των υπαρχόντων θέσεων, με την επιδότησή τους – εκτός των άλλων, και για να αποφευχθούν επικίνδυνες κοινωνικές αναταράξεις, αλλά και για να μην γίνουν επιχειρήσεις και ειδικευμένοι εργαζόμενοι έρμαια επίδοξων «εισβολέων» από το εξωτερικό.
Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, λόγω και των μεγάλων διαφορών που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την εργασία (οι απολύσεις είναι πρακτικά ελεύθερες), το μοντέλο που για την ώρα κυριαρχεί είναι η δημιουργία νέων θέσεων, κυρίως μέσω δημόσιων επενδύσεων.
ΕΕ: Μείωση ωραρίου, όχι αποδοχών
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κομισιόν ενέκρινε χθες και προτείνει προς το Συμβούλιο την υιοθέτηση ενός βραχυπρόθεσμου προγράμματος με την ονομασία SURE – που σημαίνει Στήριξη για τον περιορισμό των Κινδύνων από την Ανεργία σε περιόδους Έκτακτης Ανάγκης. Το πρόγραμμα είναι εμπνευσμένο από ανάλογα σχήματα που λειτουργούν ήδη σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, με πιο γνωστό αυτό της «Kurzarbeit» στην Γερμανία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα αποφάσισαν ομόφωνα οι Επίτροποι, όταν το σχήμα εγκριθεί και ενεργοποιηθεί, θα είναι σε θέση να διαθέσει μέχρι και 100 δισ. ευρώ προς τα κράτη-μέλη. Τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιδοτήσουν, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την αναπλήρωση της περικοπής του μισθού των εργαζομένων που θα προκύψει από τη μείωση του ωραρίου εργασίας τους, στην οποία προχωρούν οι επιχειρήσεις πολλών κλάδων.
Έτσι, για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος που αμειβόταν με 1.200 ευρώ για 40 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως πάει στα 600 για 20 ώρες, τότε μέρος της διαφοράς των 600 ευρώ θα καλυφθεί από τα κεφάλαια που θα παρέχει το SURE. Το πόσο μεγάλο θα είναι αυτό ορίζεται από κάθε κυβέρνηση – σήμερα, για παράδειγμα, το ποσοστό της αναπλήρωσης στη Γερμανία είναι 60% (67% για εργαζόμενους με παιδιά), ενώ σε κάποιες χώρες είναι αρκετά υψηλότερο, αγγίζοντας μέχρι και το 100% (Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία).
Η Κομισιόν στις αγορές
Πώς, όμως, θα προκύψουν τα 100 δισ. του SURE και υπό ποιους όρους θα χορηγούνται; Όπως σημειώνει το ίδιο το ενημερωτικό σημείωμα που εκδόθηκε μετά τη χθεσινή συνεδρίαση, «προκειμένου να χορηγήσει δάνεια προς τα κράτη-μέλη, η Κομισιόν θα δανειστεί στις αγορές».
Αν το σκεφτούμε καλά, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μιας μορφής ευρωομόλογο. Κι αυτό, διότι ο δανεισμός θα φέρει την εγγύηση και των 27 εταίρων, οι οποίοι και θα είναι υπόλογοι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησής του – εάν, δηλαδή, μια χώρα του Νότου βρεθεί σε αδυναμία να πληρώσει τις δόσεις που της αναλογούν για το δάνειο που θα έχει λάβει, τότε υπόλογοι θα είναι και όλοι οι υπόλοιποι – μαζί και η Γερμανία και η Ολλανδία, που έχουν απορρίψει την ιδέα του «ευρωομολόγου».
Πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι το σχήμα που προτείνεται προβλέπει να υπάρχει συμμετοχή στις εγγυήσεις και του κάθε κράτους-μέλους που θα επωφελείται από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Αυτή θα φτάνει, με βάση τα ως τώρα δεδομένα, στο 25% του δανείου, με το 75% να αφορά την Κομισιόν – χωρίς να αποκλείεται τελικώς να προστεθούν και κάποιοι άλλοι όροι.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι κάτι ανάλογο είχε πράξει η Κομισιόν (επικαλούμενη το Άρθρο 122 της Συνθήκης) και το 2009, στην αρχή της κρίσης χρέους, όταν αποφάσισε να διαθέσει μέχρι 60 δισ. ευρώ, βάζοντας τότε ως εγγύηση τον ίδιο τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
ΗΠΑ: Σχέδια για καινούριο New Deal
Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως προαναφέραμε, η τακτική είναι διαφορετική και παραπέμπει στα όσα συνέβησαν πριν από περίπου εννιά δεκαετίες.
Τον Μάρτιο του 1933, συγκεκριμένα, όταν ο Φρανκλίνος Ρούσβελτ αναλάμβανε την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, η χώρα ήταν βυθισμένη στη Μεγάλη Ύφεση και η κατάσταση ήταν δραματική. Περίπου 12 εκατ. άνθρωποι υπολογίζεται πως ήταν άνεργοι, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 25% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Οι άστεγοι, άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους μετά το Κραχ του 1929, υπολογίζονταν σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια, ενώ οι διαμαρτυρίες και οι ταραχές επεκτείνονταν σε όλη τη χώρα.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, ο νέος πρόεδρος προχώρησε στο περίφημο New Deal, στον πυρήνα του οποίου βρισκόταν ένα πρωτόγνωρο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, στις υποδομές και τις κατοικίες, με στόχο να βρουν δουλειά όσο περισσότεροι Αμερικανοί γινόταν και να αποκατασταθεί σταδιακά η κοινωνική ειρήνη. Κάτι ανάλογο φαίνεται πως εξετάζουν σήμερα αρκετοί βουλευτές και γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το «καμμένο τοπίο» που φαίνεται ότι θα αφήσει στην οικονομία και την αγορά εργασίας η κρίση του κορονοϊού.
Πρόκειται για ένα πρόγραμμα, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας New York Times, που θα «αντιγράφει» πολλά από τα οποία εφάρμοσε τότε ο Ρούζβελτ. Κι αυτό διότι, όπως εκτιμούν στην Ουάσινγκτον, τα δεδομένα και οι προκλήσεις της σημερινής κρίσης ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό με την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης.