Συνταγματική τροποποίηση που θα ακυρώσει την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που υποστηρίζει τις διεκδικήσεις του Ντόναλντ Τραμπ περί προεδρικής ασυλίας εντάσσεται στις προτεραιότητες του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, για επείγουσες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου που κυριαρχείται από συντηρητικούς.
Ακόμη, ο Μπάιντεν επιδιώκει τον περιορισμό της θητείας των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σήμερα είναι ισόβιοι έπειτα από τις αποφάσεις που προκάλεσαν σοκ, όπως η κατάργηση της ιστορικής απόφασης Roe vs Wade, η οποία αποτελούσε επί δεκαετίες εγγύηση του δικαιώματος στην άμβλωση σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Συν τοις άλλοις, ζητά την εφαρμογή κώδικα ηθικής έπειτα από τη σειρά των σκανδάλων που έχουν πλήξει το θεσμό.
«Η χώρα αυτή θεμελιώθηκε σε μία απλή αλλά ουσιαστική αρχή: κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Ούτε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε ένας δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Κανείς», δηλώνει ο Αμερικανός πρόεδρος σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύεται σήμερα, Δευτέρα (29/7).
«Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι φυσιολογικό και πλήττει την εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στις αποφάσεις του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των αποφάσεων που έχουν συνέπειες στις ατομικές ελευθερίες. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα ρήγμα».
Μπάιντεν και Χάρις προβλέπουν σε συνεργασία με το Κονγκρέσο
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο Τζο Μπάιντεν και η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις «προσβλέπουν στη συνεργασία με το Κονγκρέσο επί των σχεδίων αυτών». Αλλά στην πράξη δεν έχουν καμία ελπίδα ότι η μεταρρύθμιση θα εγκριθεί από το διχασμένο αμερικανικό Κονγκρέσο.
Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια απηχούν μία αυξανόμενη απογοήτευση του Τζο Μπάιντεν απέναντι σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο κυριαρχούμενο από υπερσυντηρητικούς δικαστές που διορίσθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς το ανώτατο δικαστικό όργανο της χώρας.
Ο Μπάιντεν είχε αντισταθεί μέχρι σήμερα στις εκκλήσεις για τη μεταρρύθμιση της λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αποτελείται από εννέα ισόβιους δικαστές. Αλλά ο Λευκός Οίκος δηλώνει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος επιδιώκει πλέον τον περιορισμό της θητείας των δικαστών του στα 18 χρόνια και τον διορισμό των νέων δικαστών κάθε δύο χρόνια.
«Αυτό θα περιόριζε τον κίνδυνο μία και μόνη προεδρία να επιβάλλει μία αδόκητη επιρροή στις επόμενες γενιές», αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο που έδωσε στη δημοσιότητα ο Λευκός Οίκος.
Η απόφαση για το Τραμπ
Φέτος, το Ανώτατο Δικαστήριο περιόρισε σημαντικά τις εξουσίες των ομοσπονδιακών δικαστηρίων ενώ αποφάνθηκε μερικώς, στις αρχές του Ιουλίου, υπέρ των αιτημάτων περί ασυλίας του υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ χρησιμοποίησε την απόφαση αυτή για να αμφισβητήσει, μεταξύ άλλων, την πρόσφατη καταδίκη του στην υπόθεση της εξαγοράς της σιωπής μίας ηθοποιού.
Ο Τζο Μπάιντεν επιδιώκει επίσης την υιοθέτηση ενός «δεσμευτικού και εφαρμόσιμου» κώδικα ηθικής, αντίστοιχου με τον κώδικα που εφαρμόζεται για τους ομοσπονδιακούς δικαστές. Από τους εννέα δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έξι είναι συντηρητικοί/υπερσυντηρητικοί και οι τρεις διορίσθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο συγκλονίστηκε από σκάνδαλα ηθικής στα οποία ενέχονται υπερσυντηρητικοί δικαστές του. Ο δικαστής Κλάρενς Τόμας παραδέχθηκε πρόσφατα ότι δέχθηκε δύο φορές ως δώρο πολυτελείς διακοπές πληρωμένες από δισεκατομμυριούχο χορηγό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ο 76χρονος υπερσυντηρητικός δικαστής αγνόησε επίσης τις εκκλήσεις να παραιτηθεί από υποθέσεις που συνδέονται με τις προεδρικές εκλογές του 2020, αφού η σύζυγός του συμμετείχε στην εκστρατεία για την παραμονή του Τραμπ στην εξουσία μετά την εκλογική του ήττα.
Ο δικαστής Σάμιουελ Αλίτο απέρριψε επίσης τις εκκλήσεις να παραιτηθεί από ορισμένες υποθέσεις που συνδέονται με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τον Στίβεν Σουίν, καθηγητή Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο, ο Τζο Μπάιντεν έχει σχεδόν μηδενικές πιθανότητες να περάσει τη μεταρρύθμισή του από το Κονγκρέσο, αλλά θα επιδιώξει μάλλον να ευαισθητοποιήσει το κοινό και να παρουσιάσει το θέμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως διακύβευμα των εκλογών.