Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον προειδοποίησε σήμερα το βρετανικό κοινοβούλιο ότι το τέλος του λοκντάουν στην Αγγλία θα απαιτήσει μια «σταδιακή διαδικασία χαλάρωσης», ενώ δεσμεύτηκε πως τα σχολεία θα είναι τα «πρώτα που θα ανοίξουν».
Σε ομιλία του ενώπιον του κοινοβουλίου, πριν από την ψηφοφορία των βουλευτών για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα, ο Τζόνσον υπεραμύνθηκε της απόφασής του να επιβάλει το νέο λοκντάουν τη χρονική στιγμή που το έκανε, λέγοντας πως η νέα, πιο μεταδοτική μετάλλαξη του νέου κορονοϊού δεν είχε αφήσει πολλά περιθώρια ελιγμών.
Επιχειρώντας να απαντήσει στην κριτική που έχει δεχθεί για την απόφασή του να κλείσει τα δημοτικά σχολεία μία ημέρα αφότου ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να ανοίξουν, ο Τζόνσον είπε ότι έκανε «ό,τι μπορούσε για να τα κρατήσει ανοικτά», μέχρι να «αποκλειστεί οποιαδήποτε άλλη επιλογή».
«Και όταν αρχίσουμε να εξερχόμαστε από το λοκντάουν, σας υπόσχομαι ότι θα είναι τα πρώτα που θα ξανανοίξουν. Αυτή η στιγμή ενδέχεται να έρθει μετά τα μέσα Φεβρουαρίου, αν και θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί σχετικά με το χρονοδιάγραμμα μπροστά μας», τόνισε.
«Και όπως συνέβη την περασμένη Άνοιξη, η ανάδυσή μας από το «κουκούλι» του λοκντάουν δεν θα είναι μια μεγάλη έκρηξη, αλλά μια σταδιακή χαλάρωση».
Ο Τζόνσον, που δέχθηκε επικρίσεις ότι άργησε πάρα πολύ να επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στο πρώτο κύμα της πανδημίας, δεν αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπος με μια ανταρσία από το κόμμα του, τους Συντηρητικούς, στην ψηφοφορία για το λοκντάουν.
Ωστόσο, η διστακτικότητά του να εισαγάγει αυστηρότερα μέτρα κατά της αναζωπύρωσης των κρουσμάτων και τα ανάμεικτα μηνύματα που έστειλε για το άνοιγμα ή όχι των δημοτικών προκάλεσε την κριτική στελεχών όχι μονάχα του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος, αλλά επίσης από τους κόλπους των Συντηρητικών.
Ορισμένοι στο κόμμα του αποδοκιμάζουν επίσης την επιβολή «δρακόντειων» περιορισμών ζητώντας να αρθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όμως, ο Τζόνσον είναι προσεκτικός με οποιοδήποτε χρονοδιάγραμμα.
Είπε ότι ο νόμος θα έχει ισχύ έως τις 31 Μαρτίου, «όχι επειδή αναμένουμε το καθολικό, πανεθνικό λοκντάουν να συνεχιστεί έως τότε, αλλά προκειμένου να επιτρέψουμε μια σταθερή, ελεγχόμενη και με αποδείξεις κάθοδο από τα επίπεδα σε περιφερειακή βάση».