Ο προγραμματισμός της Διάσκεψης του ΟΗΕ ήταν σχεδιασμένος να ξεκινήσει με την παρουσίαση της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα ο πλανήτης μας. Είναι τόσο σοκαριστικά τα δεδομένα που θα εκτεθούν που αποδεικνύουν από μόνα τους την ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση τους. Η τεράστια άνοδος της θερμοκρασίας -ήδη 1.1 βαθμοί Kελσίου με ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια- είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Οι θερμότερες χρονιές που βιώνουμε οδηγούν ήδη στην καταστροφή των οικοσυστημάτων, προκαλώντας ανυπολόγιστη κι ενδεχομένως μη διαχειρίσιμη ζημιά σε όλο τον κόσμο.
Η φιλοξενία της Διάσκεψης στο Ηνωμένο Βασίλειο για πρώτη φορά έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της βρετανικής πλευράς ιδιαίτερα. Η Γλασκόβη άλλωστε είναι μία από τις πόλεις που πρωτοπορούν στη διαμόρφωση ενός οικολογικού αστικού τοπίου. Ο Μπόρις Τζόνσον ήδη χρησιμοποίησε την πλατφόρμα της Συνόδου των G-20 για να δείξει την επιθυμία του να φαίνεται πως πρωτοπορεί στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ζητώντας από τον διοργανωτή της Συνόδου της G-20 στη Ρώμη, Μάριο Ντράγκι, να δεσμευθούν περισσότερα κονδύλια. Ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι, ταυτισμένος με τη θητεία του στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, βέβαια του απάντησε εμμέσως, σκωπτικά, πως αυτό που μετράει είναι το τι θα γίνει στην πραγματικότητα, παρά αυτά που θα λεχθούν.
Σε ένα βαθμό ισχύει η παρατήρηση Ντράγκι. Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία φαίνεται να δίνουν πολύ περισσότερη προσοχή σε διακρατικές διαμάχες, όπως της αλιείας για παράδειγμα, παρά για την προσήλωση στις απαιτήσεις των νέων προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Αλλά και η Γερμανία, όπου οι Πράσινοι, με το πλέον επεξεργασμένο πρόγραμμα για την προστασία του περιβάλλοντος, ετοιμάζονται να εισέλθουν στην κυβέρνηση, βρίσκεται ακόμα σε μία φάση ενδοσκόπησης.
Η αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ωστόσο, με τον Τζο Μπάιντεν επικεφαλής, προσφέρει μία ακτίνα φωτός για την επόμενη ημέρα. Η επανείσοδος των ΗΠΑ στη Συμφωνία για το Κλίμα έχει αποτελέσει την απαρχή μίας σειράς θετικών εξελίξεων. Ακόμα και η Τουρκία επικύρωσε τη συμμετοχή της στη Συμφωνία, παρά την απόρριψη της σχιζοφρενικής απαίτησης της, να αναγνωρίζεται ως αναπτυσσόμενη χώρα -για να δέχεται περισσότερα κονδύλια- ενώ συμμετέχει στις G-20. Είναι ενδεικτικό πως η Κίνα και η Ινδία, οι μεγαλύτεροι ρυπαντές του διεθνούς συστήματος, έχουν αναλάβει δεσμεύσεις για τα επόμενα χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, η υλοποίηση των δεσμεύσεων τους παραμένει το μεγάλο αγκάθι. Άλλωστε ακόμα κι αν δεν ακολουθήσει, για παράδειγμα, η Κίνα το χρονοδιάγραμμα που η ίδια έχει θέσει, το ερώτημα παραμένει πως θα κριθεί υπόλογη. Δεν είναι πολύ μακριά άλλωστε η στιγμή που το Πεκίνο θα βρεθεί στη θέση να συνδέσει τα περιβαλλοντικά ζητήματα με τον ευρύτερο ανταγωνισμό της με την Ουάσιγκτον. Επιπρόσθετα, οι δεσμεύσεις Κίνας και Ινδίας, ενδεχομένως και της Ρωσίας, πόρρω απέχουν από όσο απαιτούνται για να επιτευχθούν βασικές προτεραιότητες, όπως η απολιγνιτοποίηση και η χρήση νέων μορφών ενέργειας. Η ελπίδα πάντα βρίσκεται στο να αντιληφθούν πως η πανδημία του κορωνοϊού και η συνεπαγόμενη οικονομική κρίση έχει επανατοποθετήσει τις προτεραιότητες όλων στο διεθνές σύστημα.