Το κόψιμο των διαύλων επικοινωνίας με την Αθήνα το οποίο επέβαλλε ο Τ.Ερντογάν σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής είναι μια ιδιαίτερα αρνητική κατάσταση η οποία εγκυμονεί και πολλούς κινδύνους και επιβαρύνει το ήδη φορτωμένο κλίμα στα ελληνοτουρκικά.
Η Αθήνα από την πρώτη στιγμή αγνοώντας τις προσβλητικές πολύ συχνά αναφορές και σε προσωπικό επίπεδο εναντίον του Έλληνα πρωθυπουργού, επέμεινε ότι δεν είναι δική της ευθύνη η κατάσταση αυτή και μάλιστα από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών αλλά και σε συνεντεύξεις του ο κ.Μητσοτάκης δήλωνε ότι είναι ανοικτός σε μια συνάντηση με τον Τ.Ερντογάν.
Το ερώτημα όλων φυσικά είναι τι ακριβώς σκέφτεται ο κ.Ερντογάν και τι μεθοδεύει η τουρκική πλευρά μετά και τις δηλώσεις του Ι. Καλίν, που άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο συνάντησης των δυο ηγετών στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Πράγα στις 6-7 Οκτωβρίου.
Ο κ. Καλίν δεν αναφέρθηκε πάντως σε μια συνάντηση χωρίς όρους και προϋποθέσεις λέγοντας ότι αν ο κ. Μητσοτάκης κάνει το ένα βήμα μπροστά τότε ο Ερντογάν θα κάνει δυο βήματα και το ζήτημα είναι τι ακριβώς θέτει ως προϋπόθεση η τουρκική πλευρά για μια τέτοια συνάντηση. Και φυσικά ένα είναι δυνατή μια συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, ποιον εξυπηρετεί και εάν μπορεί να έχει αποτελέσματα.
Ο κ. Καλίν επιχείρησε και πάλι να επιρρίψει την ευθύνη στην Ελλάδα για την ένταση, αποδίδοντας τη στην ομιλία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο και στις παρεμβάσεις της Αθήνας ώστε να καταγγελθεί η τουρκική επιθετικότητα και ο αναθεωρητισμός. Κατηγόρησε την Ελλάδα ότι σύρεται πίσω από συμμαχίες που σχηματίζονται εναντίον της Τουρκίας και επίσης ευθέως υπαινίχθηκε ότι η ενίσχυση της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης στρέφεται εναντίον της Τουρκίας.
Εάν τα ζητήματα αυτά στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Καλίν, η «σιωπή» της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, η διακοπή των ελληνικών εξοπλισμών, η παραίτηση από συμμαχίες που έχει συνάψει η Ελλάδα η ακόμη και από τριμερείς και πολυμερείς συνεργασίες στην περιοχή και βεβαίως η εγκατάλειψη των σχεδίων ενίσχυσης του γεωστρατηγικού στίγματος της Αλεξανδρούπολης αποτελούν τις προϋποθέσεις που θέτει η Άγκυρα προκειμένου να γίνει η συνάντηση, Μητσοτάκη-Ερντογάν, τότε είναι προφανές ότι τέτοια συνάντηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν η Τουρκία με την πίεση που ασκεί το τελευταίο διάστημα σε δυο θέματα, την αποστρατικοποίηση νησιών και στην μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη πιστεύει ότι θα μπορέσει το «ένα βήμα» που ζητά ο κ. Καλίν να είναι σε αυτά τα ζητήματα.
Ο κ. Ερντογάν ο οποίος συναντήθηκε, με τον πρίγκηπα της Σ.Αραβίας τον οποίο κατηγορούσε ευθέως ως δολοφόνο ,με την ισραηλινή ηγεσία την οποία κατηγορούσε για «απαρτχάιντ» εναντίον των Παλαιστινίων και τώρα ζητά να συναντηθεί με τον πρόεδρο Ασαντ, δεν θα έχει και δύσκολη την κολοτουμπα προκειμένου να ξεχάσει το «Μητσοτάκης γιοκ» εφόσον αυτό εξυπηρετεί στην παρούσα φάση τους σχεδιασμούς του.
Και πιθανόν η τουρκική ηγεσία έχοντας πάρει και μηνύματα από τους Αμερικανούς αλλά και από τους Γερμανούς θεωρεί ότι μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό και θα την ξεπλύνει στα μάτια των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον ,θα ακυρώσει την κριτική που ασκείται από την Ελλάδα και συγχρόνως θα την διευκολύνει να φέρει στο τραπέζι μια συνάντησης Κορυφής όλη την αναθεωρητική ατζέντα την οποία με ακραίο τρόπο και απειλές πολέμου επιχειρεί να προωθήσει όλο το τελευταίο διάστημα.
Μια συνάντηση με τον Τ.Ερντογάν για την Αθήνα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αφετηρία αν όχι για αποκλιμάκωση τουλάχιστον για την αποκατάσταση επαφής, που θα μπορούσε να αποτρέψει μια επικίνδυνη κλιμάκωση το επόμενο διάστημα. Δεν θα πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε ότι μετά το επεισόδιο του Oruc Reis η Τουρκία κατόρθωσε με δήθεν υποσχέσεις για αποκλιμάκωση να βοηθήσει το Βερολίνο και τον Ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. Ζ. Μπορέλ να τορπιλίσουν τις πρωτοβουλίες για επιβολή κυρώσεων εις βάρος της…
Όσο για τους Αμερικανούς, η Άγκυρα με μια συνάντηση κορυφής θα μπορούσε να στείλει το μήνυμα ότι «όλα βαίνουν καλώς» και επομένως θα μπορεί η αμερικανική κυβέρνηση να διαβεβαιώσει τους γερουσιαστές και βουλευτές ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας και έτσι μπορεί να προχωρήσει πλέον η έγκριση της πώλησης των F-16
Όμως δεν μπορεί να υπάρχουν αυταπάτες. Η Τουρκία θα επιδιώξει πιθανότατα να δώσει την εικόνα της «υπεύθυνης» χώρας που παρά τις «προκλήσεις και την επιθετική πολιτική» της Ελλάδας είναι πρόθυμη να ανοίξει διάλογο μαζί της.
Η ατζέντα δυστυχώς έχει επιβαρυνθεί κατά πολύ από την τελευταία συνάντηση Ερντογάν - Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη και σε αυτή τη φάση και με αυτό το κλίμα είναι σαφές ότι δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο μια τέτοια συνάντηση, ούτε φυσικά να οδηγήσει σε εκτόνωση της έντασης εφόσον η Τουρκία επιμένει στην ευθεία αμφισβήτηση ελληνικού εδάφους και απαιτεί από την Ελλάδα να προχωρήσει στον αφοπλισμό των νησιών της. Ούτε φυσικά μπορεί να αποδεχθεί τις κατηγορίες ότι «διαπράττει εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας» και «πνίγει» τους πρόσφυγες στο Αιγαίο.
Ακούμε συχνά ότι μια συνάντηση είναι χρήσιμη ακόμη κι αν απλώς διαπιστωθούν οι διαφωνίες. Όμως την στιγμή αυτή και με το βεβαρυμμένο κλίμα που υπάρχει μια «διαπίστωση των διαφωνιών» σε ανώτατο επίπεδο απλώς θα οξύνει την ένταση.
Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης θα είναι πολύ δύσκολη εάν τεθεί ζήτημα συνάντησης Μητσοτάκη -Ερντογάν. Τουλάχιστον ας είναι καλά προετοιμασμένη και για την συνάντηση και για τα όσα ακολουθήσουν.