Της Κατερίνας Οικονομάκου
Η υπόθεση θυμίζει όλο και περισσότερο την απόπειρα κατά της ζωής του Σεργκέι Σκριπάλ, πέρσι στο Λονδίνο. Οι ενδείξεις ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή, αλλά οι επιφυλάξεις είχαν υπερισχύσει. Οι διπλωματικές σχέσεις της Γερμανίας με τη Ρωσία είναι τόσο πολύτιμες όσο και εύθραυστες. Μια αδεξιότητα ήταν καλύτερο να αποφευχθεί. Ακόμη και σήμερα, από την επίσημη γερμανική πλευρά οι τόνοι παραμένουν χαμηλοί. Μόνο ο Νόρμπερτ Ρέντγκεν, ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ, είπε, μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό Der Spiegel, ότι «το έγκλημα μοιάζει να έχει σημαντικά και ξεκάθαρα πολιτικά αποτυπώματα. Γι'' αυτό και είναι ακατανόητο να μην έχει ακόμη περάσει στην αρμοδιότητα του γενικού ομοσπονδιακού εισαγγελέα». Αλλά στο μεταξύ έχει περάσει πάνω από ένας μήνας από το εν λόγω έγκλημα: τη μυστηριώδη δολοφονία στο Βερολίνο ενός 40χρονου Γεωργιανού, τσετσενικής καταγωγής.
Στις 23 Αυγούστου, στις 12 το μεσημέρι, ο Ζελιμκάν Καγκοσβίλι πέφτει νεκρός, χτυπημένος από δύο σφαίρες, την ώρα που διασχίζει το πάρκο Kleiner Tiergarten καθ'' οδόν για το τζαμί, στη συνοικία του Μοαμπίτ. Λίγη ώρα αργότερα η Αστυνομία συλλαμβάνει έναν ύποπτο. Δύο έφηβοι είχαν ειδοποιήσει τις αρχές όταν τον είδαν να πετάει μια περούκα στο ποτάμι, να ξυρίζεται και να αλλάζει βιαστικά ρούχα πίσω από κάτι θάμνους. Ο άνδρας έχει ρωσικό διαβατήριο, ονομάζεται Βαντίμ Σοκολόφ και είναι 49 ετών. Μια εβδομάδα αργότερα αποδεικνύεται ότι ο Βαντίμ Σοκολόφ δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο το διαβατήριό του είναι γνήσιο. Κι εδώ βρίσκεται η πρώτη σημαντική ένδειξη ότι δεν πρόκειται για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Υπάρχει περίπτωση να βρίσκεται η Ρωσία πίσω από τη δολοφονία του Καγκοσβίλι; Αυτό θεωρούν βέβαιο, ύστερα από εκτεταμένη έρευνα που έκαναν σε συνεργασία δημοσιογράφοι και ερευνητές από το Spiegel, το The Insider, το Dossier Center και το Bellingcat. Το τελευταίο είναι το κέντρο ερευνητικής δημοσιογραφίας που είχε αποκαλύψει την αληθινή ταυτότητα των πρακτόρων της ρωσικής GRU οι οποίοι επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Σκριπάλ. Η Ρωσία, πάντως, αρνείται κάθε ανάμιξη. Ο ίδιος ο δράστης τι λέει; Τίποτε. Ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι, που παρουσιάζεται ως Βαντίμ Σοκολόφ, αρνείται να δώσει κατάθεση. Έχει ζητήσει να μιλήσει μόνο με το ρωσικό προξενείο. Και όσο για τις ρωσικές αρχές, μέχρι στιγμής δεν έχουν δείξει κανένα ενδιαφέρον να βοηθήσουν τους Γερμανούς συναδέλφους τους να ανακαλύψουν την αληθινή ταυτότητα και τα κίνητρα του «Σοκολόφ».
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ερευνητές του Bellingcat ήταν να ψάξουν στην τεράστια και πλήρη βάση δεδομένων των ρωσικών διαβατηρίων, προκειμένου να εντοπίσουν εκεί περισσότερες πληροφορίες για τον γεννημένο τον Αύγουστο του 1970 Βαντίμ Αντρέεβιτς Σοκολόφ. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτε. Την ίδια στιγμή, έχοντας στη διάθεσή τους τα στοιχεία που είχε συμπληρώσει ο άντρας στην αίτησή του για βίζα στη ζώνη Σένγκεν, προσπάθησαν να τον εντοπίσουν σε μια σειρά από άλλες βάσεις δεδομένων Ρώσων πολιτών. Μάταια. Έμοιαζε σαν να έχει ζήσει επί 49 χρόνια χωρίς να αφήσει ούτε ένα ψηφιακό ίχνος. Πώς είναι δυνατό ένα ανύπαρκτο πρόσωπο να έχει στην κατοχή του γνήσιο διαβατήριο; Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους, αυτό δεν είναι εφικτό χωρίς κάποιου τύπου βοήθεια του ρωσικού κράτους.
Το ενδιαφέρον με το διαβατήριο του Σοκολόφ είναι ότι έχει εκδοθεί από την ίδια εκείνη υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών, που είχε εκδώσει και τα διαβατήρια των πρακτόρων της GRU (της μυστικής υπηρεσίας του ρωσικού Στρατού) οι οποίοι πέρσι δηλητηρίασαν τον Σκριπάλ και την κόρη του με τον νευροτοξικό παράγοντα «Νόβιτσοκ». Υπάρχει άλλη μια σύμπτωση: Το διαβατήριο του Σοκολόφ, όπως και των τριών πρακτόρων της GRU, δεν έχει τα βιομετρικά δεδομένα του κατόχου του, κάτι που αποτελεί κανόνα πλέον για τα ρωσικά διαβατήρια. Τέτοια, παλαιού τύπου διαβατήρια, εκδίδονται μόνο κατόπιν ειδικής άδειας σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης. Και είναι τα διαβατήρια που, σύμφωνα με την εμπειρία του Bellingcat, προτιμούν οι πράκτορες της GRU.
Το διαβατήριο του Σοκολόφ εκδόθηκε μόλις στις 18 Ιουλίου, δηλαδή δέκα ημέρες πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι του. Και το αίτημα για εξπρές βίζα είχε γίνει το ίδιο βιαστικά, στις 29 Ιουλίου, στο προξενείο της Γαλλίας στη Μόσχα. Όταν οι δημοσιογράφοι δοκίμασαν να επαληθεύσουν τα στοιχεία που είχε δώσει, διαπίστωσαν ότι η διεύθυνση κατοικίας στην Αγία Πετρούπολη ήταν ψεύτικη. Επίσης, ο ΑΦΜ που αναφέρεται στην αίτηση εμφανίζεται για πρώτη φορά στη ρωσική βάση φορολογικών δεδομένων στις 16 Ιουνίου 2019. Αυτό σημαίνει ότι ο άντρας με το όνομα Βαντίμ Σοκολόφ έπιασε για πρώτη φορά δουλειά στα 49 του χρόνια.
Ο Σοκολόφ είχε δηλώσει στο γαλλικό προξενείο ότι σκόπευε να ταξιδέψει την επόμενη μέρα, στις 30 Ιουλίου, και ότι επιθυμούσε να λάβει βίζα διάρκειας έξι μηνών. Πρόθεσή του, είχε πει, ήταν να μείνει στη Γαλλία έως τον Ιανουάριο του 2020. Αυτό που σήμερα γνωρίζουμε είναι ότι από τη Μόσχα πήγε στο Παρίσι και από εκεί στη Βαρσοβία, όπου έκλεισε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο για πέντε ημέρες. Μέσα σε εκείνες τις πέντε ημέρες έφυγε για το Βερολίνο. Σκόπευε, δηλαδή, να επιστρέψει στην πολωνική πρωτεύουσα.
Στο μεταξύ, οι New York Times, επικαλούμενες ανώνυμη πληροφορία που είχε λάβει η γερμανική Αστυνομία, έγραφαν την περασμένη εβδομάδα ότι ο δράστης είναι μάλλον ο Βλαντιμίρ Αντρέεβιτς Στεπάνοφ, πρώην αστυνομικός καταδικασμένος για ανθρωποκτονία. Όμως μια σειρά από μικρά ανεξάρτητα ρωσικά μέσα το διαψεύδουν, διαβεβαιώνοντας ότι ο Στεπάνοφ βρίσκεται πάντα στη φυλακή, όπου εκτίει ποινή κάθειρξης 24 ετών. Το διαψεύδει επίσης ο εμπειρογνώμονας που σύγκρινε φωτογραφίες των δύο ανδρών, ύστερα από αίτημα των δημοσιογράφων.
Ποια μπορεί να ήταν τα κίνητρα του δολοφόνου; Ποιοι ήθελαν νεκρό τον Καγκοσβίλι; Σύμφωνα με το Bellingcat, πίσω από την επίθεση εναντίον του 40χρονου άνδρα μπορεί να βρίσκεται η FSB, η GRU, αλλά ακόμη και ο Ραμζάν Καντίροφ. Ο Γεωργιανός, ο οποίος είχε διαφύγει στο Βερολίνο το 2016, είχε πλούσιο, μυστηριώδες παρελθόν και πολλούς εχθρούς. Ο Ζελιμκάν Καγκοσβίλι παραμένει μια αινιγματική φιγούρα. Τι γνωρίζουμε για τη δράση του; Πως είχε πολεμήσει στον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας στο πλευρό των Τσετσένων αυτονομιστών εναντίον των Ρώσων. Στη συνέχεια είχε επί χρόνια συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Ήταν γνωστός για το εκτεταμένο και πολύτιμο δίκτυο επαφών του στην περιοχή του Καυκάσου. Όπως αναφέρει το Spiegel, αυτό το χαρακτηριστικό του είχε αξιοποιηθεί επανειλημμένα από την αμερικανική πλευρά.
Φτάνοντας το 2016 στη Γερμανία, μέσω Ουκρανίας, ο Καγκοσβίλι ζήτησε άσυλο, αναφέροντας ότι στην πατρίδα του κινδυνεύει η ζωή του. Το αίτημα δεν είχε ακόμη γίνει δεκτό τον περασμένο Αύγουστο. Ο 40χρονος άνδρας είχε καταφύγει στην Ευρώπη έπειτα από δύο απόπειρες κατά της ζωής του. Τον πρώτο καιρό το όνομά του βρισκόταν στη γερμανική λίστα με τους επικίνδυνους ισλαμιστές, ύστερα από σχετική υπόδειξη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Έως που επιβεβαιώθηκε ότι ο Καγκοσβίλι δεν είχε σχέσεις με τζιχαντιστές.
Στο Βερολίνο τον είχε ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα και η σύζυγός του μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους. Οι δυο τους είχαν στο μεταξύ χωρίσει, αλλά διατηρούσαν καλές σχέσεις. Το περασμένο καλοκαίρι, η Μανάνα Τ., η οποία εργάζεται ως γιατρός στο Βερολίνο, έμαθε ότι οι γερμανικές αρχές απέρριψαν το αίτημά της για παροχή ασύλου. Η γυναίκα επέμενε ότι κινδυνεύει η ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της αν αναγκαστούν να επιστρέψουν στη Γεωργία.
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στη Βαρσοβία όπου κατέλυσε ο Σοκολόφ, η πολωνική Αστυνομία βρήκε ένα κινητό τηλέφωνο με ρωσική κάρτα SIM. Σήμερα αυτή είναι στα χέρια των γερμανικών Αρχών. Ταυτόχρονα, η ομάδα των δημοσιογράφων συνεχίζει την έρευνα για την αληθινή ταυτότητα του άνδρα που συνελήφθη στο Βερολίνο. «Τα ευρήματά μας παρέχουν άφθονες αποδείξεις ότι ο δολοφόνος έδρασε με την πλήρη υποστήριξη του ρωσικού κράτους», αναφέρει το Bellingcat. Οι γερμανικές Αρχές, όμως, επιφυλάσσονται.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Τετάρτης 9 Οκτωβρίου.