Πριν λίγες μέρες η Ρωσική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον έστειλε επιστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ζητώντας να μάθει για το καθεστώς κράτησης του Βίκτορ Μπουτ στις φυλακές του Ιλινόι.
Οι Ρώσοι αξιωματούχοι στην επιστολή τους περιγράφουν την ανησυχία τους για τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβεί ο άνθρωπος που είναι γνωστός ως «άρχοντας του πολέμου» ή «έμπορος του θανάτου» και στον οποίο στηρίχθηκε ο χαρακτήρας που υποδυόταν ο ηθοποιός Νίκολας Κέιτζ στην ταινία «Κυρίαρχος του Παιγνιδιού».
Ο Μπουτ συνελήφθη τον Μάρτιο 2008 στην Μπανγκόκ έπειτα από μια κινηματογραφική επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας αμερικανοί πράκτορες παρουσιάσθηκαν ως στελέχη των FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας), στις οποίες πουλούσε όπλα εδώ και πολλά χρόνια. Ένας συνεργάτης του αποδείχθηκε καθοριστικός για τη σύλληψη του μεγαλεμπόρου αφού λειτουργούσε ως μεσάζων με τους φερόμενους ως αντάρτες FARC. Τα όπλα θα μεταφέρονταν στην Κολομβία αεροπορικώς και θα ρίχνονταν με αλεξίπτωτα στις περιοχές των Κολομβιανων. Όταν έφτασε η ώρα ο Μπουτ να συναντηθεί με έναν από τους αρχηγούς της οργάνωσης, συνελήφθη στο λόμπι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στη Μπανγκόκ.
Το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε χαρακτηρίσει τότε τη σύλληψη "παράνομη", "στερείται κάθε λογικής εξήγησης" και υπαγορεύθηκε από μια "άνευ προηγουμένου πίεση" από την Ουάσινγκτον προς τις αρχές της Ταϊλάνδης. Έπειτα από δύο χρόνια σκληρής δικαστικής διαμάχης, ο Μπουτ εκδόθηκε στις ΗΠΑ όπου το 2012 καταδικάστηκε από δικαστήριο της Νέας Υόρκης σε 25 κάθειρξης.
Λίγο μάλιστα πριν την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ο πρώην πιλότος του Κόκκινου Στρατού με το παχύ μουστάκι, ντυμένος με την πράσινη στολή του κρατουμένου, δήλωσε με θεατρική φωνή ότι είναι αθώος. "Δεν είμαι ένοχος, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να σκοτώσω οποιονδήποτε, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να πουλήσω όπλα σε οποιονδήποτε, ο Θεός ξέρει την αλήθεια" δήλωσε.
Πέρα από τις κατηγορίες που οδήγησαν στην καταδίκη του, σύμφωνα με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Ντάγκλας Φάραχ, συγγραφέα του βιβλίου "Εμπορος του Θανάτου" (2007), ο πρώην αξιωματικός της σοβιετικής πολεμικής αεροπορίας εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον δύο πράγματα: τα τεράστια αποθέματα όπλων και πυρομαχικών που έγιναν διαθέσιμα μετά την πτώση του καθεστώτος και τις διασυνδέσεις στο στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Με αυτά τα "όπλα" δημιούργησε ένα δίκτυο διακίνησης χρησιμοποιώντας, σύμφωνα με έγγραφα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έναν ιδιωτικό στόλο παλαιών αεροσκαφών τύπου Αντόνοφ.
Έτσι λοιπόν, μετέφερε όπλα από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ σε χώρες υπό καθεστώς εμπάργκο όπλων, όπως η Ανγκόλα, η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε. Σε αυτές τις εμπόλεμες ζώνες οι ένοπλες ομάδες χρηματοδοτούσαν τον εξοπλισμό τους πουλώντας διαμάντια, πετρέλαιο, ή άλλο φυσικό πλούτο.
Η Ουάσιγκτον "ανεχόταν" τον Μπουτ, όσο κρατούσε σχετικά χαμηλό προφίλ, ωστόσο η αρχή του τέλους ήρθε όταν ακούστηκε ότι βρίσκεται πίσω από προμήθεια όπλων στους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.