Στην άβυσσο, εν μέσω γενικής σιωπής, βυθίζεται το Σουδάν επτά μήνες μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου. Σφαγές και εθνοτική βία συνταράσσουν το Νταρφούρ με θύματα μη αραβικές κοινότητες και θύτες τους «διαδόχους» της διαβόητης πολιτοφυλακής «τζαντζαουίντ» που εκτέλεσε την εκστρατεία εθνοκάθαρσης της δεκαετίας του 2000.
Ενόσω το βλέμμα διεθνώς είναι καρφωμένο αναπόφευκτα εδώ και πέντε εβδομάδες στις εξελίξεις στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, στο Νταρφούρ συντελέστηκε μεταξύ 4ης και 6ης Νοεμβρίου η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία αμάχων από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Καταυλισμός εκτοπισμένων στην Αρνταμάτα της επαρχίας του δυτικού Σουδάν αιματοκυλίστηκε και λεηλατήθηκε. Οι νεκροί ξεπερνούν τους 1.300.
Άμαχοι πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ, γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού. Οι πολίτες δεν είχαν κανένα τρόπο να διαφύγουν ή να προστατευτούν από τους επιτιθέμενους που έφτασαν με μοτοσικλέτες και στις καρότσες φορτηγών κρατώντας καλάσνικοφ και φορώντας στις στολές στο χρώμα της άμμου της πολιτοφυλακής των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF). Στόχος τους ήταν τα μέλη της μη αραβικής φυλής Μασαλίτ που αριθμεί περί τα 500.000 μέλη στο Σουδάν και έλκει την καταγωγή της από την Τυνησία.
Η σουδανική-αραβική πολιτοφυλακή εισέβαλε στις σκηνές, τις παράγκες και τα λασπόσπιτα του καταυλισμού στην Αρνταμάτα σκοτώνοντας άνδρες και εφήβους, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, τοπικές ομάδες προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνείς οργανισμούς ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο οικισμός στο δυτικό Νταρφούρ φιλοξενούσε περίπου 30.000 μη Αραβες Σουδανούς που είχαν διαφύγει από προηγούμενες μάχες στον εμφύλιο πόλεμο.
Εσωτερικά εκτοπισμένοι, πρόσφυγες πέρα από τα σύνορα, άνθρωποι που χρειάζονται απελπισμένα ανθρωπιστική βοήθεια ήταν η επόμενη ημέρα της σφαγής. Αρκετές χιλιάδες κάτοικοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, έχουν διασχίσει την έρημο προς το Τσαντ.
Τινάζοντας στον αέρα μία εύθραυστη διαδικασία μετάβασης σε πολιτική διακυβέρνηση στο Σουδάν, που ίσως ήταν εξαρχής καταδικασμένη, δύο αδίστακτοι στρατηγοί -εμπλεκόμενοι αμφότεροι στην πρώτη γενοκτονία του 21ου αιώνα όπως έχει χαρακτηριστεί η σφαγή του Νταρφούρ- από σύμμαχοι έγιναν εχθροί πριν επτά μήνες, ανοίγοντας ένα νέο αιματηρό και απρόβλεπτο «κεφάλαιο» στην τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής.
Το «ξεκαθάρισμα» ανάμεσα στον ντε φάκτο αρχηγό του κράτους και επικεφαλής του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, και τον αναπληρωτή του και αρχηγό των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο, γνωστό ευρέως ως Χεμέντι, ήταν κατά πολλούς αναπόφευκτο. Οι στρατηγοί είχαν δώσει καθαρά δείγματα γραφής ότι δεν διατίθενται πραγματικά να παραδώσουν την εξουσία που συγκέντρωσαν στα χέρια τους μετά την ανατροπή του Ομάρ αλ-Μπασίρ, τον Απρίλιο του 2019, ελέγχοντας πλέον οι ίδιοι στράτευμα και οικονομία στη χώρα που αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό χρυσού.
Αλ-Μπουρχάν και Χεμέντι «υπηρέτησαν» τον δικτάτορα Αλ-Μπασίρ συνθλίβοντας προ δύο δεκαετιών την εξέγερση στο Νταρφούρ για να στραφούν μία 20ετία μετά μαζί εναντίον του όταν οι Σουδανοί πολίτες βγήκαν μαζικά στους δρόμους με αίτημα και ελπίδα για Δημοκρατία. Έγιναν οι κορυφαίοι στρατηγοί σε μία διάδοχη μεταβατική κυβέρνηση, την οποία οι ίδιοι στη συνέχεια ανέτρεψαν με πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 2021, κρατώντας την εξουσία για τους ίδιους. Ντε φάκτο αρχηγός του κράτους ανέλαβε ο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, με τον Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο «υπαρχηγό» του.
Ήταν η αφετηρία της αντιπαλότητας που έδωσε τη θέση της στις συγκρούσεις μεταξύ στρατού και RSF, οι οποίες και συμπαρέσυραν τον Απρίλιο το Σουδάν σε εμφύλια σύρραξη. Έως σήμερα κατά τα στοιχεία του ΟΗΕ οι νεκροί ξεπερνούν τους 10.000, περισσότεροι από 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους, ενώ 1,3 εκατομμύρια έχουν περάσει τα σύνορα προς τις γειτονικές χώρες, κατευθυνόμενοι κυρίως προς το Τσαντ, την Αίγυπτο, το Νότιο Σουδάν, την Αιθιοπία και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Μετά και τη σφαγή στον καταυλισμό εκτοπισμένων γεννιούνται φόβοι για επανάληψη τπου αιματοκυλίσματος που είχε οδηγήσει στο θάνατο 300.000 ανθρώπων, στην πλειονότητά τους μέλη της μη αραβικής μειονότητας, και θεωρήθηκε ευρέως ως η πρώτη γενοκτονία του 21ου αιώνα.
Έπειτα από μήνες σφοδρών μαχών και βομβαρδισμών σε μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά χωρίς κάποια πλευρά να επικρατεί στο πεδίο, οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης -που προέρχονται από το Νταρφούρ και λογοδοτούν στον Χεμέντι- έχουν κερδίσει τις τελευταίες εβδομάδες το πάνω χέρι απέναντι στο στρατό του στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν και εμφανίζονται κοντά στο να καταλάβουν το σύνολο της επαρχίας Νταρφούρ, η οποία έχει το μέγεθος της Ισπανίας και διαθέτει μερικά από τα πλουσιότερα αποθέματα χρυσού και αργύρου της Αφρικής.
Αλλά γιατί μετά από μήνες ουσιαστικής ισορροπίας δυνάμεων στις συγκρούσεις, η πλάστιγγα γέρνει τόσο γρήγορα υπέρ των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης; Μια απάντηση -σύμφωνα με το Foreign Policy- βρίσκεται στην προμήθεια όπλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών μάχης στους παραστρατιωτικούς από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη ρωσική μισθοφορική ομάδα Wagner, με την οποία οι RSF διατηρούν στενούς οικονομικούς και στρατηγικούς δεσμούς.
Διάσπαση τύπου Λιβύης;
Ως προς το πού οδεύει η κατάσταση, το Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών (ISPI) μεταφέρει σε ανάλυσή του δήλωση του Σουδανού αναλυτή Μοχάμεντ Μπαντάουι, ο οποίος εκτιμά ότι οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης σκοπεύουν να ανακηρύξουν προσωρινή κυβέρνηση στο Νταρφούρ κόντρα στην «κυβέρνηση πολέμου» του Αλ-Μπουρχάν, προκαλώντας τη διάσπαση της χώρας σε δύο οντότητες που θα οδηγούσε σε μια κατάσταση που δεν θα διέφερε από εκείνη της Λιβύης.
Ο ίδιος περιγράφει τον πόλεμο ως μια σύγκρουση συμφερόντων, όχι μόνο μεταξύ των τοπικών πολέμαρχων αλλά και μεταξύ των περιφερειακών και διεθνών συμμάχων τους. «Οι RSF έλαβαν άφθονα προνόμια και πόρους κατά την περίοδο Μπασίρ, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν αργότερα κατά τη μεταβατική περίοδο. Και τώρα θα είναι έτοιμοι να κάνουν το μεγάλο άλμα αναδιαμορφώνοντας τη χώρα υπέρ των δικών τους συμφερόντων», σύμφωνα με τον αναλυτή, ο οποίος διακρίνει πως σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ πιθανό το σενάριο της διάσπασης του Σουδάν.
Στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, οι πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών έπεσαν στο κενό. Πρωτοβουλίες διαλόγου υπό την ηγεσία της Αφρικανικής Ένωσης, της Αιγύπτου, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Νοτίου Σουδάν έχουν οδηγήσει σε πολλές συμφωνίες για εκεχειρία που «έσπασαν» γρήγορα τους τελευταίους μήνες. Οι Σουδανοί πολίτες συνεχίζουν να πληρώνουν το τίμημα.
«Πριν από είκοσι χρόνια ο κόσμος πάγωσε από τις φρικτές ωμότητες και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Νταρφούρ. Φοβόμαστε ότι ενδέχεται να δημιουργηθεί μια αντίστοιχη δυναμική», ήταν η προειδοποίηση του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Φίλιπο Γκράντι, μετά τη σφαγή στον καταυλισμό εκτοπισμένων.
«Φαίνεται απίστευτο ότι οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν πριν από δύο δεκαετίες μπορούν να επαναλαμβάνονται ακόμη και σήμερα στο Νταρφούρ και ο κόσμος να δίνει τόση λίγη προσοχή» επισήμανε παράλληλα η Ντόμινκ Χιντ, διευθύντρια Εξωτερικών Σχέσεων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, προσθέτοντας ότι «αυτός ο πόλεμος, που ξέσπασε χωρίς προειδοποίηση, έχει μετατρέψει τα πρώην ειρηνικά και φιλόξενα σπίτια των Σουδανών σε νεκροταφεία».