Η πιθανότατη επικράτησή του Ερντογάν αποτελεί, αναμφισβήτητα, αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από πολλούς αναλυτές και δημοσιογράφους. Και αυτό διότι ο Ερντογάν εκπροσωπεί τη νεο-οθωμανική εκδοχή του τουρκικού επεκτατισμού, σε αντίθεση με τον Κιλιτσντάρογλου και τη συμμαχία του, οι οποίοι εκπροσωπούν την παλαιοκεμαλική εκδοχή του.
Ο Ερντογάν θέλει μια Τουρκία όχι απλώς μεγάλη περιφερειακή δύναμη, αλλά ηγέτιδα ενός Ισλάμ ενάμισι ή δύο δισεκατομμυρίων, μια Τουρκία αυτονομημένη από τη Δύση, σε ένα παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι με αξιώσεις παγκόσμιας δύναμης.
Αντίθετα, ο αντίπαλος του με τις αιχμές του εναντίον της Ρωσίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και τη διακηρυγμένη επιδίωξη μιας επαναπροσέγγισης με τη Δύση και την Ευρώπη, αντιπροσωπεύει τον κλασικό δυτικόστροφο κεμαλικό εθνικισμό και στην καλύτερη περίπτωση βλέπει την Τουρκία απλώς ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Επομένως, η επανεπιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας του ισχυρού άνδρα της Τουρκίας ο οποίος απειλεί ανοικτά την Ελλάδα με πόλεμο και θέλει να απευθύνεται ως ίσος προς ίσο προς τους Αμερικανούς ενώ θεωρεί τους Ευρωπαίους υποδεέστερους, συνιστά μία ήττα της δημοκρατίας, της Δύσης και της Ελλάδας.
Και όμως, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου της Τουρκίας διακινούνταν –συχνά από ρωσόφιλες γραφίδες– η άποψη ότι η εκλογή του Ερντογάν «μας συμφέρει», διότι θα συνεχίσει να βρίσκεται σε αντίθεση με τη Δύση. Υπονοούν μάλιστα πως η τελευταία, η Δύση, θα στραφεί υποχρεωτικά προς την Ελλάδα σχετικά σύντομα. Έτσι υποτιμούν τόσο τις γεωπολιτικές πραγματικότητες όσο και τον χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία.
Ως προς τις γεωπολιτικές πραγματικότητες θα πρέπει να έχουμε συνείδηση πως ο Ερντογάν παρότι ρέπει προς τον Ευρασιανισμό και τα «βρίσκει» ευκολότερα με το Πούτιν, τον Σι Ζι Πινγκ και τους Ιρανούς, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει, τουλάχιστον άμεσα, και τη Δύση με την οποία συνεχίζει να διατηρεί σημαντικές οικονομικές πολιτικές και αμυντικές σχέσεις. Η λογική του είναι να παίζει ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και τα στρατόπεδα ως οιονεί ισότιμος χαλίφης του Ισλάμ.
Ο Ερντογάν έχει συνείδηση της γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας και δεν πρόκειται να κάνει άμεσα κάποια κίνηση ρήξης με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο παρά μόνο αν διακυβευτούν ζωτικά της συμφέροντα.
Θα συνεχίσει να αντλεί από τη Ρωσία –πυρηνικά εργοστάσια, συγκυριαρχία στη Συρία και τη Λιβύη, κεφαλαία, φθηνή ενέργεια, τουριστικό συνάλλαγμα– και από τη Δύση –επενδύσεις, εισαγωγές και εξαγωγές συμμετοχή στο ΝΑΤΟ αναβάθμιση αεροπλάνων, ανταλλακτικά για την αμυντική της βιομηχανία κ.λπ.
Ταυτόχρονα δε, θα επιχειρεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο με καθυπόταξη της Ελλάδας και της Κύπρου και ανάπτυξη των σχέσεων με τις χώρες του Κόλπου, ως ενός ημι-αυτόνομου πόλου μεταξύ των στρατοπέδων.
Συναφώς οι τάσεις για εξευμενισμό της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δύσης συνολικά –στο State department κατεξοχήν– θα παραμένουν ισχυρές, και άμεσα ίσως ισχυρότερες από ότι με τον Κιλιτσντάρογλου μιά και ο Ερντογάν θεωρείται περισσότερο απρόβλεπτος.
Ως προς την εσωτερική δυναμική, ο Ερντογάν υπερείχε κατά πολύ καθώς μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας έχει ενστερνιστεί την ιδεολογία του επεκτατικού Ισλάμ. Χαρακτηριστικά στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση δύο κόμματα προερχόμενα από τους γκρίζους λύκους, εκείνο του Μπαχτσελί και της Ακσενέρ συγκέντρωσαν (αθροιστικά) περίπου 20% των ψήφων ενώ και ο ακραίος ισλαμιστής Ογάν πήρε πάνω από 5% στις προεδρικές εκλογές.
Ο Ερντογάν προηγείται στις εκλογές διότι προσφέρει στους Τούρκους ένα μεγαλοϊδεατικό νεοθωμανικό όραμα σε αντίθεση με την προσφορά… κρεμμυδιού από τον Κιλιτσντάρογλου.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αντιπροσωπεύει μία ετερόκλητη συμμαχία Κούρδων, δυτικοποιημένων στρωμάτων της νεολαίας της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης Αλεβιτών και εθνικιστών, ήπιων ισλαμιστών αλά Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν και παραδοσιακών κεμαλικών.
Η πιθανή επικράτησή μιας τόσο ετερόκλητης συμμαχίας, απέναντι μάλιστα σε έναν πανίσχυρο ισλαμικό κρατικό μηχανισμό, θα αποτελούσε την απόλυτη συνταγή για την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων και την ανάδειξη ταυτοτήτων όπως οι Αλεβίτες, οι Κούρδοι και η δυτικόστροφη νεολαία που καταστέλλονται από τον οδοστρωτήρα Ερντογάν.
Πολλές φορές έχουμε τονίσει πώς μία δημοκρατική Τουρκία, με την οποία θα μπορούσαμε τουλάχιστον να συζητήσουμε, προϋποθέτει την επιβεβαίωση των διαφορετικών αυτών ταυτοτήτων και προφανώς η επιλογή του Κιλιτσντάρογλου θα ευνοούσε μία τέτοια προοπτική. Όχι βέβαια ότι η Τουρκία θα έπαυε να είναι επιθετική έναντι της Ελλάδας, αλλά ότι οι αντιμαχόμενες δυνάμεις της νέας εξουσίας θα έδιναν τη δυνατότητα να εκφραστούν στον ένα ή άλλο βαθμό αυτές οι καταπνιγμένες ταυτότητες της Τουρκίας.
Πόσω μάλλον, καθώς η σύγκρουση με το πανίσχυρο ισλαμικό κατεστημένο του ΑΚΡ θα δημιουργούσε συνθήκες οιονεί εμφυλίου και πολυδιάσπασης. Αντίθετα, η επιβεβαίωση του επεκτατικού ισλαμισμού του Ερντογάν –καθόλου τυχαία την προηγούμενη των εκλογών επέλεξε να προσευχηθεί στην κατακτημένη Αγία Σοφία– δεν προοιωνίζεται τίποτα το θετικό για την Ελλάδα και μάλιστα στο άμεσο μέλλον.
Προφανώς, όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Είναι πιθανό κάποιες κυβερνήσεις της Δύσης να συνεχίσουν να τρέφουν την αυταπάτη της επιστροφής του Ερντογάν στο δυτικό μαντρί, όπως οι ΗΠΑ ή να μη θέλουν να απωλέσουν έναν διαχρονικό εταίρο τους, όπως η Γερμανία.
Έτσι είναι δυνατό να δειχτούν, αμέσως μετά τις εκλογές υποχωρητικές απέναντί στον Ερντογάν, ιδιαίτερα εάν άρει το βέτο για την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Όμως, αντίστροφη θα είναι η εξέλιξη στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών και μεγάλου μέρους των ελίτ της Δύσης.
Ο Ερντογάν και η νεοθωμανική Τουρκία θα συνεχίσουν να καταγράφονται στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων και των Αμερικανών ως μία μορφή απολυταρχικής και εν πολλοίς φιλορωσικής διακυβέρνησης. Αν μάλιστα προσθέσουμε και το γεγονός πως ο Ερντογάν εμφανίζεται ως προστάτης του ισλαμισμού, στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, κινδυνεύει να χάσει εντελώς τις δυτικές κοινωνίες.
Αν το ελληνικό κράτος αλλά και η ελληνική κοινωνία ακολουθήσουν μία πολιτική σταθερής αντίστασης απέναντι στις προκλήσεις που θα επανέλθουν αναπόφευκτα, και αναδείξουν την Ελλάδα στη συνείδηση των δυτικών λαών ως το ακριτικό σύνορο της Ευρώπης απέναντι στην ολοκληρωτική πλημμυρίδα, θα ήταν δυνατό να αντιστρέψουμε το παιχνίδι: Να υποχρεώσουμε τον Ερντογάν να έλθει σε βαθύτερη ρήξη με τη Δύση και έτσι να ακυρώσουμε εν τοις πράγμασι την πολιτική του επιτήδειου επεκτατικού ουδέτερου.
Η ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η δράση της Ομογένειας και ο Μενέντες υπήρξαν το αποτελεσματικό όπλο μας απέναντι στη διπλωματία των καγκελαριών.