Ο θριαμβευτής των γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου, Όλαφ Σολτς βρίσκεται μπροστά σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι της πολιτικής καριέρας του. Ο Σολτς βασίζεται στην πρωτιά που εξασφάλισε το κόμμα του, ώστε να βρεθεί στον θώκο της καγκελαρίας για πρώτη φορά. Βέβαια, η κατάσταση που έχει βρεθεί -να συνομιλεί με τους Φιλελεύθερους και τους Πρασίνους- για έναν κυβερνητικό συνασπισμό δεν σημαίνει πως έχει την απόλυτη δύναμη.
Οι Πράσινοι μπορεί να βρίσκονται προγραμματικά και συναισθηματικά εγγύτερα των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Οι φιλελεύθεροι κινούνται πολύ πιο κοντά στους Χριστιανοδημοκράτες και μία συμμαχία μαζί τους θα ήταν περισσότερο φυσική. Αν δεν είχε υπάρξει η ιστορικά χαμηλή επίδοση των Χριστιανικών κομμάτων στις εκλογές, τα πράγματα θα ήταν σίγουρα διαφορετικά για τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Τώρα όμως Φιλελεύθεροι και Πράσινοι έχουν δηλώσει πως μιλούν μόνο με τους Σοσιαλδημοκράτες για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Η πόρτα των Χριστιανοδημοκρατών ωστόσο δεν έχει κλείσει.
Το ζήτημα παραμένει πως οι διαφορές μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων εντοπίζονται στο βασικότερο σκέλος, εκείνο των οικονομικών. Αν ο Σολτς δεν καταφέρει να τις γεφυρώσει, θα είναι δύσκολο να υλοποιήσει το βασικό κομμάτι των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Ως υπουργός Οικονομικών γνωρίζει πως οι θέσεις των Φιλελευθέρων, όπως για παράδειγμα τα μηδενικά ελλείμματα του προϋπολογισμού θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την επόμενη κυβέρνηση του.
Σε αυτό άλλωστε φαίνεται να συμφωνούν με τους Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, που φαίνεται να κρατούν το κλειδί για τον τριπλό σχηματισμό. Υπάρχει η προοπτική πάντως να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση, και να αναλάβει ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων το κομβικό υπουργείο Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες φέρονται αποφασισμένοι να εισέλθουν στην κυβέρνηση και να εκμεταλλευθούν την επιθυμία του Σολτς, για να γίνει καγκελάριος, ώστε να αποσπάσουν μεγάλες παραχωρήσεις. Εν τω μεταξύ η αποχώρηση του Άρμιν Λάσετ από την ηγεσία των Χριστιανικών κομμάτων, στην οποία παρέμενε παρά τις επικρίσεις για την εκλογική αποτυχία, με το σκεπτικό της ενδεχόμενης αδυναμίας των Σοσιαλδημοκρατών να σχηματίσουν κυβέρνηση δείχνει τη ρευστότητα της κατάστασης. Ο επικεφαλής μπορεί να αλλάξει, δίχως όμως να σημαίνει πως δεν θα μετέχουν τα Χριστιανικά κόμματα στην επόμενη κυβέρνηση.