Ο εξοπλισμός με καλάζνικοφ του πληθυσμού στην Ουκρανία, έπειτα από τη διεύρυνση της ρωσικής εισβολής σε όλα τα μέτωπα, προκάλεσε συγκίνηση σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, αυτό έδειξε τη μεγάλη στρατιωτική ανισορροπία μεταξύ της ουκρανικής και ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, ακόμα και σήμερα, παρ’ όλο που η Ουκρανία αποτελούσε κομβικό μέρος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά τις συγκλονιστικές εικόνες από την αντίσταση των Ουκρανών στην εισβολή, η στρατιωτική υπεροπλία των ρωσικών δυνάμεων είναι εντυπωσιακή καθώς η κατάσταση του ουκρανικού στρατού είναι σε πολύ κατώτερο επίπεδο από τον ρωσικό. Ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος, πως όλο αυτό το διάστημα η Ουκρανία συνόρευε με μία Ρωσία που βρυχόταν, ενώ οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία μαίνονταν.
Βέβαια, η σοβιετική κατάρρευση είχε επιβάλει έναν βαρύ «φόρο» στην ουκρανική άμυνα. Η παράδοση στη Ρωσία των πυρηνικών όπλων που βρέθηκαν στην κατοχή της από τη Σοβιετική, υπό τη συμφωνία πως η Μόσχα θα σεβόταν την ανεξαρτησία της, ήταν χαρακτηριστική του καθεστώτος που επικράτησε στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Η άμυνα της χώρας θεωρήθηκε ως μέρος της ευρύτερης συμφωνίας για τη δημιουργία της χώρας και οι προσπάθειες για εξοπλισμό της σταματούσαν με διαφορετικούς τρόπους.
Ένα σημαντικό μέρος του εξοπλισμού που κληρονομήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση εκποιήθηκε με μη ορθολογικούς όρους, η διαφθορά δέσποζε, όπως γίνεται όπου υπάρχουν προμήθειες εξοπλισμού δίχως θεσμούς που λειτουργούν. Το αποτέλεσμα φάνηκε ξεκάθαρα το 2014, όταν οι ρωσικές παρέλασαν ουσιαστικά προς τη χερσόνησο της Κριμαίας, προχωρώντας στην κατοχή του ουκρανικού εδάφους.
Έκτοτε βέβαια, υπήρξε μία εγρήγορση για την ανόρθωση του ασθενικού τομέα της ουκρανικής άμυνας με τη συμπαράσταση της Δύσης, δηλαδή κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την αμερικανική συνδρομή o στρατός της Ουκρανίας εκπαιδεύτηκε και εξοπλίστηκε σε πολύ καλύτερο επίπεδο από πριν, αν και οι δυσκολίες σε ορισμένα σημεία αποδείχτηκαν ανυπέρβλητες. Χαρακτηριστικό είναι πως αρκετοί στρατιωτικοί διοικητές δεν μπορούσαν να συνεργαστούν καν με τους δυτικούς, καθώς δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν καν στα αγγλικά σε στρατιωτικούς όρους.
Βέβαια ακόμα κι έτσι, οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας είναι πολύ λιγότερες αριθμητικά σε σχέση με τις ρωσικές, ενώ μειονεκτούν και στην ποσότητα των όπλων που έχουν στη διάθεση τους. Κατά συνέπεια, οι περίπου 200.000 Ουκρανοί στρατιώτες είναι δύσκολο να αντιπαρατεθούν με τις ρωσικές δυνάμεις. Ενδεχομένως, μαζί με τους πολιτοφύλακες καθώς και τους πολίτες που επιστρατεύτηκαν να πλησιάσουν το εκατομμύριο, αλλά σίγουρα ο εξοπλισμός που διαθέτουν και η έλλειψη εμπειρίας και στοιχειωδών γνώσεων είναι εμφανή. Ακόμα και τα τανκς είναι μόλις το 1/3 των ρωσικών και τα αντιαρματικά όπλα και οι αντιπυραυλικά αμυντικά συστήματα παραμένουν αδύναμα.
Οι πιο πρόσφατες εμπειρίες στις συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία είναι δύσκολο να αξιοποιηθούν, καθώς αποτελούσαν ένα διαφορετικό είδος πολεμικών αναμετρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι πως τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που προμηθεύτηκε το Κίεβο από την Τουρκία έπαιζαν κομβικό ρόλο, που δεν μπορούν να διαδραματίσουν σήμερα.
Οι συνεχείς εκκλήσεις από την ουκρανική ηγεσία για εξοπλισμό είναι ενδεικτικές της ανάγκης που υπάρχει για κάθε μορφής στρατιωτική ενίσχυση. Ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ανέρχονται σε πολύ υψηλό επίπεδο, φτάνοντας μέχρι και στο 3% του ΑΕΠ, οι πραγματικές παροχές και δυνατότητες που βρίσκονται στη διάθεση ενός ουκρανού ενόπλου βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.