Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) υπερηφανεύεται για την Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εν τούτοις, φαίνεται να θεωρεί ότι ένας πληθυσμός άνω των 23.000.000 ανθρώπων δεν επιτρέπεται να απολαύει των δικαιωμάτων αυτών. Διότι πώς άλλως να εξηγήσει κανείς την εξακολουθητική άρνηση της γραφειοκρατίας του ΟΗΕ να επεκταθεί η ισχύς της Διακηρύξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επί του εδάφους της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν;)
Αυτή η διάκριση εις βάρος της Ταϊβάν και των πολιτών της γίνεται απόπειρα να δικαιολογηθεί, από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με καταχρηστική επίκληση της Αποφάσεως υπ’ αριθμόν 2758 της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ από έτους 1971. Πράγματι, η αδικία η διαπραχθείσα εις βάρος της Ταϊβάν ανάγεται στην περίοδο εκείνη, όταν η ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ των ΗΠΑ, τότε Ηγέτιδος Δυνάμεως του Ελευθέρου Κόσμου, κατά μήκος του πνεύματος του Henry Kissinger, πρόδωσε την παλαιά και πιστή σύμμαχό της, Δημοκρατία της Κίνας, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια της ηπειρωτικής (Κομμουνιστικής) Κίνας. Συνεπεία της τότε αμερικανικής μεταβολής στάσεως, η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) απώλεσε την έδρα της στον ΟΗΕ, την οποίαν κατέλαβε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Είναι σημαντικόν να υπενθυμίσομε, εν τούτοις, ότι η εν λόγω Απόφασις 2758 της Γ.Σ. του ΟΗΕ, καίτοι προέβλεπε την εκπροσώπηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας εντός του ΟΗΕ, δεν έθιγε το ζήτημα της εκπροσωπήσεως της Ταϊβάν. Ακόμη ολιγώτερον παρέσχε δε στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του πληθυσμού της Ταϊβάν. Όπως ορθώς υπενθυμίζει ο Υπουργός Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) Δρ. Jaushieh Joseph Wu, από των μέσων του 20ού αιώνος, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έθεσε ως στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν και αρνήθηκε έκτοτε και μέχρι σήμερα να αποκηρύξει την χρήση βίας προς επίτευξιν του σκοπού αυτού, μολονότι ουδέποτε ήσκησε κυριαρχία επί της νήσου. Πράγματι, ιστορικώς, η Ταϊβάν ουδέποτε απετέλεσε τμήμα της επικρατείας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Συνεπώς, η τελευταία ουδεμίαν νόμιμον αξίωσιν έχει επί της νησιωτικής πολιτείας.
Η Ταϊβάν είναι ένα Κυρίαρχον Κράτος, διαθέτον ώριμους δημοκρατικούς θεσμούς, ίδιες Ένοπλες Δυνάμεις, διεθνείς διπλωματικούς εταίρους, πρώτης τάξεως ανθρώπινον δυναμικόν και μίαν εκ των μεγαλυτέρων Οικονομιών του πλανήτου – καθώς και την βούληση και αποφασιστικότητα του Λαού και της Ηγεσίας του, όπως διατηρήσουν και προασπίσουν την ελευθερία, τον κώδικα αξιών και τον τρόπον βίου των. Είναι η 11η πλέον ελευθέρα Οικονομία και η 18η ισχυρότερη εμπορική χώρα του κόσμου.
Έχει μεριμνήσει δε επί σειρά ετών, αφ’ εαυτής και χωρίς να υπέχει καμμία ανάλογη διεθνή υποχρέωση, να εναρμονίσει το εσωτερικόν Δίκαιον της με τις διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το πολιτικό σύστημα και ο λαός της νησιωτικής πολιτείας έχουν εργασθεί επί πολλά χρόνια, τουλάχιστον όσον οι πλέον προηγμένες κοινωνίες, αν όχι και περισσότερο, για να επιτύχουν υψηλές επιδόσεις εξ επόψεως Κράτους Δικαίου, ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατίας.
Υπενθυμίζομε, παρεμπιπτόντως, ότι η Ταϊβάν υπήρξε η μόνη χώρα της υφηλίου – πλην της Δημοκρατίας της Κορέας (της ευρέως καλουμένης και Νοτίου Κορέας) – η οποία κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς την πρόσφατη κρίση δημοσίας υγείας, αποσπώντας την αναγνώριση και τον θαυμασμό ολοκλήρου του κόσμου (όρα μεταξύ άλλων το άρθρο των Jaron Lanier και E. Glen Weyl, «Taiwan's initial success against the novel coronavirus is a model for the rest of the world», δημοσιευθέν εις το τεύχος Μαΐου–Ιουνίου 2020 της επιθεωρήσεως «FOREIGN AFFAIRS»).
Προσέτι, η Ταϊβάν έχει δαπανήσει ένα εντυπωσιακό ποσόν άνω των έξι δισεκατομμυρίων δολλαρίων (6.000.000.000$) υπέρ της διεθνούς ιατρικής και ανθρωπιστικής βοηθείας από το έτος 1996 μέχρι σήμερα, επ’ ωφελεία εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον πλανήτη. Υπό το φως αυτής της γενναιόδωρης προσφοράς της νησιωτικής πολιτείας και του λαού της υπέρ της διεθνούς κοινότητος, η στάση του ΟΗΕ και των δομών και υπηρεσιών του έναντι της Ταϊβάν, οφειλομένη στην υπό του Πεκίνου ασκουμένη τακτική εκβιασμού, φαίνεται και εντελώς παράλογη αλλά και στερουμένη ηθικής βάσεως.
Αναντιλέκτως, η Ταϊβάν αντιμετωπίζει τρομακτικές στρατιωτικές απειλές από πλευράς της Κομμουνιστικής Κίνας, η οποία εφαρμόζει εις βάρος της τακτικές υβριδικού πολέμου, όπως εξήγησε ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Δρ. Wu, ο οποίος περιεποίησε προ καιρού στον γράφοντα την τιμή να απαντήσει εις σχετικές ερωτήσεις του. Η κατά της Ταϊβάν στρεφομένη έντασις στρατιωτικής δραστηριότητος, εκ μέρους της Κομμουνιστικής Κίνας, απηχεί τον εκνευρισμό της ιθυνούσης κρατικής και κομματικής γραφειοκρατικής ελίτ της τελευταίας, η οποία συνειδητοποιεί ότι, εις πείσμα της προπαγάνδας, τα 23.500.000 εκατομμύρια κατοίκων της νησιωτικής πολιτείας δεν εννοούν να εξαπατηθούν από τις υποσχέσεις του Πεκίνου περί «ειρηνικής ενοποιήσεως» των δύο τμημάτων του Σινικού Έθνους, βάσει της αρχής «Μία Χώρα – Δύο [Πολιτικά] Συστήματα» (One Country, Two Systems), μετά μάλιστα και την πρόσφατο πικρά εμπειρία του Hong-Kong.
Πράγματι, ολοένα και περισσότεροι ιέρακες της ιθυνούσης κρατικής και κομματικής γραφειοκρατικής ελίτ του Πεκίνου εκφράζουν απροκαλύπτως την άποψη ότι μόνον διά της βίας δύναται να επέλθει η «επανένωσις» της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα. Εις τα ελεγχόμενα υπό του κόμματος μέσα μαζικής επιρροής, οι απειλές επιθέσεως κατά της νησιωτικής πολιτείας συγκαταλέγονται στην ημερησία διάταξη.
«Πόσον καιρόν θα ηδύνατο να ανθέξει η Ταϊβάν μίαν επίθεσιν της (Ηπειρωτικής) Κίνας;» ηρωτήθη παλαιότερα ο Πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) κ. Su Tseng-chang. Η απάντησή του ήτο τόσον λακωνική, σαφής και κατηγορηματική, ώστε θα την εζήλευαν και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες: «Η Ταϊβάν δεν θα πέσει!» Και προσέθεσε: «Πάσα εχθρική δύναμις, ήτις ήθελε επιχειρήσει πολεμικήν ενέργειαν (κατά της Ταϊβάν), θα κατέβαλε βαρύτατον τίμημα, και τούτο ισχύει και διά το Πεκίνον» (όρα άρθρον μας δημοσιευθέν στην «Εστία», φύλλον της 2ας Νοεμβρίου 2020).
Όπως υπενθύμισε δε ο Πρέσβυς κ. Sherman S. Kuo, επί κεφαλής του Γραφείου Αντιπροσωπείας της Ταϊπέϊ εν Ελλάδι, σε μία λίαν ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με τον γράφοντα, οι δημοσκοπήσεις δηλούν ότι ποσοστόν 87% των πολιτών της Ταϊβάν δεν θέλει να ελέγχεται από την Κίνα, ενώ το 73% των πολιτών είναι πρόθυμον να συμμετάσχει ενεργώς στην στρατιωτική προσπάθεια αμύνης εναντίον εισβολής.
Σημειωτέον ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαθέτει βεβαρημένο παρελθόν επιθετικότητος, όπως μαρτυρούν η εισβολή της στην Κορέα, εν έτει 1950, ήτοι ένα μόλις έτος (!) από της εγκαθιδρύσεως του κομμουνιστικού καθεστώτος υπό του Mao Tse-tung, οι Σινοϊνδικοί Πόλεμοι του 1962 και του 1967 καθώς και το σινοϊνδικόν «θερμόν επεισόδιον» του 1987 εις Sumdorong Chu, η Σινοσοβιετική Συνοριακή Σύρραξις του 1969 και η εισβολή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ (1979).
Καθ’ ο μέτρον δε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αυξάνει την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της, καθίσταται ολοένα επιθετικώτερη έναντι της Ταϊβάν, ασκούσα τακτικές εκφοβισμού και εκβιασμού, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων της λεγομένης Μέσης Γραμμής του Στενού της Ταϊβάν αλλά και της Ζώνης Αναγνωρίσεως Αεραμύνης (ADIZ) της Ταϊβάν. Συνάμα, εντείνει τις επιχειρήσεις υβριδικού πολέμου, όπως είναι, φερ’ ειπείν, η Παραπληροφόρησις και οι τακτικές Οικονομικού Πολέμου, προκειμένου να κάμψει το φρόνημα αντιστάσεως της ηγεσίας και των πολιτών της νησιωτικής πολιτείας.
Εν προκειμένω, οφείλει να τονισθεί ότι οι επιπτώσεις εκ μιας επιθετικής ενεργείας του Πεκίνου κατά της Ταϊβάν δεν θα αφορούν μόνον την τελευταία. Εντός ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος οι οικονομικές, γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες ενός πολέμου δεν παραμένουν, πλέον, εντός εθνικών συνόρων. Συνεπώς, είναι καλλίτερον να αποτρέπεται η εκδήλωση τέτοιων απειλών κατά της Διεθνούς Ασφαλείας ακόμη και σε θεωρούμενες ως περιφερειακές εστίες.
Ο διαπρεπής ερευνητής Ian Easton παρετήρησε, προ καιρού, ότι η Taiwan είναι το στρατηγικόν νευρικόν σύστημα της υφηλίου (Taipei Times, 14/2/2022). Το ήμισυ των διεθνών θαλασσίων εμπορευματικών μεταφορών διέρχεται καθ’ εκάστην το Στενόν της Ταϊβάν.
Προσέτι, η χώρα αυτή κατασκευάζει το μεγαλύτερον μέρος των ημιαγωγών, των απολύτως απαραιτήτων για την λειτουργία των ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και των μικροεπεξεργαστών/μικροκυκλωμάτων (microchip): το 60% και το 90% της παγκοσμίου παραγωγής, αντιστοίχως! Αυτονοήτως, η Ταϊβάν κατέχει κρίσιμη θέση στην διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα. Ως εκ τούτου, πάσα σύρραξις στο Στενόν της Ταϊβάν θα επέφερε ολέθριες επιπτώσεις επί της παγκοσμίου οικονομίας.
Επομένως, η ύπαρξις της Ταϊβάν είναι μείζονος σημασίας για το διεθνές σύστημα. Όχι μόνον εξ αιτίας της προαναφερθείσης σπουδαιότητός της για την λειτουργία ολοκλήρου της συγχρόνου οικονομίας. Αλλά, πρωτίστως, διότι η Ταϊβάν είναι μία διαρκής υπόμνηση του τι είναι εφικτόν στις διεθνείς σχέσεις. Αυτή ταύτη η ύπαρξις της χώρας αποδεικνύει ότι είναι εφικτή η πολιτική και, συνάμα, οικονομική ανάπτυξη, ότι είναι δυνατός ο εκδημοκρατισμός μη Δυτικών χωρών – χωρίς να απαιτείται έξωθεν επέμβασις.
Πράγματι, η κοινωνία της Ταϊβάν εκπροσωπεί όλες εκείνες τις θεμελιώδεις αξίες του πάλαι ποτέ Ελευθέρου Κόσμου, τις οποίες η Δύσις αποπειράται να «εξαγάγει», από καιρού εις καιρόν – πλην όμως επί ματαίω και προκαλούσα ποταμούς αίματος (όρα Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία, Κοσσυφοπέδιον και αλλαχού). Αντιθέτως, η Ταϊβάν επέτυχε πάντα ταύτα. Και τα επέτυχε μόνη – εις πείσμα όλων των περιορισμών, των αδίκως επιβληθέντων εις βάρος της, από της δεκαετίας του 1970 και εντεύθεν.
Εξ άλλου, η επεκτατική βουλιμία της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατικής ελίτ του Πεκίνου δεν θα κορεσθεί με την Ταϊβάν, σε περίπτωση κατακτήσεως της νησιωτικής πολιτείας. Έχει εδαφικές βλέψεις επί της Νοτίου και της Ανατολικής Σινικής Θαλάσσης. Η δε πρόσφατος αμυντική συμφωνία, την οποίαν συνήψε με τις Νήσους του Σολομώντος, κείμενες επί του Νοτίου Ειρηνικού Ωκεανού, παρέχουν, για πρώτη φορά στην Νεώτερη και Σύγχρονη Ιστορία, στην ηπειρωτική Κίνα την δυνατότητα στρατιωτικής χρήσεως λιμένων της ευρυτέρας γεωπολιτικής περιοχής του Ινδοειρηνικού.
Αλλ’ υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίον σπανίως θίγεται στα άρθρα και τις αναλύσεις των διεθνών ΜΜΕ, οσάκις αναφέρονται στο ενδεχόμενον καταλήψεως της Ταϊβάν υπό της ηπειρωτικής Κίνας: η ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος. Με άλλους λόγους, το τί θα εσήμαινε αυτό για τον πληθυσμό της νήσου. Και δεν εννοούμε τις αναμενόμενες ομαδικές εκτελέσεις ή εκτοπίσεις εκατοντάδων ή χιλιάδων πολιτικών, δικαστών, ανωτάτων στρατιωτικών, επιφανών διανοουμένων ή γνωμηγητόρων.
Αναφερόμεθα στην τεραστία μάζα των στελεχών της Δημοσίας Διοικήσεως και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, των εκπαιδευτικών πάσης βαθμίδος, των ιατρών, των πτυχιούχων πανεπιστημίου αλλά και των εκατομμυρίων απλών πολιτών, οι οποίοι θα υπεχρεούντο εις ούτω καλούμενα «προγράμματα αναμορφώσεως» ή «επανεκπαιδεύσεως», όπως συνέβη παντού, όπου επεβλήθη καθεστώς Κομμουνιστικού Ολοκληρωτισμού, και δη στην Ασία, με κάθε άνδρα και γυναίκα που είχε αποκτήσει «αστική», «αντιδραστική» παιδεία (ήγουν, είχε φοιτήσει σε σχολείο!) – όρα τα «στρατόπεδα αναμορφώσεως»/«επανεκπαιδεύσεως» στην ηπειρωτική Κίνα, στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη κ.λπ. Αυτά, βεβαίως, ηχούν παράξενα εν Ελλάδι, λόγω της απολύτου ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους και στον δημόσιο λόγο, από πεντηκονταετίας περίπου, αλλ’ είναι πασίγνωστα διεθνώς.
Ακόμη και επί των ημερών μας, ο ΟΗΕ δημοσίευσε έκθεση σχετική με την μεταχείριση της μειονότητος των Ουϊγούρων από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στην οποία έκθεση καταγγέλλεται ο εκτοπισμός εκατομμυρίων μελών της εν λόγω μειονότητος από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, Σινκιάγκ (ΒΔ Κίνα) και ο εγκλεισμός τους σε «κέντρα αναμορφώσεως» καθώς και η διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αίσθηση προκάλεσε δε στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη η παραδοχή του πρώην Πρέσβεως της Λ.Δ. της Κίνας στην Γαλλία, κ. Lu Shaye, ότι οι πολίτες της Ταϊβάν θα «επανεκπαιδεύονταν» σε περίπτωση «ενώσεως» της χώρας τους με την ηπειρωτική Κίνα. Αν θυμηθούμε ότι ομιλούμε περί 23.500.000 ανθρώπων, αντιλαμβανόμεθα την έκταση της ανθρωπίνης τραγωδίας σε τέτοιαν περίπτωση.
Υπό το φως των ανωτέρω, είναι καιρός να επιδείξει ο ΟΗΕ την δέουσα συνέπεια προς τις διακηρύξεις του και να παύσει την αδικία, που διαπράττει εις βάρος της Ταϊβάν και του πληθυσμού της. Η θεσμική έκφραση της διεθνούς κοινότητος πρέπει, επί τέλους, να φερθεί με την προσήκουσα δικαιοσύνη έναντι της πρότυπης δημοκρατίας της Ασίας. Αρκετά Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. και ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαφόρων τάσεων, εκφράζουν την συμπαράστασή τους προς την Ταϊβάν. Απουσιάζει, φευ, η Ελληνική Δημοκρατία, παρά τις διακηρύξεις της ιθυνούσης πολιτικής τάξεως, ότι η χώρα ακολουθεί διεθνώς πολιτική αρχών.
*Ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος διετέλεσε, επί μακράν σειράν ετών, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Σήμερα διδάσκει στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.