Η πρώτη συνάντηση μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ρωσίας και Ουκρανίας στην Αττάλεια της Τουρκίας, στο πλαίσιο του διεθνούς διπλωματικό φόρουμ πραγματοποιείται εν μέσω της έντονης δραστηριοποίησης της Άγκυρας, αλλά και του Ισραήλ. Η διπλή παρέμβαση λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο, που η ουκρανική κρίση αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ διατηρεί ιδιαίτερο διακύβευμα σε περιφερειακό επίπεδο.
Η Τουρκία από την πρώτη στιγμή βρέθηκε σε δύσκολη θέση από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το προηγούμενο διάστημα ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθούσε να διατηρήσει μία ευαίσθητη ισορροπία, καθώς από τη μία πλευρά είχε χτίσει μία ιδιαίτερη σχέση με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, ενώ είχε διανοιχτεί ένα σημαντικό κανάλι πώλησης οπλικών συστημάτων και όχι μόνο στην Ουκρανία.
Γίνεται οπότε κατανοητό πως ο διπλωματικός μαραθώνιος, στον οποίο έχει επιδοθεί η τουρκική πλευρά, δεν είναι απλά για την επιβεβαίωση του κύρους της, αλλά διότι η συνέχιση της πολεμικής διαμάχης θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Η αύξηση του κόστους της ενέργειας, αλλά και των τροφίμων θα πλήξει άμεσα την τουρκική οικονομία, που ήδη βρισκόταν σε άσχημη θέση.
Αυτό αγγίζει και τον τουρκικό πληθυσμό βέβαια, αλλά και τους παραγωγούς που εξήγαγαν προϊόντα προς τη Ρωσία, όσο και τα έσοδα από τις τουριστικές ροές ενόψει καλοκαιριού. Καθώς το ευρύτερο οικονομικό πρόγραμμα του τουρκικού καθεστώτος βρίσκεται πλέον υπό αίρεση, είναι σαφές πως η Άγκυρα δεν θέλει καν να συζητά για το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων για τη ρωσική εισβολή.
Η διεθνής δραστηριοποίηση της Τουρκίας συμπεριλαμβάνει και την αναβάθμιση των σχέσεων της με το Ισραήλ, καθώς η Άγκυρα θεωρεί πως δεν έχει πλέον περιθώριο σε αντίθετη πλευρά μαζί του. Η πρώτη επίσημη υψηλόβαθμη επίσκεψη του Πρόεδρου του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτσογκ στην Άγκυρα από το 2008, που πραγματοποιήθηκε χθες πραγματοποιήθηκε ύστερα από τις επίμονες τουρκικές προσπάθειες.
Υπό μία έννοια το Ισραήλ βρίσκεται σε μία αντίστοιχα άβολη θέση έπειτα από την κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό πως η επιφυλακτική του στάση έπειτα από τη ρωσική εισβολή προκάλεσε την παρέμβαση της Ουάσιγκτον, ώστε το Ισραήλ να λάβει μία πιο ξεκάθαρη θέση απέναντι στη ρωσική εισβολή.
Φυσικά, το να υπάρχει η καθοριστική και στιβαρή ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, είναι ένας βασικός παράγοντας που βαραίνει τη σκέψη της ισραηλινής κυβέρνησης.
Όσο εξελίσσεται ωστόσο η ουκρανική κρίση, υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι που αναφύονται για το Ισραήλ, με το πρώτο ζήτημα βέβαια να είναι το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Καθώς το κόστος της ενέργειας έχει εκτοξευθεί, υπάρχουν σκέψεις κατά πόσο μία συμφωνία της διεθνούς κοινότητας με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα, μπορεί να εξισορροπήσει τις απώλειες από τον ρωσικό αποκλεισμό. Επιπρόσθετα, δεν πέρασε απαρατήρητο πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, εμμέσως αναφέρθηκε στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, πως δεν έχει είναι τόσο προχωρημένο όσο εκτιμάται.
Σε κάθε περίπτωση, το δημοσίευμα της Jerusalem Post, σύμφωνα με το οποίο το Κρεμλίνο έχει υποβάλει οριστική πρόταση στο Κίεβο για τη λήξη του πολέμου, δείχνει πως στον αχό συμβαίνει παράλληλα μία μεγάλη διαπραγμάτευση για την επόμενη μέρα της ρωσικής εισβολής.
Διαφαίνεται πως τα δύο βασικά ενδεχόμενα είναι μία εκεχειρία με δυσβάσταχτους όρους για την Ουκρανία ή την έναρξη μίας πιο καταστροφικής φάσης των ρωσικών πολεμικών επιχειρήσεων. Βαφτισμένο στην αιματηρή Μέση Ανατολή, στο Ισραήλ βλέπουν τον Πούτιν ως έναν ηγέτη που κάνει ψυχρούς υπολογισμούς, με βάση τη στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή και τον Ζελένσκι, παρά τη στήριξη της Δύσης, να βρίσκεται στα πρόθυρα δύσκολων αποφάσεων.