Η Τουρκία προσπαθεί να παρουσιαστεί ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας, διεκδικώντας τον ρόλο του εγγυητή σε διεθνείς συγκρούσεις, όπως αυτές στην Ουκρανία και τη Συρία. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική δεν είναι παρά ένα εργαλείο για την προώθηση των διαχρονικών επεκτατικών φιλοδοξιών της, με σημαντικό αντίκτυπο στην Κύπρο και την Ελλάδα. Η Λευκωσία και η Αθήνα πρέπει να παρακολουθούν με προσοχή τις διπλωματικές κινήσεις της Άγκυρας, καθώς η ενδεχόμενη διεθνής νομιμοποίηση του τουρκικού στρατιωτικού ρόλου ενδέχεται να δημιουργήσει επικίνδυνα προηγούμενα για την περιοχή.
Η Άγκυρα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή. Από την αρχή της σύγκρουσης, η Τουρκία διατηρεί έναν διπλό ρόλο: από τη μια πλευρά προμηθεύει την Ουκρανία με drones, ενώ από την άλλη συνεργάζεται στενά με τη Ρωσία, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μεσολαβητή. Στο πλαίσιο αυτό, το 2022 η Ουκρανία ζήτησε από την Τουρκία να συμμετάσχει σε ένα σύστημα διεθνών εγγυήσεων για την ασφάλειά της.
Αυτό δημιουργεί ερωτήματα για τη στρατηγική της Ελλάδας. Η Ελλάδα έχει προσφέρει ουσιαστική στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία, κερδίζοντας σεβασμό και αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα. Παράλληλα, περιμένει από τους συμμάχους της να στηρίξουν τα δικά της συμφέροντα, όπως το Κυπριακό και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο, η διαχείριση αυτών των ζητημάτων είναι περίπλοκη, ιδιαίτερα όταν η Ουκρανία φαίνεται να προτίθεται να αναθέσει στην Τουρκία, με την επίσκεψη του Ζελένσκι στον Ερντογάν, έναν κρίσιμο ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία, παρά την τουρκική στρατιωτική κατοχή στην Κύπρο και την επιθετική πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία όπως φαίνεται αγνοεί ο κ. Ζελένσκι.
Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για την Ελλάδα να αναπτύξει νέους τρόπους επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης με διεθνείς δυνάμεις, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ. Ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει ένας από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς παράγοντες, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με τον Τραμπ και να ενισχύσει τις σχέσεις της, δεδομένου ότι η πολιτική του έχει αφήσει σημαντικό αποτύπωμα στην περιοχή και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην περιοχή, προσφέροντας στρατηγικά πλεονεκτήματα.
Η απουσία διαύλων επικοινωνίας με τον Τραμπ αποτελεί στρατηγικό κενό για την Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει καλλιεργήσει ισχυρές σχέσεις με άλλους διεθνείς παράγοντες, η έλλειψη άμεσης επαφής με έναν τόσο ισχυρό πολιτικό παίκτη μπορεί να την περιορίζει στο να επηρεάσει σημαντικές αποφάσεις, όπως η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία και το Κυπριακό. Επιπλέον, δεδομένων των ασταθών διεθνών συνθηκών, η Ελλάδα πρέπει να προσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική ώστε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που προσφέρονται από τη συνεργασία με ηγετικές προσωπικότητες, ακόμα κι αν αυτές δε συμβαδίζουν πάντα με τις παραδοσιακές αξίες της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει νέες στρατηγικές που θα της επιτρέψουν να διεκδικήσει μεγαλύτερο λόγο στις διεθνείς εξελίξεις, ενισχύοντας τις συμμαχίες της και δημιουργώντας διαύλους επικοινωνίας με εκείνους που μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον της περιοχής.
Η αλλαγή ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες προσθέτει μια ακόμη μεταβλητή στην εξίσωση. Η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να υιοθετεί μια πιο ρεαλιστική και συμφεροντολογική προσέγγιση, αναζητώντας συμμάχους που μπορούν να λειτουργήσουν ως «χωροφύλακες» της αμερικανικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία ενδέχεται να αξιοποιηθεί ως περιφερειακός παίκτης για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων, ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως το Ουκρανικό και το Μεσανατολικό.
Η Τουρκία προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως εγγυητή της σταθερότητας, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκει να εδραιώσει την επιρροή της σε κρίσιμες περιοχές. Όταν ο Ερντογάν επιχείρησε να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η επιδίωξη της Τουρκίας ήταν να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, προσφέροντας τις υπηρεσίες της ως μεσολαβητής ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να αποκτήσει από αυτό, πλεονεκτήματα στον έλεγχο κρίσιμων ζωνών. Αν και η Άγκυρα δεν έχει επισήμως ζητήσει να αναλάβει στρατιωτικό ρόλο στην Ουκρανία, κάθε συζήτηση για ειρηνευτική πρωτοβουλία της Τουρκίας εξυπηρετεί τον στρατηγικό της στόχο να ενισχύσει τη θέση της ως περιφερειακή δύναμη και να διατηρήσει την επιρροή της στις εξελίξεις στην περιοχή.
Αυτό όμως μπορεί να έχει συνέπειες για την Κύπρο και την Ελλάδα. Αν η Τουρκία αποκτήσει διεθνή νομιμοποίηση ως εγγυήτρια δύναμη, σε άλλες συγκρούσεις, θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει αυτό το προηγούμενο στο Κυπριακό, ενισχύοντας τις θέσεις της για τη διατήρηση των εγγυήσεων και της στρατιωτικής της παρουσίας στο νησί.
Η Τουρκία προσπαθεί να φορέσει το προσωπείο του ειρηνοποιού, αλλά η πραγματική της επιδίωξη είναι να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση και να εδραιώσει τη στρατιωτική της παρουσία σε κρίσιμες περιοχές. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία, τη Συρία και η σχέση της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον θα καθορίσουν τις επόμενες κινήσεις της.
Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να παραμένουν σε εγρήγορση και να διασφαλίσουν ότι δε θα βρεθούν σε δυσμενή θέση, ενώ παράλληλα πρέπει να αξιοποιήσουν τις διεθνείς τους συμμαχίες για να αποτρέψουν την τουρκική στρατηγική να νομιμοποιηθεί ως ειρηνευτική δύναμη. Η διπλωματική σκακιέρα είναι ασταθής και απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς, καθώς οι εξελίξεις ενδέχεται να επηρεάσουν άμεσα τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα.
*Αντιπτέραρχος (Ι) εα. Κωνσταντίνος Ιατρίδης