Ο παραλληλισμός τον οποίο έκανε ο πρώην πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες αναμφίβολα είναι ασυνήθιστος για ένα διπλωμάτη καριέρας – έστω κι αν σήμερα δεν κρύβει τις πολιτικές του προτιμήσεις υπέρ των Δημοκρατικών. «Για κάποια χρόνια – είπε ο Άντονι Γκάρντνερ στη συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο Politico – προβληματιζόμουν για τα πολλά στοιχεία τα οποία είναι κοινά ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπενίτο Μουσολίνι»!
Όπως και να το κάνουμε, δεν είναι μικρό πράγμα να κατηγορείται ανοιχτά ο πρόεδρος της ισχυρότερης χώρας στον πλανήτη για φασιστικές ιδέες και πολιτικές. Πολύ περισσότερο, τη στιγμή που ένα ολοένα μεγαλύτερο – και εξαιρετικά επίμονο... – τμήμα των Αμερικανών τον καταδικάζει ανοιχτά για την τακτική την οποία ακολούθησε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, η οποία τείνει να επισκιάσει κάθε άλλο πολιτικό γεγονός στις ΗΠΑ, των εκλογών του Νοεμβρίου συμπεριλαμβανομένων.
Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι, άλλωστε, αποκαλυπτικές. Για του λόγου το αληθές, δημοσκόπηση του CNN που έγινε γνωστή την Δευτέρα έδειξε ότι μόλις το 31% εγκρίνει τους χειρισμούς του Τραμπ στο φυλετικό ζήτημα, ενώ το σχετικό ποσοστό είναι ελάχιστα υψηλότερο (38%) σε όλο το φάσμα της πολιτικής του. Παράλληλα, το προβάδισμα του Τζο Μπάιντεν ξεπερνά τις 10 μονάδες κατά μέσο όρο, φέρνοντάς τον στην πιο ευνοϊκή θέση από οποιονδήποτε άλλο διεκδικητή της προεδρίας μετά τον Μπιλ Κλίντον, το 1992.
Επίσης, σύμφωνα με άλλη έρευνα για λογαριασμό της Washington Post, στο διάστημα 2-7 Ιουνίου (πριν, δηλαδή, τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις του Σαββατοκύριακου και την τελετή ταφής του Φλόιντ), οι τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες (το 74%) τάσσονται υπέρ των διαδηλώσεων. Είναι δε εντυπωσιακό ότι αυτό ισχύει και για τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων (53% υπέρ), ακόμη όμως και για την πλειοψηφία εκείνων που δηλώνουν πως διαφωνεί με τη βίαιη τροπή που πήραν οι διαμαρτυρίες ορισμένες φορές.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, πάντα με βάση την ίδια έρευνα, το 69% των Αμερικανών παραδέχεται πως τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες δύο εβδομάδες αντανακλούν «ευρύτερα προβλήματα» στην αμερικανική κοινωνία. Κάτι που, με τη σειρά του, δείχνει ότι δεν θα είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί η έκρηξη και να κατευναστεί η οργή με τακτικίστικους χειρισμούς, που αντικειμενικά θα έχουν προεκλογική χροιά.
Χαραμάδα ελπίδας
Μετά από όλα τα παραπάνω, εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: Μα διατηρεί ο Τραμπ έστω και ελάχιστες ελπίδες επανεκλογής; Μπορεί να συνεχίσει να ελπίζει ότι θα επαναλάβει τον «άθλο» του Ρίτσαρντ Νίξον, το ταραγμένο 1968, ο οποίος άρπαξε τη νίκη υποσχόμενος την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης;
Η αλήθεια είναι ότι στις δημοσκοπήσεις υπάρχουν κάποια στοιχεία που θα μπορούσαν να επιτρέψουν μια κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία στον Τραμπ και το επιτελείο του. Κι αυτό, παρά το ότι κάθε μέρα που περνά και δεν αλλάζει η εικόνα, πληθαίνουν οι αναλυτές που όχι μόνο θεωρούν την ήττα του αναπότρεπτη, αλλά επιμένουν ότι θα είναι απρόσμενα βαριά.
Δύο στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα της Washington Post είναι τα πιο ενδιαφέροντα, από αυτή την άποψη: Αφενός, το 66% των ερωτηθέντων δεν επιρρίπτει την ευθύνη για τα επεισόδια ούτε στους διαδηλωτές ούτε και στην αστυνομία, αλλά «σε άλλα άτομα τα οποία έδρασαν ανεύθυνα». Αυτό, σε συνδυασμό με τη μη στήριξη από την πλειοψηφία των Αμερικανών του αιτήματος για «διάλυση της αστυνομίας» (και όχι αναμόρφωσή της), δίνει τη δυνατότητα στον Τραμπ να επιτεθεί στους «ακραίους των Δημοκρατικών» και να ισχυριστεί πως όλα έγιναν επειδή φταίνε κάποιοι λίγοι και στις δύο πλευρές, που πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά.
Αφετέρου, η μεγάλη πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων (72%) συνεχίζει να τάσσεται στο πλευρό του προέδρου, ακόμη και στον χειρισμό των διαδηλώσεων – κι αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως το κόμμα παραμένει συσπειρωμένο στο πλευρό του ανθρώπου που εκτιμά ότι μπορεί να το διατηρήσει στην εξουσία.
Πόλωση ή νέο «συμβόλαιο»;
Μπροστά στην παραπάνω εικόνα, ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του καλούνται να κάνουν μια πολύ δύσκολη επιλογή: Είτε να συνεχίσουν ως το τέλος τη διχαστική τακτική που έχουν εφαρμόσει εξαρχής, ποντάροντας στον «σκληρό» πυρήνα των Ρεπουμπλικάνων και της κοινωνίας. Είτε να κάνουν στροφή προτείνοντας ένα συμβιβασμό, μέσω ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο θα είναι πιο δίκαιο για όλους (έστω κι αν στη συνέχεια δεν το τηρήσουν).
Αμφότερες οι παραπάνω επιλογές μοιάζουν να έχουν περισσότερα αρνητικά από θετικά. Κι έτσι, δεν λείπουν εκείνοι που βλέπουν ως μονόδρομο την εμπλοκή των ΗΠΑ σε μια πολεμική περιπέτεια (με το Ιράν;), ώστε το έθνος να συσπειρωθεί γύρω από τον αρχιστράτηγο.