Ο κύβος ερρίφθη και ο Ντόναλντ Τραμπ έρχεται αντιμέτωπος με ιστορικής βαρύτητας κατηγορητήριο αναφορικά με απόπειρα ανατροπής της εκλογικής έκβασης και της προεδρικής νίκης Μπάιντεν το 2020. Τι περιλαμβάνει το κατηγορητήριο και τι έπειται για τον τέως πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και νυν επικρατέστερο υποψήφιο για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ παραπέμπεται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας για εξαπάτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, συνωμοσίας για παρεμπόδιση επίσημης διαδικασίας (αναφορικά με την επικύρωση της νίκης του Τζο από το Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου), παρεμπόδιση και απόπειρα παρεμπόδισης επίσημης διαδικασίας (και πάλι αναφορικά με την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν) και συνωμοσία κατά πολιτικών δικαιωμάτων προς ανατροπή της θέλησης του εκλογικού σώματος στις κάλπες του 2020.
«Παρότι ηττήθηκε, ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία. Έτσι, για περισσότερο από δύο μήνες μετά την ημέρα των εκλογών, στις 3 Νοεμβρίου 2020, ο κατηγορούμενος διέδιδε ψεύδη [...] ότι είχε κερδίσει» αναφέρεται στο κατηγορητήριο που αριθμεί 45 σελίδες.
Ο Τραμπ επαναλάμβανε ψευδείς ισχυρισμούς περί εκλογικής νοθείας παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από πολλά άτομα του κύκλου του, συμπεριλαμβανομένων ανώτερων αξιωματούχων στο υπουργείο Δικαιοσύνης και δικηγόρων που είχαν διοριστεί από τον ίδιον, καθώς και του τέως αντιπροέδρου Μάικ Πενς, ο οποίος του είπε καθαρά ότι «δεν είχε δει κανένα στοιχείο απάτης που να καθορίζει το αποτέλεσμα».
Το κατηγορητήριο περιγράφει μία συνωμοσία η οποία, στον πυρήνα της, περιλαμβάνει τον Ντόναλντ Τραμπ και συνεργάτες του που φέρεται να επιχείρησαν να εξαπατήσουν τον Μάικ Πενς για να δηλώσει ψευδώς ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 ήταν αμφίβολο.
Για να γίνει αυτό, οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι ότι ο Τραμπ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης για να ανοίξει «έρευνες για εκλογική νοθεία» και επανειλημμένα προσπάθησε να πιέσει τον Πενς να απορρίψει τις ψήφους των εκλεκτόρων για τον Τζο Μπάιντεν σε μια προσπάθεια να σταματήσει την επισφράγιση της εκλογικής του νίκης.
Βάσει του κατηγορητηρίου, όταν το σχέδιο απέτυχε, ο Τραμπ προσπάθησε να μπλοκάρει τη διαδικασία της επικύρωσης της νίκης Μπάιντεν από το Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου και εκμεταλλεύτηκε την εισβολή στο Καπιτώλιο για να προωθήσει ψευδείς ισχυρισμούς για εκλογική νοθεία και να πείσει τα μέλη του Κογκρέσου να εξακολουθήσουν να καθυστερούν την προγραμματισμένη για εκείνη την ημέρα επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος της 3ης Νοεμβρίου.
Άλλοι έξι συνωμότες αναφέρονται στο κατηγορητήριο, αλλά δεν κατονομάζονται. Μεταξύ τους θεωρείται ότι βρίσκεται ο Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και δικηγόρος του Τραμπ μετά την προεδρική ήττα του. Σε βάρος των «έξι» δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη επί του παρόντος.
Το κατηγορητήριο «πηγάζει» από την άρνηση του Τραμπ τις εβδομάδες και τους μήνες μετά την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν τον Νοέμβριο του 2020 να αποδεχθεί ότι είχε χάσει και από τη βίαιη απόπειρα ομάδας υποστηρικτών του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021 να διαταράξουν την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν από το Κογκρέσο με την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Η μαύρη εκείνη ημέρα για την αμερικανική Δημοκρατία οδήγησε στο θάνατο επτά ανθρώπων, σύμφωνα με δικομματική έκθεση της Γερουσίας, και έχει ήδη οδηγήσει σε περισσότερες από 1.000 συλλήψεις.
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει επίσης άλλες σοβαρές κατηγορίες στη Νέα Υόρκη και τη Φλόριντα αναφορικά με την υπόθεση της Στόρμι Ντάνιελς και την παράνομη κατοχή άκρως απόρρητων εγγράφων στο θέρετρο του Μαρ-α-Λάγκο. Παράλληλα, κρίθηκε ένοχος τον Μάιο για σεξουαλική κακοποίηση και δυσφήμιση της συγγραφέως Τζιν Κάρολ, υπόθεση για την οποία έχει ασκήσει έφεση. Επίσης έπονται κατηγορίες εις βάρος του από την Δικαιοσύνη της Τζόρτζια για φερόμενη απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020 στην αμερικανική πολιτεία.
Ο τέως πρόεδρος απάντησε μέσω Truth Social στο κατηγορητήριο, λέγοντας: «Γιατί δεν έφεραν αυτή τη γελοία υπόθεση πριν από 2,5 χρόνια; Ήθελαν να το κάνουν ακριβώς στη μέση της εκστρατείας μου, γι' αυτό!». Το επιτελείο Τραμπ χαρακτηρίζει σε ανακοίνωσή του το κατηγορητήριο «τίποτα περισσότερο από το τελευταίο διεφθαρμένο κεφάλαιο στη συνεχιζόμενη αξιοθρήνητη προσπάθεια της ‘Οικογένειας Εγκλήματος Μπάιντεν’ και του εργαλειοποιημένου υπουργείου Δικαιοσύνης τους να παρέμβουν στις προεδρικές εκλογές του 2024, στις οποίες ο πρόεδρος Τραμπ είναι το αδιαμφισβήτητο φαβορί».
Ο Δημοκρατικός Τσακ Σούμερ, ηγέτης της πλειοψηφίας της Γερουσίας, και ο Χάκιμ Τζέφρις, επικεφαλής της μειοψηφίας της Βουλής, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση λέγοντας ότι η βία της 6ης Ιανουαρίου 2021 «ήταν η κορύφωση μίας πολύμηνης εγκληματικής συνωμοσίας με επικεφαλής τον τέως πρόεδρο προκειμένου να αψηφήσει Δημοκρατία και να ανατρέψει τη βούληση του αμερικανικού λαού».
Δεν υπήρξε κανένα άμεσο σχόλιο από τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος βρίσκεται σε διακοπές στο Ντέλαγουερ, και λίγο μετά την ανακοίνωση του κατηγορητηρίου πήγε στον κινηματογράφο με τη σύζυγό του, Τζιλ, για να παρακολουθήσει την ταινία «Οπενχάιμερ».
Και τώρα;
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστή στην Ουάσινγκτον την Πέμπτη.
Ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ επισήμανε ότι θα επιδιώξει μια «ταχεία δίκη» και τόνισε ότι ο τέως πρόεδρος δικαιούται το τεκμήριο αθωότητας μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του.
Ο Σμιθ περιέγραψε την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου ως «μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην έδρα της αμερικανικής Δημοκρατίας» που «τροφοδοτήθηκε από ψέματα από τον κατηγορούμενο που στόχευε στην παρεμπόδιση της θεμελιώδους διαδικασίας της συλλογής, καταμέτρησης και επικύρωσης των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών».
Εάν καταδικαστεί για το σύνολο των κατηγοριών, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε, θεωρητικά, να περάσει δεκαετίες στη φυλακή, αλλά οι ομοσπονδιακές ποινές σπάνια είναι τόσο υψηλές όσο η μέγιστη δυνατή ποινή.
Το τελευταίο κατηγορητήριο κατά Τραμπ (όπως και τα προηγούμενα) -αλλά ακόμη και μία καταδίκη- δεν τον εμποδίζουν να διεκδικήσει το προεδρικό αξίωμα. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία θα ήταν αδιανόητο να φανταστεί κανείς έναν υποψήφιο που αντιμετωπίζει πολλαπλές κατηγορίες να κερδίζει το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, αλλά η πολιτική διαδρομή του Τραμπ ουδέποτε συμβάδιζε με την πολιτική «κανονικότητα», είναι το σχόλιο του Guardian.