Του Γιώργου Παυλόπουλου
Μια δημοσκόπηση, η οποία έγινε γνωστή την περασμένη Τρίτη, σήμανε κυριολεκτικά συναγερμό στο επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς ο χρόνος που απομένει ως τις προεδρικές εκλογές του 2020 (αρχές Νοεμβρίου) δεν είναι πολύς. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί, καθώς η δημοσκόπηση του πανεπιστημίου Κίνιπιακ έδειξε ότι οι 6 στους 20 διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο από τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου – από 5 ως και 13 ποσοστιαίες μονάδες!
Το πιο ισχυρό προβάδισμα εμφανίζεται να διατηρεί ο Τζο Μπάιντεν, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κατά την οκταετία του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος για την ώρα έχει και τον πρώτο λόγο στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Τον ακολουθεί κατά πόδας ο αειθαλής Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος εμφανίζεται να καταγράφει μια υπεροχή της τάξης των 9 μονάδων έναντι του Τραμπ, ενώ στη συνέχεια έρχονται οι γερουσιαστές Καμάλα Χάρις και Ελίζαμπεθ Γουόρεν, με 7 και 8 μονάδες αντιστοίχως. Ακόμη και οι σχετικά λίγο γνωστοί στο ευρύ κοινό Πιτ Μπούτιγκιγκ και Κόρι Μπούκερ εμφανίζονται να προηγούνται του νυν προέδρου.
Θυμηθείτε το 2016...
Οι δημοσκοπήσεις, βεβαίως, παραμένουν πάντα δημοσκοπήσεις και ενίοτε απέχουν πολύ από το τελικό αποτέλεσμα. Ειδικά όταν μεσολαβεί περίπου ενάμιση έτος μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες για να βγάλουν τους εκλέκτορες οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα αναδείξουν τον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτό ακριβώς ποντάρει και ο Τραμπ, παραπέμποντας στις προβλέψεις για νίκη της Χίλαρι Κλίντον το 2016 – ενώ ταυτόχρονα, εξαπολύει ήδη πυκνά πυρά εναντίον του Μπάιντεν, δείχνοντας έτσι ότι τον θεωρεί ήδη ως τον πιθανότερο αντίπαλό του.
Ο νυν πρόεδρος ετοιμάζεται να ανακοινώσει και επισήμως την υποψηφιότητα του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, την ερχόμενη Τρίτη στο Ορλάντο της Φλόριντα, έχοντας στο πλευρό του την Πρώτη Κυρία, Μελάνια Τραμπ καθώς και το ζεύγος του αντιπροέδρου Μάικ Πένς και της συζύγου του Κάρεν. Αυτή τη φορά δε, είναι φανερό ότι ο Τραμπ δεν θα κουραστεί ιδιαιτέρως στα προκριματικά, καθώς δεν έχει πρακτικά αντίπαλο στο κόμμα του – σε αντίθεση με το 2015-''16, όταν χρειάστηκε να υπερισχύσει 16 αντιπάλων και του κατεστημένου των Ρεπουμπλικάνων, που δεν τον ήθελε με κανένα τρόπο.
Οι όροι μοιάζουν πλέον να έχουν αντιστραφεί, καθώς η μεγάλη μάχη θα δοθεί στους Δημοκρατικούς. Ορισμένοι δε ελπίζουν ότι η κινητοποίηση στις τάξεις των μελών και οπαδών του κόμματος που θα προκαλέσουν τα προκριματικά θα λειτουργήσουν ευεργετικά και για τη συσπείρωση και προσέλευση των ψηφοφόρων στις κρίσιμες κάλπες. Ωστόσο, σε σύγκριση με τα όσα συνέβησαν στους Ρεπουμπλικάνους πριν μία τετραετία, σήμερα υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά.
Ο Ομπάμα είχε σύνθημα και όραμα
Ο Μπάιντεν όχι απλώς δεν συνιστά κανενός είδους έκπληξη, αλλά είναι ό,τι πιο αναμενόμενο μπορούν να παρουσιάσουν σήμερα οι Δημοκρατικοί απέναντι στον «οδοστρωτήρα» Τραμπ. Προφανώς δε, ουδεμία σύγκριση υπάρχει με τη δυναμική που «κουβαλούσε» μαζί του ο Ομπάμα το 2008, ως ο πρώτος υποψήφιος Αφροαμερικανός πρόεδρος που πρόβαλε τα συνθήματα «Αλλαγή» και «Ναι, μπορούμε» – και μάλιστα, σε μια περίοδο που η κρίση που ξέσπασε με την κατάρρευση της Lehman Brothers κυριολεκτικά «δάγκωνε» και τρομοκρατούσε τους Αμερικανούς.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι απέναντι στο κεντρικό και επιτυχημένο σύνθημα του Τραμπ, που παραμένει αναλλοίωτο σε σύγκριση με το 2016 – «Να κάνουμε ξανά μεγάλη την Αμερική!» – ο Μπάιντεν και οι άλλοι διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών οφείλουν να βρουν κάτι εξίσου ή και περισσότερο πειστικό και συναρπαστικό. Μπορούν, άραγε;
Για τον πρώην αντιπρόεδρο, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Άλλωστε – πέρα από την (μάλλον φαιδρή και εξόχως λαϊκιστική) υπόσχεση ότι εάν εκλεγεί θα νικηθεί οριστικά ο καρκίνος... – ο ίδιος δείχνει να ποντάρει περισσότερο στην αντιπάθεια την οποία τρέφει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας των ΗΠΑ απέναντι στον Τραμπ και το ύφος του, προβάλλοντας την επιστροφή στην κανονικότητα και τις παραδοσιακές αξίες.
Από αυτή την άποψη, αναμφίβολα πιο αναπτεπτικός και αντισυστημικός είναι ο Σάντερς. Όμως, ο γερουσιαστής από το Βερμόντ έχει ένα άλλο μειονέκτημα: Αντιμετωπίζεται ως απειλή από το σύστημα συνολικά και μάλιστα περισσότερο από ό,τι ο Τραμπ – ο οποίος τελικά είναι ένα γέννημα-θρέμμα του συστήματος, απλώς... ιδιότροπο – καθώς οι «σοσιαλίζουσες» ιδέες του αντιμετωπίζονται περίπου ως... κομμουνιστική απειλή!
Όσο για τους υπόλοιπους, δίπλα στο όνομα του καθενός και της καθεμίας υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Είτε γιατί δεν μοιάζει να έχει την εμβέλεια που απαιτείται είτε διότι είναι πολύ νεαρής ηλικίας είτε επειδή δεν αρκεί να επικαλείται κανείς τα δικαιώματα των (σεξουαλικών) μειονοτήτων για να εγκατασταθεί κανείς στο Οβάλ Γραφείο.
Πρακτικά, λοιπόν, για την ώρα ο Τραμπ μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα – το οποίο ενισχύεται από την πολύ καλή εικόνα της οικονομίας και του χρηματιστηρίου. Αφήστε που ο ίδιος, εάν αισθανθεί ότι απειλείται, είναι πολύ πιθανό να επιστρατεύσει και το δοκιμασμένο «όπλο» πολλών προέδρων – ένα (ελεγχόμενο) πολεμικό επεισόδιο...
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 14 Ιουνίου