Το 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε μια σειρά αποφάσεων που υπόσχονται να αλλάξουν ριζικά την Αμερικανική κοινωνία και πολιτική για πολλές δεκαετίες. Με την υπερπλειοψηφία άκρως συντηρητικών δικαστών, τρεις εκ των οποίων διόρισε ο Ντόναλντ Τραμπ, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Σύνταγμα δεν προστατεύει το δικαίωμα στην ατομική αυτονομία, οπότε είναι στη δικαιοδοσία των τοπικών αρχών κάθε πολιτείας να απαγορεύσουν τις αμβλώσεις.
Όπως επισήμανε ο δικαστής Κλάρενς Τόμας, εφόσον το Σύνταγμα δεν προστατεύει το δικαίωμα στην ατομική αυτονομία, στο μέλλον οι πολιτείες θα μπορούν να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν την πρόσβαση στην αντισύλληψη, τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, και το γάμο ομόφυλων ζευγαριών.
Δύο μέρες αργότερα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Σύνταγμα προστατεύει σχεδόν απόλυτα το δικαίωμα στην οπλοφορία σε δημόσιους χώρους. Η εξάσκηση δε αυτού του δικαιώματος, απαιτεί ελάχιστη εκπαίδευση. Για παράδειγμα, στο Τέξας μπορεί ένας πολίτης που έχει καθαρό ποινικό μητρώο και δύο ώρες εξάσκησης στη σκοποβολή μπορεί να αγοράσει ένα όπλο πολεμικού τύπου.
Έτσι λοιπόν το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα σε μια βδομάδα περιόρισε δραστικά το πολύ ουσιαστικό δικαίωμα στην ατομική αυτονομία των γυναικών, ενώ παράλληλα δημιούργησε συνθήκες που θα επιβαρύνουν σημαντικά το πρόβλημα της εγκληματικότητας στη χώρα, και πολύ πιθανόν να δούμε και αύξηση της πολιτικής βίας.
Στο εξής, γυναίκες που κάνουν έκτρωση σε μια από τις 26 πολιτείες που ήδη έχουν περάσει περιοριστικούς νόμους κινδυνεύουν να διωχθούν ποινικά, το ίδιο και οι γιατροί που κάνουν τις αμβλώσεις. Κάποιες πολιτείες συζητάνε ακόμα και τη δίωξη γυναικών που αναζητούν εκτρώσεις σε πολιτείες που η επέμβαση είναι νόμιμη, ή στο εξωτερικό. Κάποιες πολιτείες δεν κάνουν εξαιρέσεις ούτε για περιπτώσεις αιμομιξίας ή βιασμού, ακόμα κι αν πρόκειται για μικρό κοριτσάκι δέκα χρονών.
Μια τέτοια περίπτωση έγινε θέμα τελευταία με πολλούς Ρεπουμπλικάνους πολιτευτές να εκφράζουν την άποψη ότι το παιδί έπρεπε να φέρει εις πέρας την κύηση. Είναι τέτοιο το κλίμα φόβου, που γυναικολόγοι φοβούνται να αντιμετωπίσουν εξωμήτριες κυήσεις χωρίς δικαστική άδεια. Υπάρχει δικαιολογημένος φόβος ότι θα υπάρξουν θάνατοι γυναικών από παράνομες αμβλώσεις και από καθυστερημένη αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.
Παράλληλα πολλοί Αμερικανοί που δικαιολογημένα φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν θύματα κάποιου σκοπευτή, θα αποσυρθούν από τους δημόσιους χώρους - από πάρκα, λαϊκές αγορές, γιορτές, παρελάσεις, φεστιβάλ, αλλά και μαζικές πολιτικές διοργανώσεις. Ταυτόχρονα, παιδιά του δημοτικού παίρνουν μέρος σε ειδική προετοιμασία αντιμετώπισης σκοπευτή σε σχολείο, ενώ οι γονείς αγοράζουν αλεξίσφαιρες τσάντες για πρωτάκια.
Οι δε σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων συζητούν τι άλλα μέτρα χρειάζεται να πάρουν τα σχολεία, αν χρειάζονται ειδικά εκπαιδευμένοι φρουροί ή αν οι δάσκαλοι θα πρέπει να οπλοφορούν, αν θα βάλουν αλεξίσφαιρες πόρτες στις τάξεις, και αν θα πρέπει τα κτίρια να έχουν μόνο μία είσοδο/έξοδο ώστε ένας σκοπευτής να παγιδευτεί μέσα.
Στους Έλληνες αναγνώστες αυτές οι εξελίξεις πρέπει να ακούγονται σουρεαλιστικές. Πως είναι δυνατόν, αναρωτιέται κανείς, ένα Συνταγματικό Δικαστήριο να επιβάλλει τέτοιες ριζικές θεσμικές αλλαγές σε μια σύγχρονη κοινωνία, και μάλιστα σε μια χώρα που θεωρείται το μοντέλο του φιλελευθερισμού;
Αντίθετα με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α., το Ανώτατο Δικαστήριο έχει σημαντική εξουσία. Το Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας του ομοσπονδιακού Συντάγματος. Το Αμερικανικό Σύνταγμα εγκρίθηκε το 1787. Είναι ένα πολύ συνοπτικό κείμενο -μόλις 4.440 λέξεις. Η συνθήκη της Λισαβώνας που θεωρείται το «σύνταγμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 283 σελίδες! Αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν και κατά πόσο οι νόμοι και οι νόρμες του 2022 είναι συμβατοί με τις γενικές αρχές πού αναφέρονται στο Σύνταγμα.
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν τεράστια βαρύτητα διότι αλλαγές στο Σύνταγμα είναι πολύ δύσκολο να γίνουν. Κάθε τροπολογία πρέπει να προταθεί από τα 2/3 του Κογκρέσου και απαιτεί την έγκριση ¾ των 50 πολιτειών.
Από το 1787 μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί μόνο 27 τροπολογίες. Η τελευταία προτάθηκε το 1789 και εγκρίθηκε το 1992. Οι δικαστές επιλέγονται από τον Πρόεδρο και εγκρίνονται από τη Γερουσία. Επειδή δεν υπάρχει όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση, ένας δικαστής μπορεί να υπηρετεί για πολλές δεκαετίες. Για παράδειγμα, ο υπερσυντηρητικός Κλάρενς Τόμας είναι στο Δικαστήριο από το 1991, πάνω από τριάντα χρόνια.
Από το 1950 μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, το Δικαστήριο είχε διατυπώσει τη φιλοσοφία ότι οι δικαστές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές αλλαγές όταν ερμηνεύουν Συνταγματικές ρυθμίσεις. Πίστευαν ότι οι συντάκτες του Συντάγματος ήθελαν να δώσουν στις επόμενες γενιές κάποιες βασικές αρχές για τη συντήρηση του πολιτεύματος και των δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά χωρίς να «παγώσουν» τις ιδέες αυτές στο ότι ίσχυε το 1787.
Επομένως, παρόλο που οι λέξεις «αυτονομία» και «άμβλωση» δεν υπάρχουν στο κείμενο του Συντάγματος, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα μπορεί να συναχθεί από τις υπάρχουσες διατάξεις.
Με βάση τη θεωρία ότι το Σύνταγμα είναι «ζωντανό» κείμενο και η ερμηνεία του εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία, το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960-1970, έδωσε στους Αμερικανούς το δικαίωμα στο διαφυλετικό γάμο, στην αντισύλληψη και στην άμβλωση, και πολύ αργότερα, το 2015, το δικαίωμα να παντρεύονται άτομα του ιδίου φύλου.
Το σημερινό Δικαστήριο έχει πολύ διαφορετική σύσταση ακόμα και από αυτό του 2015, και ριζικά διαφορετική ιδεολογία. Οι συντηρητικοί δικαστές πιστεύουν ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σημερινές αξίες όταν ερμηνεύει Συνταγματικές διατάξεις. Αντίθετα, το κείμενο θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάσει τα ισχύοντα την εποχή του. Ο ρόλος του δικαστή είναι να συμβουλευτεί κείμενα, λεξικά, και νομοθεσίες της εποχής για να βεβαιωθεί για την ακριβή ερμηνεία των λέξεων του Συντάγματος.
Αν η σύγχρονη κοινωνία διαφωνεί με τις ιδέες και αρχές του 1787 (ή του έτους που πέρασε κάποια τροπολογία), τότε θα πρέπει να μπει στη διαδικασία να περάσει τροπολογίες, επιχειρηματολογούν οι συντηρητικοί. Ο ρόλος του δικαστή δεν είναι να «βρίσκει» στο Σύνταγμα ιδέες συμβατές με τα πιστεύω της κάθε εποχής ή τις δικές του αρχές. Ο ρόλος του δικαστή είναι να κρατάει ουδέτερη στάση και να αφήνει την ιστορία και το κείμενο να μιλήσει.
Η φιλοσοφία των συντηρητικών δικαστών έχει καταδικαστεί από πολλούς ως πολιτική υποκρισία και κομματικός ακτιβισμός. Πρώτον, όπως επισημαίνουν ιστορικοί, το γεγονός ότι το Σύνταγμα ψηφίστηκε σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας -γυναίκες, φυλετικές μειονότητες, αλλά και λευκοί άνδρες χωρίς ακίνητη περιουσία- δεν είχαν δικαίωμα ψήφου και επομένως δεν συγκατατέθηκαν στις 4.440 αυτές λέξεις, δε είναι κάτι που οι συντηρητικοί θεωρούν ηθικά ή νομικά σημαντικό.
Δεύτερον, μια συγκριτική ανάλυση των αποφάσεων για την οπλοφορία και τις αμβλώσεις δείχνει σοβαρές μεθοδολογικές ασυνέπειες. Στην απόφαση Bruen που αφορά στην οπλοφορία σε δημόσιους χώρους το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μόνο η ιστορία και η παράδοση έχουν σημασία όταν τα δικαστήρια αξιολογούν τη συνταγματικότητα νόμων που περιορίζουν το δικαίωμα της οπλοφορίας.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις της δημόσιας οπλοφορίας, δηλαδή η πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας, των αυτοκτονιών, των ατυχημάτων, και των «mass shootings» δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν, συμβουλεύει ο δικαστής Σάμιουελ Αλίτο. Επιπλέον, δεν ζυγίζουν το ίδιο όλα τα ιστορικά στοιχεία.
Ακολουθώντας μια Προκρούστεια λογική, η απόφαση ορίζει ότι Αγγλικοί νόμοι που ίσχυαν στις Βρετανικές αποικίες και οι οποίοι από το 12ο αιώνα απαγορεύουν τη δημόσια οπλοφορία, ή Αμερικανικοί νόμοι που ψηφίστηκαν στις αρχές ή τα τέλη του 19ου ή κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα είναι ή πολύ παλιοί ή πολύ καινούργιοι για να ληφθούν υπόψιν.
Μετρούν μόνο οι νόμοι εκείνοι που ήταν σε ισχύ την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα και όσοι ψηφίστηκαν αμέσως μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865), την εποχή που ψηφίστηκαν σημαντικές συνταγματικές τροπολογίες. Με αυτή τη «μέθοδο» ιστορικής ανάλυσης που είναι πιο κατάλληλη για μάθημα κοπτικής-ραπτικής παρά ιστορίας, το Δικαστήριο «ανακάλυψε» το δικαίωμα στη δημόσια οπλοφορία.
Στην απόφαση για τις αμβλώσεις όμως, η χρήση της ίδιας μεθοδολογίας παρουσιάζει κάποια προβλήματα για το Δικαστήριο. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η ζωή ξεκινάει όχι με τη σύλληψη -που σήμερα αποτελεί δόγμα των Καθολικών και Ευαγγελιστών- αλλά όταν η μητέρα αισθάνεται το μωρό να κινείται στην κοιλιά (quickening).
Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες της Αμερικανικής Επανάστασης, συμπεριέλαβε οδηγίες σε βιβλίο του για το πως μια γυναίκα μπορεί να προκαλέσει αποβολή κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης. Την εποχή που ψηφίστηκε το Σύνταγμα δεν υπήρχαν νόμοι κατά των αμβλώσεων κατά το πρώτο τρίμηνο (pre-quickening). Οι Αμερικανικές πολιτείες άρχισαν να ψηφίζουν περιοριστικούς νόμους τη Βικτωριανή εποχή μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Επίσης, οι κριτές του Δικαστηρίου επικεντρώνονται στην πλήρη αδιαφορία που έχουν δείξει οι συντηρητικοί δικαστές προς τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Πριν το 2022, το Δικαστήριο είχε βγάλει δύο αποφάσεις που στήριζαν το δικαίωμα στην άμβλωση , το 1973 και το 1992.
Ο άγραφος νόμος του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι οι δικαστές να σέβονται τις προηγούμενες αποφάσεις και μόνο σπάνια να επιβάλουν ριζικές αλλαγές πορείας. Το σημερινό Δικαστήριο όμως, έχοντας ενθαρρυνθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των συντηρητικών, μοιάζει να σκοπεύει να αλλάξει βασικούς πολιτικούς θεσμούς της χώρας και αυτό καθαυτό τον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος, από τα δικαστικά έδρανα.
Ακόμα και σε μια εποχή βαθέως διπολισμού και κομματικής αντιπαράθεσης, με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να αναδεικνύει σοβαρές αντιδημοκρατικές τάσεις, φοβού τους δικαστές που νομίζουν ότι μπορούν να αντικαταστήσουν τις δημοκρατικά εκλεγμένες βουλές των πολιτών. Οι αποφάσεις αυτές διαβρώνουν τα θεμέλια της σύγχρονης Αμερικανικής δημοκρατίας.
* Dr. Αλεξάνδρα Φιλήνδρα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο
Twitter: @afilindra