Η διαρκής και εντεινόμενη απροθυμία των ευρωπαίων εταίρων να υιοθετήσουν μια κοινή ευρωπαϊκή στάση απέναντι στο «Τουρκικό πρόβλημα», σύμπτωμα και αυτό των ταυτοτικών προβλημάτων της Ε.Ε., προσγειώνει τις προσδοκίες της Ελλάδας για το πόσο αποτελεσματική μπορεί να αποδεχθεί ακόμη και η έστω μετά δίμηνο απόφαση για κυρώσεις στην Τουρκία.
Προς το παρόν το κλίμα στις Βρυξέλλες είναι στην κατεύθυνση του πετάγματος της «μπάλας στην εξέδρας, με διατήρηση του χρονοδιαγράμματος λήψης αποφάσεων τον Δεκέμβριο, ενώ ήδη η Τουρκία έχει ποδοπατήσει το κείμενο Συμπερασμάτων της προηγούμενης Συνόδου Κορυφής φροντίζοντας να κλιμακώσει σε κάθε μέτωπο, την ώρα που η Σύνοδος χαιρέτιζε την… αποκλιμάκωση και προσέφερε την περίοδο χάριτος στην Άγκυρα.
Όπως τόνιζαν καλά ενημερωμένες πηγές ακόμη κι αν τον Δεκέμβριο η Ε.Ε. υποχρεωθεί (κάτι που θεωρείται ακόμη δύσκολο) να εγκρίνει πακέτο κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας, η συγκεκριμενοποίηση τους θα ανατεθεί στην γραφειοκρατία της Κομισιόν με προδιαγεγραμμένη κατάληξη…
Στις Βρυξέλλες μόνον η Γαλλία και σε έναν βαθμό η Αυστρία τάσσονται με καθαρό τρόπο υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά μόνον η Γαλλία θα μπορούσε να συμβάλει εμπράκτως στην στήριξη των δυο χωρών απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Όμως μια πολιτική κυρώσεων η οποία θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα και να ασκήσει πραγματική πίεση στην Τουρκία δεν φαίνεται να είναι η πιθανή κατάληξη των διεργασιών στην Ε.Ε..
Αυτό το περιβάλλον το γνωρίζει καλά ο κ. Ερντογάν όπως επίσης γνωρίζει ότι τα απεριόριστα όρια άσκησης πίεσης στο Βερολίνο λόγω της τουρκολαγνικής πολιτικής της καγκελαρίου Μέρκελ, προσδίδουν τακτικό πλεονέκτημα την Τουρκία, περιορίζοντας έτσι τα εργαλεία αντίδρασης της Ελλάδας.
Μετά το στραπατσάρισμα της ίδιας της κ. Μέρκελ και της Γερμανίας από τον Τ. Ερντογάν (με το άνοιγμα της παραλίας των Βαρωσίων, την αποστολή του Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ, την αποστολή του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα), ο κ. Μάας ερχόμενος σε Αθήνα και Λευκωσία εξέφρασε την... δυσφορία του, αλλά αμέσως μετά έσπευσε να καλέσει τις δυο πλευρές σε διάλογο. Ξεχνώντας ότι οφείλει πρωτίστως να ζητήσει την εφαρμογή της δέσμευσης που ανέλαβαν έναντι της Καγκελαρίου οι Τούρκοι για αποκλιμάκωση. Διότι διάλογος χωρίς πλήρη, ειλικρινή και σε διάρκεια αποκλιμάκωση δεν μπορεί να υπάρξει και οι γενικόλογες προσκλήσεις του Βερολίνου σε διάλογο απλώς εξωραΐζουν την προκλητική και διεκδικητική πολιτική της Τουρκίας.
Και προφανώς το επεισόδιο με το καψόνι στον Έλληνα ΥΠΕΞ Ν. Δένδια σε μια κίνηση που διπλωματικά θα χαρακτηριζόταν μάλλον εχθρική, με το μπλοκάρισμα του ελληνικού κυβερνητικού αεροσκάφους στα τουρκοϊρακινά σύνορα, ήταν κάτι που επιβεβαιώνει το πολύ βαρύ κλίμα μεταξύ των δυο χωρών.
Εκ των πράγματων αυτή η δύσκολη εξίσωση στην Ε.Ε. , υποχρεώνει την Αθήνα και την Λευκωσία να αναζητούν και άλλους τρόπους αντίδρασης.
Για την Λευκωσία ίσως είναι πιο απλά τα πράγματα καθώς η έλλειψη Πολεμικού Ναυτικού προσφέρει άλλοθι για την απουσία επιχειρησιακής αντίδρασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της από την Τουρκία. Επίσης μετά τις «προεδρικές» εκλογές στα Κατεχόμενα θα υπάρχει η προοπτική του νέοι γύρου συνομιλιών για το Κυπριακό, που θα προσφέρουν ίσως το άλλοθι για την διακοπή για ένα διάστημα των ερευνητικών δραστηριοτήτων στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Για την Αθήνα όμως η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Ήδη στις ΄Ένοπλες Δυνάμεις υπάρχει έντονος σκεπτικισμός και εκνευρισμός καθώς υπάρχει η αντίληψη μετά και τα όσα συνέβησαν από τον Αύγουστο, ότι είναι μάταιη η διαρκής επιφυλακή, εφόσον υπάρχει στρατηγική επιλογή για πολιτική διαχείρισης της κρίσης που δεν θα περιλαμβάνει τα στρατιωτικά μέσα. Η επιλογή μη δυναμικής αντίδρασης όταν για πρώτη φορά η Τουρκία τον Αύγουστο έστειλε εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το Oruc Reis έχει σφραγίσει την ελληνική θέση.
Η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα είναι ακριβώς η ίδια είτε πρόκειται για σημείο σε απόσταση 100ν.μ. από τα ελληνικά νησιά είτε σε απόσταση...7 ν.μ., όμως είναι εξαιρετικά φορτισμένο πολιτικά το ζήτημα αυτό καθώς ψυχολογικά και συμβολικά η είσοδος τουρκικού ερευνητικού στην ζώνη των δυνητικών χωρικών υδάτων κάτω των 12ν.μ. δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη από την οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.
Έτσι υποχρεωτικά η αντίδραση της Αθήνας περιορίζεται στην παρακολούθηση των τουρκικών κινήσεων και στην διεθνή διπλωματική κινητοποίηση αλλά δεν φαίνεται να περιλαμβάνει άλλες επιλογές όσο η Τουρκία μένει εκτός των 6 νμ.. Κάτι που προσδιόρισε ο Υπουργός επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης, αναφερόμενος σε κόκκινη γραμμή, σε μια προσπάθεια εξοικείωση της κοινής γνώμης με αυτή την «ρεαλιστική» θέση.
Η Αθήνα εκτιμά ότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία θα έχει σοβαρές συνέπειες και κόστος, αλλά συγχρόνως θα έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να ξεφύγει από την πολιτική και διπλωματική πίεση που υφίσταται. Η οποία προς το παρόν μπορεί να μην αποδίδει, αλλά προσφέρει την βάση για την διαμόρφωση μετά και τις αμερικανικές εκλογές μιας πολιτικής ελάχιστου κοινού παρονομαστή για την αντιμετώπισή του «Τουρκικού Προβλήματος».