Η επιβεβαίωση πως τον Ιανουάριο θα πραγματοποιηθούν οι κρίσιμες συνομιλίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στη Γενεύη ήταν μάλλον τυπική. Η Μόσχα προετοιμάζεται μεθοδικά, ώστε να ανατρέψει ότι θεωρεί ως επιθετικές κινήσεις της Δύσης εναντίον της. Η περίπτωση της Ουκρανίας άλλωστε ερμηνεύεται από το Κρεμλίνο ως κομβική έκφανση της δυτικής στρατηγικής για την περικύκλωση της Ρωσίας.
Το ΝΑΤΟ δηλαδή εκμεταλλεύεται την προθυμία του Κιέβου να προμηθευτεί εξοπλισμό, ώστε να αυξάνει τις δικές του επιχειρησιακές δυνατότητες. Ο Υφυπουργός Άμυνας της Ρωσίας το δήλωσε ξεκάθαρα άλλωστε, πως κατά τη ρωσική θεώρηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τα γεγονότα στην Ουκρανία ως πρόφαση για να σταματήσουν τη συνεργασία τους με τη Ρωσία.
Η Ρωσία προσπαθεί πλέον να ανατρέψει αυτή την προοδευτικά αυξανόμενη επέκταση της επιρροής, αλλά και της στρατιωτικής εξάπλωσης της χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που διαθέτει. Μπορεί ο Λαβρόφ να απέδωσε στην ψηφιακή συνάντηση μεταξύ Μπάιντεν και Πούτιν ιδιαίτερη μνεία, ωστόσο είναι σαφές πως η Μόσχα επιζητά απτά αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό πως στις επικείμενες διαπραγματεύσεις θα συμπεριληφθούν σίγουρα και στρατιωτικοί παράγοντες, δείχνοντας την έμφαση της Μόσχας να λάβει απτές δεσμεύσεις από την αντίπαλη πλευρά. Βέβαια, ο απώτερος στόχος είναι να υποχρεώσει την Ουάσιγκτον σε νομικές δεσμεύσεις για τη δραστηριότητα τους, όσο ανέφικτο κι αν φαίνεται αυτό.
Αν δεν το επιτύχει ωστόσο, η Ρωσία θέλει τουλάχιστον να πλήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες μπροστά στη διεθνή κοινότητα. Η Μόσχα τονίζει την τάση της Ουάσιγκτον να υποβαθμίζει το διεθνές δίκαιο και να προτάσσει μη μετρήσιμες παραμέτρους, όπως για παράδειγμα την ποιότητα της δημοκρατίας. Η πρόσφατη σύνοδος των συμμάχων των ΗΠΑ με τίτλο «Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία» λειτουργεί ως αντιπαράδειγμα στη φαρέτρα της. Έχοντας ως «ευαγγέλιο» τις υπογεγραμμένες συνθήκες, το Κρεμλίνο θέλει να δυσκολέψει τον Λευκό Οίκο στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Οι δηλώσεις του Λαβρόφ δείχνουν τη στόχευση της Ρωσίας στις ΗΠΑ ως βασικό αντίπαλό της. Ενώ κλιμακώνει την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, η Ρωσία φροντίζει να διατηρεί ανέπαφες τις σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να επιδεικνύει πως η παρούσα κρίση οφείλεται αποκλειστικά στην Ουάσιγκτον. Το Κρεμλίνο άλλωστε διαχωρίζει τη στάση ακόμα και εντός των εταίρων του στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, ο Λαβρόφ εκθειάζει τους ώριμους Γερμανούς πολιτικούς, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, σε αντίθεση με τους παρορμητικούς κυβερνητικούς εταίρους των Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινους και Φιλελευθέρους.
Διαφαίνεται πλέον πως η Ρωσία επιχειρεί να θέσει φραγμούς στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, τουλάχιστον στην περιφέρεια της. Σε αυτό το ρωσικό πλάνο, η Μόσχα επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την καλή σχέση που έχει δομήσει με το Πεκίνο. Η αναφορά στην υστερία για την άνοδο της Κίνας στη Δύση και η συνολικότερη υπεράσπιση του Πεκίνου εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό. Τελευταία άλλωστε, τα δύο καθεστώτα βρίσκουν όλο και περισσότερα σημεία επαφής. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή, με ότι συμβαίνει ανάμεσα στη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.