Η Ρωσία παρουσιάζεται ανυποχώρητη απέναντι στη Δύση, θεωρώντας πως το μέλλον της Ουκρανίας ως ζωτικό της συμφέρον. Οι δηλώσεις του Πούτιν για τις «μη φιλικές» κινήσεις απέναντι στη χώρα του δείχνουν το πόσο θορυβημένη είναι η Μόσχα για την επέκταση της δυτικής επιρροής τόσο κοντά στα σύνορα της. Το ζήτημα βέβαια είναι το προτίθεται να κάνει επ’ αυτού.
Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν μάλλον ήταν ένα δυσάρεστο νέο για τον Βλάντιμιρ Πούτιν. Πέρα από τις ευνοιοκρατικές σχέσεις με το ρωσικό καθεστώς για τις οποίες κατηγορείται ο Τραμπ, υπήρχε αδιαμφισβήτητα μία χημεία μεταξύ τους. Ακόμα και οι διαφορές τους κινούνταν εντός ενός πλαισίου. Για παράδειγμα, η προεδρία Τραμπ είχε αντιταχθεί στη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, αλλά το σκεπτικό ήταν τουλάχιστον κατανοητό στον Πούτιν, ο οποίος θεωρούσε φυσιολογικό ένας Αμερικάνος πρόεδρος να φροντίζει τα συμφέροντα του ενεργειακού λόμπι της πατρίδας του.
Η εποχή Μπάιντεν ωστόσο στον Λευκό Οίκο έχει συνδεθεί άμεσα με την έξαρση των εντάσεων στην Ουκρανία. Με την εκλογή του άλλωστε, ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι φάνηκε να ορθώνει το ανάστημα του απέναντι στη Μόσχα και να κινείται πολύ πιο αποφασιστικά. Όταν υπάρχει ένα ανοικτό μέτωπο, όπως εκείνο του Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία, μπορεί κάποιος άλλωστε να το διαπιστώσει άμεσα.
Η αναγωγή της τύχης της Ουκρανίας σε μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής έχει ένα σκεπτικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως υπερδύναμη της εποχής δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια, όταν κάποιος θίγει το ιερό τοτέμ του διεθνούς συστήματος, το απαραβίαστο των συνόρων. Παράλληλα, η τάση προς καταστολή των αντιπάλων αλλά και οι επιθέσεις εναντίον τους, εκπορευόμενες από τη Μόσχα δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από μία χώρα που θέλει να ηγείται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής ελευθερίας διεθνώς, όπως η Αμερική του Μπάιντεν. Είναι αλήθεια πως οι ΗΠΑ έχουν πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στη Δύση, όσον αφορά στην Ουκρανία, απ’ ότι για παράδειγμα η Γαλλία ή η Γερμανία ή τη Γαλλία στο παρελθόν. Υπάρχει δηλαδή ένα στρατηγικό σκεπτικό πάνω στο οποίο εδράζεται η προσπάθεια της Ουάσιγκτον.
Για τον Βλαντιμίρ Πούτιν αυτό όμως είναι ακατανόητο. Η Μόσχα βλέπει τη Δύση, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες συγκεκριμένα να δρουν επεκτατικά στην περιοχή, μεταφέροντας εξοπλισμό και διατηρώντας ανοιχτή την αγκαλιά του ΝΑΤΟ για το Κίεβο. Για το Κρεμλίνο, η θέση ενδεχομένως ολόκληρης της Ουκρανία βρίσκεται εντός της ρωσικής επικυριαρχίας. Αντί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, στη Ρωσία βλέπουν το Κίεβο να κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Κι αυτή η στροφή της Ουκρανίας οφείλεται, σύμφωνα με τη ρωσική θεώρηση, στις δεσμεύσεις και τις εγγυήσεις που τους έχουν δοθεί την περίοδο της προεδρίας Μπάιντεν.
Εκεί έγκειται ουσιαστικά η αντίδραση του Πούτιν, που μίλησε ευθέως για «μη φιλικές» κινήσεις της Δύσης που «κλιμακώνει τις προκλήσεις της». Οι απαιτήσεις του είναι μάλλον απίθανο να ικανοποιηθούν, καθώς είναι εξ’ αρχής μεγαλεπήβολες, με βάση τα σημερινά δεδομένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άρση της πρόσκλησης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και οι νομικές εγγυήσεις που ζητά από τις ΗΠΑ πως δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Σε αυτό το εύφλεκτο σκηνικό, ακόμα και η ψηφιακή συνάντηση μεταξύ του Πούτιν και του Μπάιντεν δεν μπόρεσε να αποκλιμακώσει την κατάσταση. Εν τω μεταξύ οι δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες κοντά στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας παραμένουν στις θέσεις, προϊδεάζοντας πως ετοιμάζουν μια πιθανή επίθεση. Ταυτόχρονα, ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις πραγματοποιούν ασκήσεις με αντιαρματικούς πυραύλους αμερικανικής κατασκευής, κοντά στη διαφιλονικούμενη περιοχή των φιλορωσικών δυνάμεων στην ανατολική Ουκρανία, ενώ στρατιωτικές ασκήσεις πραγματοποιήθηκαν από τη Ρωσία σε κοντινή απόσταση από τις ουκρανικές δυνάμεις.
Πάντως, ως ένα ελάχιστο φως στο τούνελ, Ρωσία και ΗΠΑ θα αρχίσουν τον Ιανουάριο τον πρώτο γύρο των συνομιλιών για τις εγγυήσεις ασφαλείας που επιδιώκει η Ρωσία από την Δύση, όπως δήλωσε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. Το θέμα είναι αν μέχρι τότε η απόσταση μεταξύ των θέσεων τους έχει αυξηθεί.