H εργαλειοποίηση κάθε έκφανσης κοινωνικής οργής και δυσαρέσκειας για να κάνει «ταμείο» στις κάλπες αποτελεί προσφιλή και δοκιμασμένη τακτική της Ακροδεξιάς. Οι κινητοποιήσεις του κλάδου των αγροτών, και όχι μόνο, που εξαπλώνονται ανά την Ευρώπη με τελευταίο «σταθμό» τη Γαλλία δεν αποτελούν εξαίρεση. Το «timing» είναι δε πολλά υποσχόμενο, καθώς το κύμα γενικευμένης διαμαρτυρίας κατά Βρυξελλών και εθνικών κυβερνήσεων απέχει μόλις πέντε μήνες από τις ευρωεκλογές.
Από την αύξηση του κόστους των καυσίμων, τις περικοπές σε επιδόματα και τις φορολογικές επιβαρύνσεις, έως πολιτικές περιβαλλοντικής προστασίας που εντάσσονται στην «πράσινη» ατζέντα της ΕΕ και αφορούν κυρίως περιορισμούς στις εκπομπές αζώτου, αλλά και τις καταγγελίες περί αθέμιτου ανταγωνισμού που σχετίζονται με τις εισαγωγικές ουκρανικών προϊόντων χωρίς δασμούς, καθώς και τους περιορισμούς στη χρήση νερού λόγω ακραίων κλιματολογικών συνθηκών, η λίστα της οργής αγροτών και κτηνοτρόφων είναι μακρά.
Παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις στα αιτήματα που προβάλλονται ανά χώρα, κοινή συνισταμένη στις διαμαρτυρίες είναι ότι «πράσινες» πολιτικές, φορολογία και κοινοτικοί κανονισμοί πλήττουν τους αγρότες δυσανάλογα. Η απάντησή τους είναι μπλόκα και τρακτέρ στους δρόμους, και το έδαφος είναι πρόσφορο για πολιτική εκμετάλλευση και άκρατη υποσχεσιολογία εκ μέρους της Άκρας Δεξιάς, ιδίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου η εθνολαϊκιστική AfD και ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν ήδη «καλπάζουν».
Η αρχή των κινητοποιήσεων είχε γίνει στην Ολλανδία με μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις αγροτών και κτηνοτρόφων κόντρα στην προωθούμενη από την κυβέρνηση Ρούτε περιβαλλοντική νομοθεσία που προέβλεπε περιορισμούς στις εκπομπές αζώτου και μείωση του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων με χρονικό ορίζοντα το 2030. Η κυβέρνηση υπαναχώρησε ατάκτως αλλά οι κινητοποιήσεις είχαν εν τω μεταξύ «γίνει» κόμμα στην υπ' αριθμόν 1 ευρωπαϊκή χώρα σε εξαγωγές κρέατος, και δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα αγροτικών προϊόντων στον κόσμο, πίσω από τις ΗΠΑ.
Το λαϊκιστικό Κίνημα Αγρότη-Πολίτη (BBB) καρπώθηκε ψήφους διαμαρτυρίας και έγινε προς έκπληξη όλων η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη Γερουσία της Ολλανδίας στις περιφερειακές εκλογές του Μαρτίου 2023. Στις ακόλουθες βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, όταν η Ευρώπη βρέθηκε υπό το σοκ της νίκης του ρατσιστικού και αντιμεταναστευτικού Κόμματος της Ελευθερίας (PVV) του Γκερτ Βίλντερς, το BBB συγκέντρωσε ποσοστό 12,8% και εξαπλασίασε τις έδρες του. Η συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων είχαν σαφώς και βαθιά οικονομικά αίτια, ανάμεσά τους και τον «πόλεμο» κυβέρνησης-αγροτών.
Κοινοτικές και κρατικές πολιτικές πυροδότησαν μετά την Ολλανδία διαδηλώσεις αγροτών σε Βέλγιο, Ισπανία και Πολωνία και σήμερα τα μέτωπα είναι ορθάνοιχτα σε Γερμανία και Γαλλία, καθώς και στη Ρουμανία. Το κύμα διαμαρτυρίας πανευρωπαϊκά διευρύνεται σε στιγμή κατά την οποία η Ακροδεξιά ήδη καταγράφει κέρδη, και τώρα βρίσκει νέο πεδίο εκμετάλλευσης. Το αγροτικό ζήτημα έχει βαρύνουσα σημασία στις κάλπες του Ιουνίου, και έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε προαναγγείλει ήδη εδώ και μήνες έναν «στρατηγικό διάλογο» με τους αγρότες, τονίζοντας ότι «η γεωργία και η διατήρηση του περιβάλλοντος μπορούν να συμβαδίσουν». Ο διάλογος αυτός ξεκινά επίσημα την Πέμπτη, αλλά χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. Η ΕΕ τελεί υπό πίεση να εκτονώσει την οργή των αγροτών και το ζήτημα κυριάρχησε στη σύνοδο των υπουργών Γεωργίας την Τρίτη.
Ωστόσο, τα ζητήματα που έχουν βγάλει στο δρόμο τους αγρότες δεν σχετίζονται αμιγώς με κοινοτικές πολιτικές. Οι δεκάδες χιλιάδες αγρότες που έφτασαν με τα τρακτέρ τους στην Πύλη του Βρανδεμβούργου κατηγορούν την κυβέρνηση Σολτς πως έχει «κηρύξει πόλεμο» στον κλάδο τους, με αφορμή την προωθούμενη κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών για την αγορά αγροτικών μηχανημάτων καθώς και την περικοπή των επιδοτήσεων στο πετρέλαιο κίνησης. Η οργή των αγροτών δεν υποχώρησε ούτε έπειτα από κυβερνητικές υποχωρήσεις, περιλαμβανομένης της σταδιακής και όχι άμεσης κατάργησης της επιδότησης στο ντίζελ.
Το θέαμα των τρακτέρ στους γερμανικούς δρόμους, που μόνο συνηθισμένο δεν είναι, πρωτοεμφανίστηκε το Δεκέμβριο, όταν και ανακοινώθηκαν οι περικοπές στον κλάδο, στο πλαίσιο σειράς αντιδημοφιλών μέτρων που εντάσσονται στον ευρύτερο περιορισμό των κρατικών δαπανών στον προϋπολογισμό του 2024 καθώς η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε κρίση. Ακολούθησαν και οι οδηγοί φορτηγών διαμαρτυρόμενοι για τις αυξήσεις στις τιμές των διοδίων, ενώ στο«χορό» εισήλθαν και οι μηχανοδηγοί στους σιδηροδρόμους προβάλλοντας αιτήματα μισθολογικά και μείωσης των ωρών εργασίας. Το γερμανικό συνδικάτο μηχανοδηγών GDL προχωρά, δε, σε νέα εξαήμερη απεργία από σήμερα, Τετάρτη, έως και τη Δευτέρα, έχοντας απορρίψει τον τελευταίο συμβιβασμό που πρότεινε η διοίκηση των Γερμανικών Σιδηροδρόμων (Deutsche Bahn).
Καθώς η κοινωνική αναταραχή εντείνεται στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, καθίστανται ακόμα πιο ορατές οι αδυναμίες και οι διαιρέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς, η οποία τελεί υπό δημοσκοπική κατάρρευση. Αντίθετα η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) επιλέγει αυτή τη στιγμή για να θέσει ζήτημα «Dexit», κλείνοντας το μάτι σε απογοητευμένους και οργισμένους ψηφοφόρους με υποσχέσεις, διά στόματος της συμπροέδρου Άλις Βάιντελ, περί δημοψηφίσματος για την έξοδο της Γερμανίας από την ΕΕ εάν συνέβαινε το αδιανόητο και η Ακροδεξιά ερχόταν στην εξουσία.
Η Γερμανία βρίσκεται ενώπιον μίας κρίσιμης εκλογικής χρονιάς κατά την οποία στήνονται κάλπες σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια -Σαξονία, Θουριγγία και Βρανδεμβούργο- στα οποία οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την AfD για πρώτη φορά στα χρονικά να κατακτά ακόμη και την πρωτιά. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο η εθνολαϊκιστική AfD διατηρεί σταθερά εδώ και μήνες τη δεύτερη θέση, ξεπερνώντας τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του καγκελάριου Σολτς. Μπροστά στην απειλή της ακροδεξιάς και μετά τις αποκαλύψεις περί των σχεδίων μαζικών απελάσεων, εκατομμύρια πολίτες κατέκλυσαν τη χώρα διαδηλώνοντας.
Η εικόνα όσον αφορά την άνοδο της Ακροδεξιάς δεν είναι καλύτερη στη Γαλλία, όπου οι αγρότες έχουν βγει επίσης στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για το αυξημένο κόστος καυσίμων, τη φορολογία αλλά και τις «πράσινες» πολιτικές της κυβέρνησης που καταγγέλλουν ότι θέτουν τα προϊόντα τους εκτός διεθνούς ανταγωνισμού. Βαριά σκιά στις κινητοποιήσεις στη νότια Γαλλία έριξε ο θάνατος μίας γυναίκας, και ο τραυματισμός της 14χρονης κόρης της, όταν παρασύρθηκαν από αυτοκίνητο που έπεσε σε αγροτικό μπλόκο.
Έπειτα από συνάντηση αντιπροσωπείας των αγροτών με τον νέο πρωθυπουργό Γκαμπριέλ Ατάλ -που καλείται να διαχειριστεί και την πρώτη μείζονα κρίση αφότου ανέλαβε- ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν παρενέβη και έστειλε μήνυμα στους αγρότες της χώρας, γράφοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ζήτησε από την κυβέρνηση να κινητοποιηθεί πλήρως για να δώσει συγκεκριμένες λύσεις στις δυσκολίες τους. Δήλωσε επίσης συγκλονισμένος με το τραγικό δυστύχημα στα αγροτικά μπλόκα.
Η Ακροδεξιά από την πλευρά της κατηγορεί «την Ευρώπη του Μακρόν» ότι «θέλει το θάνατο της [γαλλικής] γεωργίας».
Η δήλωση ανήκει στον Τζορντάν Μπαρντελά, επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού από το 2022, τον οποίο και προορίζει για πρωθυπουργό της η Μαρίν Λεπέν εφόσον κατακτήσει την προεδρία. Ο ίδιος επισκέφθηκε φάρμα στη νοτιοδυτική Γαλλία για να επιτεθεί από εκεί εναντίον του Εμανουέλ Μακρόν. Η Ακροδεξιά, η οποία διατηρεί προβάδισμα 10 ποσοστιαίων μονάδων στις τελευταίες δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές, πιέζει για μια αγροτική «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», μέτρα προστατευτισμού στη γεωργία και για την έξοδο της Γαλλίας από τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου.
Ο Μακρόν έχει κλονιστεί από τη γαλλική αγροτική δυσαρέσκεια, φοβούμενος ότι η Ακροδεξιά θα επωφεληθεί από την κατάσταση και θα αρπάξει μια βάση ψηφοφόρων που ως επί το πλείστον τον υποστήριξε από την πρώτη στιγμή της εκλογής του. Στον Γκαμπριέλ Ατάλ ο Μακρόν επένδυσε τόσο γιατί διατηρεί ανοιχτούς τους διαύλους με τη δεξιά, όσο -και κυρίως- γιατί θεωρεί ότι μπορεί να αποτελέσει «αντίβαρο» στον επίσης νεαρό και δημοφιλή Τζορντάν Μπαρντελά. Ο Ατάλ θα σηκώσει το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας για τις ευρωεκλογές απέναντι σε μία Ακροδεξιά που δεν καλπάζει μόνο εν όψει της αναμέτρησης του Ιουνίου, αλλά και στις δημοσκοπήσεις για τη γαλλική προεδρία στις κάλπες του 2027.