Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έπληξε τον πυρήνα της ειρηνικής συμβίωσης στη διεθνή κοινωνία: τον σεβασμό της εδαφικής και κυριαρχικής ακεραιότητας των υπαρχόντων κρατών. Παράλληλα, ενώ ο πόλεμος αφορά άμεσα την Ουκρανία, έμμεσα αναφέρεται σε όλες τις πτυχές των σχέσεων Ρωσίας – Δύσης στη μετασοβιετική εποχή. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όπως εξήγησα τον περασμένο μήνα (Η Κίνα στηρίζει Ρωσία, ενώ η Δύση αναζητά πυξίδα), το Κρεμλίνο εξακολουθεί να προσεγγίζει τις εξελίξεις με όρους σφαιρών επιρροής. Δυστυχώς, οι στόχοι του Πούτιν προωθούνται μεταξύ άλλων με την ανελέητη εξόντωση των αντιπάλων εντός και εκτός της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την υιοθέτηση τακτικών που είναι χαρακτηριστικές ενός αυταρχικού καθεστώτος που επιζητεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο ανάμεσα στους διεθνείς πρωταγωνιστές με όρους σκληρής ισχύος. Όλα αυτά - και πολλά άλλα αντίστοιχα - δεν μας απαλλάσσουν από την ανάγκη να διαβάζουμε με ακρίβεια την οπτική γωνία και τις προθέσεις του Κρεμλίνου.
Με δεδομένη την εισβολή στην Ουκρανία, οι διεθνείς κυρώσεις πρέπει να είναι σφοδρές και το κόστος που συνεπάγονται και για εμάς θα πρέπει να το αναλάβουμε. Ως προς αυτό δεν μπορούμε παρά να είμαστε απολύτως σύμφωνοι. Ως μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ως αξιόπιστα μέλη του ΝΑΤΟ αλλά και ως Ελλάδα που απειλείται ωμά από την αναθεωρητική γείτονα (και σύμμαχο) Τουρκία.
Ωστόσο, οι κυρώσεις είναι εργαλείο, αποτελούν μέσο προς ένα σύνολο στόχων. Η συνεχής προσθήκη νέων κυρώσεων δεν αποτελεί πανάκεια. Ποιοι είναι οι ακριβείς στόχοι; Ποιο είναι το χρονικό πλαίσιο; Ποια η στρατηγική αποκλιμάκωσης; Και – σε σχέση με την επιδιωκόμενη αποκλιμάκωση – ποια είναι τα κατάλληλα μέτρα, παράλληλα με τις κυρώσεις, που θα βοηθήσουν να γίνει περισσότερο εφικτή η ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων;
Σήμερα σκοτώνονται Ουκρανοί και Ρώσοι κάθε ώρα που περνά, μια μαζική έξοδος βρίσκεται σε εξέλιξη από την Ουκρανία από την οποία μέχρι χθες έφυγαν 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ολόκληρες περιοχές ερημώνουν και ενώ όλα αυτά γίνονται μπροστά στα μάτια μας, ορισμένοι σχολιαστές εξακολουθούν να συγχέουν τις κυρώσεις με την τιμωρία.
Στην πραγματικότητα, πρώτα και κύρια, οι κυρώσεις θα πρέπει να συμβάλλουν στον τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης. Ωστόσο, οι κυρώσεις μπορούν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο και να αποβούν εξαιρετικά αντιπαραγωγικές, εάν:
(α) προσφέρουν ένα ανεδαφικά αισιόδοξο όραμα στο πιο αδύναμο μέρος, το οποίο σε αυτή την περίπτωση είναι η Ουκρανία που είναι και θύμα της ρωσικής επιθετικότητας
(β) οδηγήσουν ένα αυταρχικό καθεστώς που διαθέτει σημαντικά αποθέματα στρατηγικών και τακτικών πυρηνικών όπλων να θεωρήσει ότι στριμώχνεται σε βαθμό που να αμφισβητείται η επιβίωσή του
(γ) αυξήσουν έμμεσα και λόγω της διάρκειάς τους την πίεση στην Κίνα να πάρει ενεργά θέση, ενώ ταυτόχρονα
(δ) πραγματοποιούν κάποια από τα προαναφερθέντα ενώ παράλληλα εκτροχιάζουν σοβαρά την οικονομική ανάκαμψη στη Δύση.
Πώς μπορούν να συμβάλλουν οι κυρώσεις στην αποκλιμάκωση και σε ένα ειρηνικό αποτέλεσμα; Η διεθνής βιβλιογραφία δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων. Στη συγκεκριμένη πάντως περίπτωση, θεωρώ ότι υπάρχουν καταρχήν δύο βασικές απαιτήσεις προκειμένου οι κυρώσεις να συμβάλουν σε μια ειρηνική διέξοδο και να οδηγήσουν στα κατάλληλα διδάγματα για όλα τα μέρη, ενώ παράλληλα διατηρούμε και ενισχύουμε την υποστήριξη και τη βοήθεια στην Ουκρανία, προσφέροντάς της με τρόπο ορθολογικό και μετρημένο και την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.
Πρώτον, το καθεστώς των κυρώσεων πρέπει να περιλαμβάνει μια σαφή διέξοδο για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και να αναφέρεται άμεσα και αποκλειστικά στον πόλεμο της Ουκρανίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυρώσεις πρέπει να είναι σαφές ότι αποτελούν χρήσιμο εργαλείο με συγκεκριμένη στόχευση: τη μετάβαση στις διαπραγματεύσεις. Ούτε την αλλαγή καθεστώτος στο Κρεμλίνο ούτε την αποδοχή από το Κρεμλίνο της εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Τις εκθέσεις ιδεών για τη «τιμωρία» της Ρωσίας θα είναι καλό να τις ξεχάσουμε προς το παρόν και να τις ξαναδούμε ίσως στο μέλλον. Τώρα, με την αποτροπή να έχει αποτύχει, τον πόλεμο να έχει ξεκινήσει και τη Ρωσία να πραγματοποιεί σημαντικά εδαφικά κέρδη στην ανατολική και νότια Ουκρανία, για να περάσουμε σε μια διαπραγμάτευση με σκοπό την ειρήνευση, χρειάζεται όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να πάρουν κάτι και όλες να έχουν κάποιο κόστος. Πολύ απλά, δεν θα υπάρξει ειρήνευση σε διαφορετική περίπτωση.
Εκτός αν είμαστε διατεθειμένοι να εισέλθουμε σε μια μακρά περίοδο οικονομικής κατάρρευσης και απώλειας ανθρώπινων ζωών, υποδομών και -ίσως- θεσμών. Στην οποία οικονομική κατάρρευση, τα κρυπτονομίσματα στα οποία ορισμένοι προσβλέπουν, όποιον ρόλο και αν διαδραματίσουν, δεν θα σώσουν ούτε τη Ρωσία -που δικαίως θα τρωθεί- ούτε τη Δύση. Ενώ μένει αναπάντητο και το ερώτημα για τον «φιλικό» προς τη Δύση ΟΠΕΚ: δεν θα αυξήσει δραστικά την παραγωγή; Και αν ναι, πότε; Ειδικά αν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου, οι συνθήκες θα πρέπει πρώτα να διερευνηθούν εξαντλητικά.
Δεύτερον, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ένα κρίσιμο σημείο που τείνουμε να αποφεύγουμε στη δημόσια συζήτηση από φόβο ότι θα φανούμε επιεικείς απέναντι στον επιτιθέμενο. Το κρίσιμο αυτό σημείο είναι το εξής: εδάφη που κατακτήθηκαν στο πεδίο της μάχης δεν επιστρέφονται εύκολα στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας διαπραγματευτικής διεξόδου και, πάντως, όχι ως προϋπόθεση για τη διαπραγμάτευση. Με άλλα λόγια, οι ρεαλιστικές επιλογές από αυτή την άποψη είναι δύο: είτε η Ουκρανία θα κατορθώσει να επικρατήσει με τη βοήθεια αλλά βέβαια χωρίς την πραγματική εμπλοκή της Δύσης ή κάποια από τα κέρδη της Ρωσίας θα αναγνωριστούν με τη μια ή την άλλη μορφή. Η επιστροφή στο status quo ante ως αρχική προϋπόθεση για μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων είναι απίθανη.
Κάποιοι θα αναρωτηθούν, ίσως δικαιολογημένα: μήπως αυτό ισοδυναμεί με μερική δικαίωση της ρωσικής επιθετικότητας; Βεβαίως όχι, εάν χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία για να αναλογιστούμε τι πήγε στραβά, αναλύσουμε γιατί απέτυχε η αποτροπή, επικεντρωθούμε στον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα και διασφαλίσουμε ότι αυτή τη φορά τα συμπεράσματά μας θα οδηγήσουν σε αλλαγή ή τροποποίηση πορείας. Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίσιμη ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και η ΕΕ θα πρέπει να αναλογιστεί τον συλλογικό ρόλο της στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες – που είναι ταυτόχρονα πολύ παλιές – με νέο τρόπο.
Ο Πούτιν είναι επιτιθέμενος, υπενθυμίζοντάς μας πόσο εύθραυστη είναι ακόμα η ειρήνη στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ο Ζελένσκι δεν νομιμοποιείται να ζητά ενεργό συμμετοχή του ΝΑΤΟ σε έναν πόλεμο που μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Άλλωστε υπάρχουν σοβαρά διδάγματα που πρέπει να αντληθούν και από την πλευρά της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης της για τη μη εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ.
Στις παρούσες συνθήκες, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ειρήνη σε έναν πλουραλιστικό κόσμο θα αποκατασταθεί ενώ κανείς δεν θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τα τετελεσμένα γίνονται αποδεκτά ως πρακτική υλοποίησης κρατικών στόχων. Ο πρόεδρος Μπάιντεν και ο υπουργός εξωτερικών Μπλίνκεν έχουν μεγάλη εμπειρία στις διεθνείς υποθέσεις. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να καθησυχάσουν τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, ειδικά τις Βαλτικές χώρες, αλλά ταυτόχρονα να περιγράψουν grosso modo το πλαίσιο, τα όρια και την ακριβή φύση των στόχων που σχετίζονται με τις σοβαρές κυρώσεις που επιβάλλονται.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που θα πρέπει να βγάλουν τα περισσότερο σύνθετα και ενδεχομένως δύσκολα συμπεράσματα. Αφορούν την ανάγκη για δράσεις και ενέργειες που ξεπερνούν τον εφήμερο κόσμο της πολιτικής επικοινωνίας. Πρέπει να καταλήξουμε σε μια ειρήνη με τη Ρωσία κατόπιν διαπραγματεύσεων, στη συνέχεια να αντιμετωπίσουμε την ενεργειακή εξάρτηση, να ενισχύσουμε την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, να προωθήσουμε συστηματικά την ΕΕ ως στρατηγικό δρώντα στη διεθνή πολιτική, ενώ παράλληλα να αναζωογονήσουμε τις ευρωατλαντικές σχέσεις που παραμένουν αναντικατάστατες, όπως υποστήριξα πρόσφατα (Τι σημαίνει για την Ευρώπη η τραγωδία της Ουκρανίας).
Εν κατακλείδι, έχουμε πολύ σοβαρά μαθήματα να αντλήσουμε από την τραγωδία στην Ουκρανία. Παράλληλα, όμως, τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα δύο μέρη θα πρέπει να ενθαρρυνθούν με κάθε τρόπο να αναζητήσουν μια κατά το δυνατόν δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη. Προτού η σύγκρουση επεκταθεί, καταναλώνοντας καλές και κακές προθέσεις, ενάρετες και δόλιες πρακτικές.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.