Από την έναρξη του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας απαράβατος όρος της αμερικανικής κυβέρνησης για την αποστολή εξελιγμένων οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών είναι να μην χρησιμοποιηθούν από την ουκρανική άμυνα για επιθέσεις στη ρωσική επικράτεια. Το νέο μέτωπο που άνοιξε ωστόσο αιφνιδιαστικά η Μόσχα στο Χάρκοβο ίσως αποδειχθεί σημείο καμπής για την αναθεώρηση της αμερικανικής στάσης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, που σταθερά συμβαδίζει με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως προς τη στρατηγική έναντι της Ρωσίας, ήδη έχει δηλώσει ανοιχτά διά στόματος του επικεφαλής διπλωματίας, Ντέιβιντ Κάμερον, πως εναπόκειται στο Κίεβο πώς θα χρησιμοποιήσει τα βρετανικά όπλα -«και φυσικά έχει το δικαίωμα να αντεπιτεθεί εντός της Ρωσίας». Στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται ότι θα κινηθεί και η Γαλλία.
Οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικά επίθεση στην περιφέρεια του Χαρκόβου στη βορειοανατολική Ουκρανία στις 10 Μαΐου και έκτοτε καταγράφουν διαρκώς εδαφική κέρδη -τα μεγαλύτερα αφότου το Κίεβο ανέκτησε το Χάρκοβο στην αντεπίθεση του 2022. Ο ρωσικός στρατός δεν εκμεταλλεύεται μόνο τις ελλείψεις της ουκρανικής άμυνας σε δυναμικό και όπλα, αλλά και τους περιορισμούς που συνοδεύουν την αποστολή των πλέον ισχυρών δυτικών οπλικών συστημάτων.
Η Ρωσία έχει αναπτύξει δυνάμεις και όπλα ακριβώς απέναντι από τα σύνορα της βορειοανατολικής Ουκρανίας και στοχεύουν από εκεί το Χάρκοβο γνωρίζοντας ότι οι Ουκρανοί μπορούν να απαντήσουν μόνο με drones και όπλα δικής τους κατασκευής.
Η δυνατότητα χρήσης των ισχυρών, μεγάλου βεληνεκούς δυτικών όπλων θα επέτρεπε στην Ουκρανία να πλήξει στόχους στην άλλη πλευρά των συνόρων, βοηθώντας την να διαμορφώσει το ευρύτερο πεδίο της μάχης προς όφελός τους. Ως έχει, η Ρωσία μπορεί να συγκεντρώνει δυνάμεις και προμήθειες με σχετική ασφάλεια, καθώς οι βασικές υποδομές της, όπως οι αεροπορικές βάσεις και οι αποθήκες ανεφοδιασμού, βρίσκονται ακριβώς απέναντι από τα σύνορα.
Υπό αυτά τα δεδομένα έχει ενταθεί η συζήτηση γύρω από το εάν πρέπει να επιτραπεί να χρησιμοποιηθούν δυτικά όπλα για πλήγματα στη ρωσική επικράτεια. Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει ακολουθήσει πολύ προσεκτική γραμμή και ήταν από την πρώτη στιγμή απόλυτος ότι τα αμερικανικά όπλα δεν πρέπει να στοχεύουν ρωσικό έδαφος προς αποτροπή μίας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης.
Η συναίνεση στου κόλπους της διακυβέρνησης Μπάιντεν γύρω από αυτή την πολιτική δείχνει ωστόσο να φθίνει. Σύμφωνα με ρεπορτάζ αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προωθεί τώρα τη χαλάρωση της απαγόρευσης προκειμένου να επιτραπεί στους Ουκρανούς να πλήξουν θέσεις πυροβολικού και βάσεις εκτόξευσης πυραύλων ακριβώς πέρα από τα σύνορα -οι θέσεις αυτές, σύμφωνα με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχουν επιτρέψει εδαφικά κέρδη της Μόσχας.
Κατά την προ ημερών επίσκεψή του στο Κίεβο, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, φάνηκε να «δείχνει» προς αυτή την κατεύθυνση, λέγοντας: «Δεν έχουμε ενθαρρύνει ή επιτρέψει πλήγματα εκτός της Ουκρανίας, αλλά εν τέλει η Ουκρανία πρέπει να λάβει μόνη της αποφάσεις για το πώς θα διεξάγει αυτόν τον πόλεμο». Μία σχετική πρόταση Μπλίνκεν για χαλάρωση των περιορισμών βρίσκεται στο στάδιο της διαμόρφωσης και επίκειται να παρουσιαστεί στον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος παραδοσιακά είναι ο πιο επιφυλακτικός, όπως δηλώνουν αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στους New York Times. Εάν και σε ποιο βαθμό κερδίζει έδαφος αυτή η γραμμή δεν είναι γνωστό.
Η χρήση δυτικών όπλων για πλήγματα στο ρωσικό έδαφος θα είχε σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις. Η σχετική συζήτηση είναι εξαιρετικά περίπλοκη απαιτεί έναν δύσκολο συγκερασμό στρατιωτικών και γεωπολιτικών υπολογισμών και εκτιμήσεων, κατά τους διεθνείς αναλυτές.
Ενώ μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να παράσχει σημαντικά τακτικά πλεονεκτήματα στην Ουκρανία, δεν θα αλλάξει ριζικά τη συνολική εικόνα του πολέμου, και επίσης ενέχει σημαντικούς κινδύνους που πρέπει να σταθμιστούν προσεκτικά, σημειώνει χαρακτηριστικά στο Conversation o ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ Κρίστοφερ Μόρις. Ο κίνδυνος κλιμάκωσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας η Ρωσία να προβεί σε αντίποινα κατά μελών του ΝΑΤΟ, αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας, ενώ το ενδεχόμενο ενός λανθασμένου υπολογισμού με απρόβλεπτες συνέπειες δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Αν και οι απειλές του Κρεμλίνου περί χρήσης πυρηνικών όπλων εκλαμβάνονται κυρίως ως εκβιασμός, δεν μπορούν να απορριφθούν εντελώς, ειδικά αν η Μόσχα αντιληφθεί τις άμεσες επιθέσεις ως υπαρξιακή απειλή -το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα επιτρέπει τη χρήση πυρηνικών όπλων σε αυτή την περίπτωση.
Στις πρόσφατες δηλώσεις του Ντέιβιντ Κάμερον από το Κίεβο, η Ρωσία απάντησε οργισμένα λέγοντας ότι πρόκειται για εχθρική κίνηση και η Βρετανία καθίσταται ντε φάκτο μέρος της σύγκρουσης. Ακολούθησε η ανακοίνωση της διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων με τακτικά πυρηνικά όπλα, τα οποία είναι σχεδιασμένα για χρήση στο πεδίο μάχης και έχουν μικρότερες κεφαλές από τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα που προορίζονται για τη στόχευση πόλεων.
Πάντως, πέραν της άρσης ή μη του απαγορευτικού στη χρήση των αμερικανικών όπλων για επιθέσεις κατά ρωσικού εδάφους, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν και το ενδεχόμενο να εκπαιδεύσουν τα ουκρανικά στρατεύματα στο εσωτερικό της χώρας, αντί στη Γερμανία όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η αποφυγή της παρουσίας αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στην Ουκρανία ήταν άλλη μία «κόκκινη γραμμή» του Τζο Μπάιντεν. Τίθεται το ερώτημα πώς θα αντιδράσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες εάν οι εκπαιδευτές, οι οποίοι πιθανότατα θα εδρεύουν κοντά στη δυτική πόλη Λβιβ, δεχθούν επίθεση, σημειώνει ο Ντέιβιντ Σάνγκερ των NYT. Αν και απέχει από τα κύρια πεδία μάχης οι Ρώσοι έχουν εξαπολύσει περιοδικά αεροπορικές επιδρομές στην Λβιβ.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν από την πλευρά του εμφανίζεται εκ νέου, κατά ρωσικές πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Reuters, διατεθειμένος να «παγώσει τον πόλεμο» με διαπραγμάτευση για εκεχειρία στις σημερινές γραμμές του μετώπου -κοινώς να συνθηκολογήσει το Κίεβο.