Του Γιώργου Παυλόπουλου
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος ο -προσωρινός, τυπικά- αντικαταστάτης του παραιτηθέντος Τζέιμς Μάτις στη θέση του υπουργού Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην πρώτη του πράξη, απευθυνόμενος σε στελέχη του πολιτικού προσωπικού του Πενταγώνου, ο Πάτρικ Σάναχαν δεν άφησε πολλούς να αμφιβάλλουν για τις προθέσεις του: «Την ώρα που έχουμε επιχειρήσεις σε εξέλιξη, ο νέος υπηρεσιακός υπουργός τόνισε προς την ομάδα να μην ξεχνά την Κίνα, την Κίνα, την Κίνα», είπε αξιωματούχος που ήταν παρών.
Δεν θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί κανείς ότι στην πρεμιέρα του, ο μέχρι πρόσφατα αναπληρωτής του Μάτις και επί τρεις δεκαετίες κορυφαίο διευθυντικό στέλεχος της Boeing θα εξέφραζε απόψεις που θα ήταν αντίθετες με το αφεντικό του, δηλαδή τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Πράγματι δε, η πυξίδα του έδειξε προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνη του Τραμπ όταν ανακοίνωνε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία και άφηνε να εννοηθεί πως κάτι αντίστοιχο σκέφτεται να κάνει σύντομα και για το Αφγανιστάν.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο Τραμπ χαρακτήρισε τη Συρία μια χώρα στην οποία κυριαρχούν η άμμος και ο θάνατος -ενώ αναφερόμενος στο Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν κερδίζουν διαρκώς έδαφος ενώ οι ΗΠΑ ξεμένουν από πρόθυμους συμμάχους, κυριολεκτικά κατακεραύνωσε τον Μάτις, λέγοντας: «Δεν είμαι ικανοποιημένος με ό,τι έκανε στο Αφγανιστάν και δεν θα έπρεπε να είμαι».
Ενώ, όμως, ο ένοικος του Λευκού Οίκου μοιάζει να έχει ελάχιστη διάθεση να συνεχίσει την επέμβαση στη Συρία και το Αφγανιστάν, θεωρώντας ότι δεν προσφέρει τίποτα στη χώρα του, δεν συμβαίνει το ίδιο με την Κίνα. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι ο Τραμπ μάλλον βιάζεται να αποσύρει τις δυνάμεις του από άλλα μέτωπα και να τις προσανατολίσει απέναντι στον μεγάλο και βασικό εχθρό των ΗΠΑ. Απέναντι, δηλαδή, στη χώρα η οποία περιγράφεται ως στρατηγικός ανταγωνιστής, στην τελευταία έκθεση για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική -στους συντάκτες της οποίας ανήκει (όλως τυχαίως, προφανώς...) ο Σάναχαν.
Αυτό, βεβαίως, δεν οδηγεί κατ'' ανάγκη στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί ετοιμάζονται για πόλεμο με την Κίνα. Είναι σίγουρο, όμως, ότι οι τελευταίες κινήσεις, όπως και η δήλωση του Σάναχαν, εμπεριέχουν μια ευθαία πολεμική απειλή με αποδέκτη το Πεκίνο, με το οποίο η Ουάσινγκτον έχει ήδη ανοίξει πολλά μέτωπα. Η επιβολή δασμών και τα τελεσίγραφα για την επέκτασή τους σε όλα τα κινεζικά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, καθώς και η αυξανόμενη ένταση που επικρατεί στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας -όπου τα αμερικανικά πολεμικά αμφισβητούν εμπράκτως την προσπάθεια μετατροπής της σε... κινεζική λίμνη- μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Σε συνδυασμό, φυσικά, με τα όσα συμβαίνουν γύρω από τη Βόρεια Κορέα, την οποία είναι φανερό ότι ο Τραμπ προσπαθεί (αν και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο) να αποσπάσει από τα νύχια των Κινέζων.
Η επίθεση την οποία εξαπέλυσε την Τετάρτη ο Σι Τζινπίνγκ κατά της Ταϊβάν -ουσιαστικά, ξεκαθάρισε ότι είτε η νησιωτική χώρα θα υπαχθεί ειρηνικά και με διαπραγματεύσεις στην κινεζική επικράτεια είτε αυτό θα γίνει δια της βίας- πρέπει να ερμηνευθεί υπό το ίδιο πρίσμα: Του κλιμακούμενου ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι αυτές που παραδοσιακά εξοπλίζουν και στηρίζουν το καθεστώς της Ταϊπέι, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξή του αποτελεί ένα ενοχλητικό αγκάθι στο μάτι των Κινέζων.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν αναμφίβολα ανησυχία ή ακόμη και φόβο, όμως δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Άλλωστε, εάν είναι αλήθεια -και είναι- ότι το κέντρο βάρους του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι μετατοπίζεται προς Ανατολάς, τότε οι Αμερικανοί γνωρίζουν καλύτερα από όλους ότι εκεί θα κληθούν να αποδείξουν ποιος έχει το πάνω χέρι στον αιώνα που τρέχει.
AP Photo/Andrew Harnik, File