Καθώς οδεύουμε στον τέταρτο μήνα του αμερικανορωσικού σίριαλ για την Ουκρανία, η κατάσταση φαίνεται να κλιμακώνεται σταδιακά και προοδευτικά. Από τον Νοέμβριο ωστόσο, όταν και οι ΗΠΑ ανέδειξαν τη συσσώρευση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με τα Ουκρανία, βρίσκεται σε εξέλιξη μία μεγάλη διαπραγμάτευση για την ανατολική Ευρώπη, αλλά κι ευρύτερα, της οποίας βλέπουμε τα αποτελέσματα.
Η ωριαία τηλεφωνική συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί να μην οδήγησε σε κάποια κρίσιμη καμπή της ουκρανικής κρίσης, αλλά οι δηλώσεις του Κρεμλίνου έριξαν λίγο φως στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο διπλωματικό παρασκήνιο. Παρά τις πομπώδεις απειλές δημοσίως, ο Ρώσος εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πέσκοφ, δήλωσε πως μόνο ένα μικρό μέρος της συνομιλίας σπαταλήθηκε στο ενδεχόμενο κυρώσεων, κάτι που ο Λευκός Οίκος δεν διέψευσε. Η ευρύτερη διαπραγμάτευση που πραγματοποιείται μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας είναι η ουσία του ουκρανικού ζητήματος.
Το ότι η Ρωσία έχει μετατραπεί σε ένα κράτος που δεν αφήνει περιθώρια δημοκρατικής δράσης, στρέφεται εναντίον των αντικαθεστωτικών αντιπάλων, δίχως να σέβεται ανθρώπινα δικαιώματα ενώ μετέρχεται αθέμιτων και επικίνδυνων πρακτικών είναι μάλλον κοινός τόπος. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως μπορεί να δεχθεί την τόσο μεγάλη στρατιωτική αμερικανική παρουσία στη γειτονιά της, ειδικά εφ' όσον διαθέτει τη δύναμη να την αποτρέψει. Το θέμα της Ουκρανίας το αποδεικνύει αυτό χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχα με τη ρωσική επίδειξη ισχύος στο χώρο που ορίζει ως εγγύς εξωτερικό της, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμβάλει κι εκείνες στη στρατιωτικοποίηση του ουκρανικού ζητήματος, αν όχι εξίσου, τουλάχιστον σημαντικά. Έσχατο παράδειγμα είναι οι διαρκείς εμφανίσεις του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν και οι αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις για μία ρωσική εισβολή, πριν από το τέλος των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στις 20 Φεβρουαρίου. Την ίδια στιγμή που ο Εμμανουέλ Μακρόν δεν είδε κάποιο σημάδι ρωσικής εισβολής, η Ουάσιγκτον φωνάζει διαρκώς πως από μέρα σε μέρα επίκειται η έναρξη των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το ορόσημο της 20ης Φεβρουαρίου, ημέρας λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, που τέθηκε φυσικά από τον Σάλιβαν έχει τη δική του σημασία, καθώς από τη φύση τους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες αντιτίθενται στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Λευκός Οίκος σκόπευε να πατήσει βέβαια στο παρελθόν των ρωσικών πολεμικών επιχειρήσεων αυτή την περίοδο το 2008 στη Γεωργία, αλλά και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Ωστόσο βέβαια οι συγκεκριμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες, που διεξάγονται στο Πεκίνο κι έχουν το δικό τους πολιτικό διακύβευμα για την Ουάσιγκτον, καθώς οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει διπλωματικό εμπάργκο στην Κίνα για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όπως είχε αναφέρει στο liberal ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, με θητεία στο ολυμπιακό κίνημα μεταξύ άλλων η σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας το τελευταίο διάστημα, επεκτείνεται και στην ενίσχυση της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων από το Πεκίνο, για την ανάδειξη του κινεζικού μεγαλείου, το οποίο δεν θα αναδεικνυόταν από ένα ξέσπασμα πολεμικών ενεργειών στην Ουκρανία. Χαρακτηριστικό της στενής σχέσης των δύο κρατών, είναι πως ο Πούτιν μαζί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπινγκ υπέγραψαν αυτή την περίοδο ένα κοινό κείμενο, όπου οι απόψεις τους ταυτίζονται σε μία σειρά ζητημάτων, από τη δική τους προσέγγιση για τη δημοκρατία μέχρι και την καταδίκη της επιθετικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εργαλειοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων ενδεχομένως να αναμένεται από ένα κυνικό και συγκεντρωτικό κράτος. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί την εμπλοκή των Ολυμπιακών Αγώνων από μία ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, όπως είναι οι ΗΠΑ, στις συνεχείς απειλές τους περί μίας ρωσικής επίθεσης.
Υιοθετώντας τη διαρκή τακτική επίκλησης του ρωσικού κινδύνου, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν πλέον να μην γίνονται πιστευτές στην κοινή γνώμη. Η Ρωσία συνεχίζει να διατείνεται πως δεν έχει προβεί σε κάποια παράνομη κίνηση, αναπτύσσοντας στρατεύματα σε δικό της έδαφος ή σε συμφωνία με συμμάχους της. Η περίπτωση των Βρετανών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η αντίθεση στις ρωσικές θέσεις έχει γίνει αντανακλαστική, είναι παράδειγμα προς αποφυγή. Η ατυχής συνέντευξη της Υπουργού Εξωτερικού της Μεγάλης Βρετανίας στη Μόσχα απέναντι στον βετεράνο Ρώσο ομόλογο της είναι ένα μικρό μόνο δείγμα των δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια στάση.
Από την άλλη πλευρά, ο Λευκός Οίκος μπορεί να το αντιμετωπίζει ως μία περίπτωση που δεν μπορεί να χάσει, παρά μόνο να κερδίσει. Στην περίπτωση που υπάρξουν ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι Αμερικάνοι θα ισχυρίζονται πως είχαν προειδοποιήσει και έκαναν ότι μπορούσαν, ενώ σε περίπτωση που δεν υπάρξει πολεμική σύγκρουση, θα μπορούν να δηλώνουν πως ήταν εκείνοι απέτρεψαν μία ρωσική εισβολή. Win-win όπως θα το περιέγραφαν οι Αμερικάνοι, για έναν Αμερικάνο πρόεδρο.
Βέβαια, για τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν αυτή η ένταση είναι μία συνηθισμένη κατάσταση. Πέρα από τα αυξημένα έσοδα από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και το φυσικό αέριο, η Μόσχα μετράει τους φίλους της, σε στιγμές κρίσης, από τη Λευκορωσία, την Ουγγαρία μέχρι και την Κίνα. Όσο καιρό δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μία κατάσταση υψηλού συναγερμού, για τη Ρωσία είναι απλά η καθημερινότητα της, ή αλλιώς business as usual.