Του Γιώργου Παυλόπουλου
Μερικές χιλιάδες αποφασισμένοι άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι που μοιάζουν να έχουν... άγνοια κινδύνου και να αψηφούν τα κλομπ, τις πλαστικές σφαίρες και τις απειλές, καταλαμβάνουν τις αίθουσες αφίξεων και αναχωρήσεων του διεθνούς αεροδρομίου του Χονγκ Κονγκ, ενός από το πλέον πολυσύχναστα στον πλανήτη. Οι αρχές, μάλλον αμήχανες καθώς δεν είχαν λάβει σχετικές εντολές από το Πεκίνο, αναγκάζονται ουσιαστικά να αναστείλουν προσωρινά τη λειτουργία του αεροδρομίου, προκαλώντας κυριολεκτικά χάος.
Αν σκεφτούμε λίγο τα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα 24ωρα, όπως και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν, δεν θα δυσκολευτούμε να καταλήξουμε σε τρία βασικά συμπεράσματα.
Συμπέρασμα πρώτο: Η παραπάνω εικόνα είναι αναμφίβολα ασυνήθιστη, αν όχι πρωτόγνωρη. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει για κάθε χώρα του πλανήτη – εκτός, βεβαίως, αυτών που βρίσκονται σε κατάσταση εμφυλίου... – πολύ δε περισσότερο για την Κίνα, όπου επικρατεί η αρχή του ενός (κόμματος). Φανταστείτε, πολύ απλά, τι θα είχε γίνει εάν εκτυλισσόταν κάτι ανάλογο σε κάποιο αεροδρόμιο στις ΗΠΑ ή την Ευρώπη, στη Ρωσία ή την Τουρκία, στη Νότια Αφρική ή τη Βόρεια Κορέα: Είτε η κατάληψη θα είχε αποτραπεί είτε οι καταληψίες θα είχαν εκδιωχθεί από την πρώτη στιγμή – και στις δύο περιπτώσεις, δια της βίας. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη όμως στην Κίνα, όπου κανείς θα περίμενε η αντίδραση να είναι ακαριαία και η καταστολή αμείλικτη και προσχεδιασμένη, καθώς οι διαδηλώσεις συμπλήρωσαν ήδη δέκα εβδομάδες.
Συμπέρασμα δεύτερο: Οι αντικαθεστωτικοί, όποια κι αν είναι τα πραγματικά τους κίνητρα, πέτυχαν μία ακόμη σημαντική νίκη – τη δεύτερη μετά τον πρόσφατο εξαναγκασμό της τοπικής κυβέρνησης να αναστείλει την εφαρμογή του επίμαχου νόμου που επιτρέπει την έκδοση υποδίκων ή καταδίκων στην Κίνα. Μόνο που αυτή τη φορά, η νίκη τους έχει παγκόσμια ακτινοβολία, καθώς αυτομάτως επιτρέπει σε πολλούς να σκεφτούν ότι το πανίσχυρο καθεστώς του Πεκίνου δεν είναι ανίκητο. Διότι όχι απλώς κατάφεραν να το αιφνιδιάσουν, αλλά το ανάγκασαν να φανεί αναποφάσιστο και να χάσει χρόνο. Και έτσι, επέτρεψαν σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη να στρέψουν την προσοχή τους στο Χονγκ Κονγκ, κάτι που σημαίνει ότι κάθε σκέψη ή σενάριο για μια «δεύτερη Τιενανμέν» (ήδη, από επίσημα χείλη γίνεται λόγος για «σημάδια τρομοκρατίας» στις τάξεις των διαδηλωτών...) θα έχει πολύ πιο μεγάλο πολιτικό κόστος.
Συμπέρασμα τρίτο: Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν περιοριστεί επισήμως – τουλάχιστον μέχρι χθες το βράδυ – σε αντιδράσεις που θα μπορούσαν επιεικώς να χαρακτηριστούν χλιαρές. «Οι κοινωνίες υπηρετούνται καλύτερα όταν γίνονται σεβαστές οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις και μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα και ειρηνικά. Οι ΗΠΑ καλούν όλες τις πλευρές να απέχουν από τη βία», δήλωσε χαρακτηριστικά αξιωματούχος της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Η Κομισιόν «υπογραμμίζει την ανάγκη να αποφευχθούν η βία και ενέργειες που την κλιμακώνουν», είχε τονίσει πριν από περίπου ενάμιση μήνα εκπρόσωπος της Φεντερίκα Μογκερίνι – ενώ από τότε μέχρι σήμερα οι Βρυξέλλες ουσιαστικά σιωπούν.
Τι σκέφτονται ΗΠΑ και ΕΕ;
Εδώ, μάλιστα, η αλήθεια είναι ότι γεννιέται ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί να πέφτει τόσο στα μαλακά το καθεστώς του Πεκίνου, όταν σε άλλες περιπτώσεις εξόφθαλμης καταστολής ο πέλεκυς Αμερικανών και Ευρωπαίων πέφτει βαρύς; Μήπως επειδή η Κίνα είναι πολύ σημαντική και τα λεφτά πολλά για να διακινδυνεύσουν να διαρρήξουν τις σχέσεις μαζί της εξαιτίας της παραβίασης των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων; Μήπως επειδή γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι δεν θα κερδίσουν τίποτα και έτσι προτιμούν να μην εκτεθούν καν; Μήπως επειδή ανάλογες μεθόδους καταστολής χρησιμοποιούν και οι ίδιοι, οπότε αισθάνονται ότι έχουν «λερωμένη τη φωλιά τους»; Ή μήπως επειδή την έχουν στημμένη στους Κινέζους και περιμένουν να κάνουν το μοιραίο λάθος, για να τους στήσουν στη συνέχεια στον τοίχο;
Όποια και αν είναι η απάντηση (την οποία αργά ή γρήγορα θα μάθουμε), ένα είναι βέβαιο: Ο Σι Τζινπίνγκ, που σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές είναι ο ισχυρότερος ηγέτης που είχε η Κίνα από την εποχή του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση η οποία δεν αποκλείεται να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τόσο το μέλλον της χώρας του όσο και τη δική του θέση στην ιστορία της.
Είναι φανερό, άλλωστε, ότι τη στιγμή που απειλεί με πόλεμο όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει την κινεζική κυριαρχία στην Ταϊβάν, δεν έχει δικαίωμα να την απεμπολήσει στην περίπτωση του Χονγκ Κονγκ, το οποίο παραδόθηκε επισήμως στην Κίνα από τους Βρετανούς το 1997, βάσει της συμφωνίας που είχε υπογραφεί 99 χρόνια νωρίτερα και με μοναδική υποχρέωση την παρακάτω, όπως περιλαμβάνεται στο σύνταγμα: «Το σοσιαλιστικό σύστημα και οι πολιτικές του δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν στην ειδική διοικητική ζώνη του Χονγκ Κονγκ (SAR) και το προηγούμενο καπιταλιστικό σύστημα και τρόπος ζωής θα παραμείνουν αμετάβλητα για 50 χρόνια».
Ε, όχι και ως το 2047!
Φαίνεται, όμως, ότι με την ταχύτητα που τρέχουν οι εξελίξεις και συντελούνται οι αλλαγές, το Πεκίνο και ο Σι δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν μέχρι το 2047 για να επιβάλλουν πλήρως την εξουσία τους στο Χονγκ Κονγκ. Επιδιώκουν, λοιπόν, να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς μια ώρα νωρίτερα, ώστε να επικεντρωθούν στον βασικό τους στόχο: Την εδραίωση της Κίνας στη θέση της παγκόσμιας υπερδύναμης.
Μόνο που η δράση προκαλεί αντίδραση, για την οποία θα όφειλαν να είναι προετοιμασμένοι. Εξάλλου, ποτέ στην ιστορία οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις δεν έγιναν ειρηνικά ούτε ήταν αγώνας ταχύτητας ή μονόπρακτο. Έμοιαζαν πάντα με μαραθώνιο και μια περίπλοκη παρτίδα πάνω στη Μεγάλη Σκακιέρα – στην οποία, φυσικά, κινήσεις κάνουν και οι άλλοι, έχοντας επίσης τον ίδιο στόχο, δηλαδή τη νίκη.
Και ένα αναγκαίο υστερόγραφο: Ακριβώς επειδή έτσι παίζεται αυτό το παιχνίδι, η Δύση έχει σχεδιάσει τις κινήσεις της στην περίπτωση που οι διαδηκλώσεις συνεχιστούν και κλιμακωθούν και ο Σι αδιαφορήσει για το κόστος και δώσει την εντολή για μια νέα σφαγή τύπου Τιενανμέν;
Eric Tsang/HK01 via AP