Του Γιάννη Μαντζίκου
Η μία μετά την άλλη εταιρείες εκτίμησης γεωπολιτικού ρίσκου προειδοποιούν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το 2019 είναι το μπρά ντε φερ Πεκίνου-Ουάσινγκτον. Μετά την Stratfor, ήρθε χθες η σειρά του Eurasia Group να θέσει στην κορυφή του...καζαμία για το 2019 τις σινο-αμερικανικές σχέσεις.
Απόδειξη αυτού το χθεσινό περιστατικό κατά το οποίο το αντιτορπιλικό «USS McCampbell» έπλευσε κοντά στα νησιά Πάρσελ στην νότια σινική Θάλασσα αμφισβητώντας την ηγεμονία της Κίνας στην περιοχή και προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Πεκίνου που έκανε λόγο για «προβοκάτσια». Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έλεγε με αφορμή την Ταϊβάν η οποία παραδοσιακά προσβλέπει στην αμερικανική βοήθεια ότι «πρέπει και θα ενωθεί μαζί με την μητέρα Κίνα».
Την ώρα που το κινεζικό πολεμικό ναυτικό ήταν επί των ραντάρ στην περιοχή Τζαντσιάνγκ όπου βρίσκονται τα αρχηγεία του, στο Πεκίνο έφτανε αμερικανική αποστολή για τις πρώτες επίσημες διαπραγματεύσεις από τότε που τέθηκε σε εφαρμογή ανακωχή τριών μηνών στον εμπορικό πόλεμο. Αυτό συμφωνήθηκε στη σύνοδο κορυφής της G20 στην Αργεντινή τον Νοέμβριο, από τους αρχηγούς των δυο κρατών, όπου μεταξύ άλλων ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύτηκε ότι δεν θα αυξήσει τον συντελεστή των δασμών σε εισαγόμενα κινεζικά αγαθά αξίας 200 δισ. δολαρίων στο 25% από 1ης Ιανουαρίου 2019, όπως είχε προαναγγείλει.
Όμως, κάνεις δεν ξέρει αν θα υπάρξει φως στο τούνελ παρά την χείρα καλής θέλησης από την Κίνα η οποία ανέστειλε την πρωτοχρονιά τους επιπρόσθετους δασμούς στα εισαγόμενα αμερικανικά αυτοκίνητα και ανακοίνωσε μεγάλες παραγγελίες αμερικανικής σόγιας. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν βρέθηκε από αμερικανικής πλευράς, ο εμπορικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Ρόμπερτ Λάιτχάιζερ, βρέθηκαν όμως ο υφυπουργός Εμπορίου Τζέφρι Γκέρι και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της χώρας Λιού Χε, στενός άνθρωπος του προέδρου Σι.
Ως γνωστόν ο πόλεμος, εκτός του εμπορικού τομέα εκτυλίσσεται και σε αυτόν της τεχνολογίας. Η Ουάσιγκτον κατηγορεί το Πεκίνο ότι «κλέβει» αμερικανικές εφευρέσεις για να αναδειχθεί στην παγκόσμια τεχνολογική πρωτοπορία κι απαιτεί να υπάρξει σειρά μέτρων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κίνα. Την ώρα που στο Μπούενος Άιρες Τραμπ και Σι συμφωνούσαν στην ανωτέρω «εκεχειρία», η σύλληψη της Γουνζού Μενγκ στον Κανάδα, γενικής οικονομικής διευθύντριας της Huawei και κόρης του ιδρυτή της δεύτερης μεγαλύτερης κατασκευάστριας smartphones παγκοσμίως, έριχνε «λάδι στην φωτιά» καθώς σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αυτό έγινε μετά τις φορτικές πιέσεις της Ουάσινγκτον. Νωρίτερα μέσα στο 2018, ο Τραμπ με ένα προεδρικό διάταγμα, στο οποίο επικαλούνταν ζητήματα εθνικής ασφάλειας, έδινε τέλος στο deal της αμερικανικής εταιρείας Qualcomm, που κατασκευάζει μικροεπεξεργαστές με τον τεχνολογικό κολοσσό Broadcom - που έχει έδρα τη Σιγκαπούρη. H απόφαση ήρθε ύστερα από εισήγηση της Αμερικανικής Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων, η οποία εξέφρασε ανησυχίες για αποδυνάμωση της θέσης της Qualcomm στην αμερικανική αγορά και άνοιγμα της κερκόπορτας για είσοδο σε αυτήν της κινεζικής και ύποπτης για κατασκοπεία Huawei.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη ανακοίνωση της Apple η οποία για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια υποβάθμισε τις προβλέψεις της για τα τριμηνιαία έσοδα λόγω των κακών επιδόσεων της κινεζικής οικονομίας μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων για τις δυο πλευρές. Παρότι ο Τραμπ έλεγε πρόσφατα προς την Apple, όπως και στην Harley Davidson «φτιάξτε τα προϊόντα σας στις ΗΠΑ», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι οικονομίες είναι στενά συνδεδεμένες σε σημείο που δεν μπορεί να ελέγξει ο ίδιος. Άλλωστε πρόσφατο δημοσίευμα του Reuters ανέφερε ότι τα κινεζικά κεφάλαια στηρίζουν αρκετές start-up στην Σίλικον Βάλει, ενώ λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας αρκετές επιχειρήσεις όπως η Ford, η GM και η Tesla βλέπουν τις πωλήσεις τους δέχονται πιέσεις και αναγκάζονται να υποβαθμίσουν τους στόχους τους.
Όποτε εύκολα αντιλαμβάνεται κάνεις Πεκίνο και Ουάσινγκτον ζουν ένα ιδιότυπο «κράτα με να σε κρατώ...».