Το Πεκίνο προωθεί έναν νόμο για την εθνική ασφάλεια που ισχύει στο εσωτερικό της κινεζικής επικρατείας προκειμένου να ενσωματωθεί και να εφαρμοστεί στο Χόνγκ Κονγκ, το οποίο μέχρι σήμερα είχε διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης και νόμους.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το κρατικό πρακτορείο της Κίνας Xinhua και η "South China Morning Post", η πρόταση αυτή αναμένεται να συζητηθεί στην Λαϊκή Εθνοσυνέλευση του Κομμουνιστικού Κόμματος που ξεκινά αύριο.
Ουσιαστικά η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να επιβάλλει τους νόμους που ισχύουν στην δική της επικρατεία για να αποκλειστεί κάθε μορφή αντιπολίτευσης και διαφορετικής άποψης στο συνταγματικό έγγραφο του Χονγκ Κονγκ το οποίο είναι γνωστό ως «Βασικός Νόμος».
Μια βουλευτής του φιλοδημοκρατικού μπλοκ στην τοπική βουλή, γνωστή ως LegCo δήλωσε με αφορμή τα παραπάνω πως «Είναι η πιο τραγική μέρα στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ».
Η περιοχή αυτή είναι επίσημα υπό την κυριαρχία του Πεκίνου, αλλά στο πλαίσιο μιας πολιτικής που ονομάζεται «μία χώρα, δύο συστήματα», έχει διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης. Βάσει της αρχής αυτής, το Χονγκ Κονγκ απολαμβάνει, μεταξύ άλλων, μέχρι το 2047 ελευθερίες που είναι άγνωστες στην ηπειρωτική Κίνα, όπως αυτή της ελευθερία του τύπου, της έκφρασης και άλλων που ισχύουν στις δυτικές κοινωνίες.
Το καθεστώς του Χονγκ Κονγκ ως «ημι-αυτόνομης» περιοχής στο εσωτερικό της Κίνας αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τον πρώην αποικιακό κυβερνήτη του, τη Βρετανία, πριν το Λονδίνο παραδώσει το έδαφος στην Κίνα το 1997. Τότε η Βρετανία εξασφάλισε τη δέσμευση ότι το Χονγκ Κονγκ θα ξεκινήσει μια μετάβαση στην εκλογική δημοκρατία, κατοχυρώνοντας το συνταγματικό έγγραφο της περιοχής, τον «Βασικό Νόμο».
Ωστόσο το Χονγκ Κονγκ ταλανίζεται από διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια λόγω της προσπάθειας του Πεκίνου να «τελειώσει» στην πράξη την αρχή «Μια χώρα δύο συστήματα». Η πρώτη προσπάθεια της φιλοκινεζικης κυβέρνησης να περάσει έναν αντίστοιχο νόμο το 2003 οδήγησε σε διαδηλώσεις και παραίτηση του τότε επικεφαλής Τανγκ Τσι Χούα.
Τον Ιούνιο του 2019 ωστόσο, με αφορμή ένα νομοσχέδιο για την έκδοση κρατουμένων από το Χονγκ Κονγκ στη Κίνα ξεκίνησαν διαδηλώσεις οι οποίες συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση για πολλούς μήνες. Η σύγκρουση πήρε μεγάλες διαστάσεις και εξελίχθηκε σε μάχη ανάμεσα στο φιλοδημοκρατικό μπλοκ και την υπό κινεζικό έλεγχο κυβέρνηση της Κάρι Λαμ.
Με φόντο τα παραπάνω είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι αν γίνουν αλλαγές στον «Βασικό Νόμο», όπως αναφέρεται, τότε οι αντιδράσεις θα είναι πολύ μεγάλες, τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τις ΗΠΑ.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα αναμένει την ετήσια συνέλευση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας για δημοσιεύσει την έκθεση για το επίπεδο ελευθερίας στο Χονγκ Κονγκ.
Η εν λόγω έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποτελεί σύμφωνα με πολλούς αναλυτές και ειδικούς έναν «κρυφό άσσο στο μανίκι» των Αμερικανών αξιωματούχων, ικανό να πιέσει αφάνταστα την Κίνα και τον πρόεδρο της Σι Τζινπίνγκ.
Τον περασμένο Νοέμβριο, εν μέσω των συνεχιζόμενων διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επικύρωσε τον νόμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη πόλη, ο οποίος μάλιστα είχε τη διακομματική συναίνεση του Κογκρέσου.
Ο νόμος αυτός απαιτεί από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να εκτιμά ετησίως το επίπεδο ελευθερίας στο Χονγκ Κονγκ και στη συνέχεια να εισηγείται αναλόγως στον Λευκό Οίκο.
Αν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κρίνει ότι η περιοχή αυτή δεν είναι αυτόνομη πια (όπως οριζόταν στην Σινο-Βρετανική Συμφωνία παράδοσης του 1984), τότε ο πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να διακόψει τα ειδικά κριτήρια όσον αφορά τις εμπορικές και χρηματοοικονομικές συναλλαγές, βάση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου περί Πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών- στο Χονγκ Κονγκ του 1992. Αυτό σημαίνει ότι αυτομάτως ισχύουν οι δασμοί που έχουν επιβληθεί στην υπόλοιπη Κίνα, κάτι εξαιρετικά επιβαρυντικό για χιλιάδες επιχειρήσεις που σχετίζονται έμμεσα η άμεσα με το Πεκίνο.