Σε ηλικία 81 ετών πέθανε ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ένθερμος υποστηρικτής της λιτότητας κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, υπήρξε ο πολιτικός που συνέδεσε το όνομά του με μία από τις πλέον δύσκολες οικονομικές περιόδους για την Ελλάδα, στα χρόνια των Μνημονίων και ιδίως κατά τη διάρκεια των capital controls το 2015.
Τα τελευταία χρόνια ο Σόιμπλε έδινε μάχη με τον καρκίνο.
+++ EIL: CDU-Politiker Wolfgang Schäuble mit 81 Jahren gestorben pic.twitter.com/7gqMremCWy
— ZDFheute (@ZDFheute) December 27, 2023
Ο πολιτικός του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) πέθανε το βράδυ της Τρίτης. Ο πρώην Γερμανός ΥΠΟΙΚ «έφυγε» ειρηνικά, όπως έμαθε η Bild από οικογενειακές πηγές.
Η δύσκολη σχέση του με την Ελλάδα
Η Ελλάδα έχει συνδέσει το όνομα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τρεις χαρακτηριστικές φράσεις και λέξεις: Grexit, capital controls, Μνημόνια.
Ως πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας είχε επικριθεί έντονα για τις ενέργειές του κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και των Capital Controls το 2015. Κατά πολλούς, υπήρξε ο «αρχιτέκτονας» του σχεδίου Grexit, ήτοι της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ στις αρχές του 2014: αποκαλώντας το σχέδιο του Σόιμπλε «τρομακτικό», ο Γκάιτνερ κατέγραψε ότι ο Σόιμπλε πίστευε πως μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα τρόμαζε άλλες χώρες ώστε να ευθυγραμμιστούν. Ο Σόιμπλε έλαβε επίσης μια εκτεταμένη κριτική όσον αφορά τις συστάσεις του περί λιτότητας μέσα από το Twitter. Τέτοιου είδους επικριτικά σχόλια επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι η επιμονή του Σόιμπλε στις πολιτικές λιτότητας έρχονταν σε αντίθεση τόσο με τις εμπειρικές αποδείξεις πως οι πολιτικές στις οποίες επέμενε είχαν συρρικνώσει την ελληνική οικονομία κατά 25% όσο και από τις εκθέσεις του ΔΝΤ οι οποίες επέμεναν ότι μόνο μια μαζική ελάφρυνση του χρέους, και όχι μια περαιτέρω λιτότητα, θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική.
Στην Ελλάδα αλλά και γενικά στην Ευρώπη, ο Σόιμπλε είχε δεχθεί κριτική για τη στάση του στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, καθώς επέμενε σε μια στρατηγική συνεχούς λιτότητας.
Το 2012 ο Σόιμπλε απέρριψε τις προτάσεις της τότε προέδρου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ να δοθεί στην Ελλάδα περισσότερος χρόνος για πρόσθετες περικοπές δαπανών με στόχο την αντιμετώπιση του ελλείμματός της.
Την ίδια χρονιά ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας κατηγόρησε τον Σόιμπλε ότι προσβάλλει το έθνος του.
Τον Οκτώβριο του 2013 ο Σόιμπλε κατηγορήθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό της Πορτογαλίας Ζοζέ Σόκρατες για τη συχνή τοποθέτηση ειδήσεων στα ΜΜΕ ενάντια στην Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη πριν την πτώχευση της χώρας. Ο Σόκρατες τον χαρακτήρισε ως έναν «πονηρό υπουργό Οικονομικών».
Τα πρώτα βήματα του Σόιμπλε: Από δικηγόρος και εφοριακός, στα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα της Γερμανίας
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γεννήθηκε στο Φράιμπουργκ στις 18 Σεπτεμβρίου 1942 και ήταν ο γιος ενός υπαλλήλου της εφορίας. Ήταν ο μεσαίος από τρεις αδερφούς. Αφού έλαβε απολυτήριο λυκείου το 1961, σπούδασε Νομική και Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και του Αμβούργου από τα οποία αποφοίτησε το 1966 και το 1970 εργάστηκε ως εφοριακός και ως δικηγόρος, αφού πρώτα πέτυχε στις κρατικές εξετάσεις. Το 1971 έλαβε το διδακτορικό του στη Νομική, με μια εργασία που είχε τίτλο «Η επαγγελματική νομική κατάσταση του ορκωτού λογιστή στις λογιστικές επιχειρήσεις».
Ο Σόιμπλε εισήλθε στην τοπική αυτοδιοίκηση στο κράτος της Βάδης-Βυρεμβέργης και τελικά κατέληξε να γίνει ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της φορολογικής υπηρεσίας του Φράιμπουργκ. Στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία στο περιφερειακό δικαστήριο του Όφενμπουργκ, από το 1978 έως το 1984.
Από το 1984 μέχρι το 1991 διετέλεσε υπουργός της Κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ, αρχικά ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και Αρχηγός της Καγκελαρίας κι έπειτα ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών. Από το 1991 έως το 2000, ήταν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο κοινοβούλιο και από το 1998 έως το 2000 ήταν αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Διετέλεσε και πάλι Υπουργός Εσωτερικών κατά την πρώτη θητεία της Μέρκελ μεταξύ των ετών 2005 και 2009, ενώ στη συνέχεια για οκτώ χρόνια ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών κατά τη δεύτερη και τρίτη κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ.
Ο ίδιος διετέλεσε μέλος του Κοινοβουλίου (Μπούντεσταγκ) από το 1972. Από το 1981 έως το 1984 ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και τον Νοέμβριο του 1991 έγινε πρόεδρός της. Εγκατέλειψε τη θέση αυτή το 2000 ως μια επιμέρους συνέπεια ενός σκανδάλου χρηματοδότησης. Από τον Οκτώβριο του 2002 μέχρι το 2005 υπηρέτησε ως αναπληρωτής πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, υπό την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ.
Απόπειρα δολοφονίας και προβλήματα υγείας
Στις 12 Οκτωβρίου 1990, σε ηλικία 48 ετών, ο Σόιμπλε έγινε ο στόχος μιας απόπειρας δολοφονίας από τον Ντίτερ Κάουφμαν, ο οποίος έριξε τρεις βολές εναντίον του μετά το τέλος μιας προεκλογικής εκστρατείας την οποία είχαν παρακολουθήσει περίπου 300 άτομα στο Οπενάου. Ο Κάουφμαν τραυμάτισε ελαφρά έναν σωματοφύλακα ενώ τραυμάτισε σοβαρά τον νωτιαίο μυελό και το πρόσωπο του Σόιμπλε.
Ο Σόιμπλε παρέμεινε παράλυτος από την επίθεση και έκτοτε χρησιμοποιούσε αναπηρική καρέκλα. Ο υποψήφιος δολοφόνος του κηρύχθηκε ψυχικά άρρωστος από τους δικαστές και είχε κλειστεί σε κλινική λόγω ψυχασθένειας. Απελευθερώθηκε το 2004.
Κύριος εκφραστής των πολιτικών λιτότητας
Ως ένας κορυφαίος υποστηρικτής της λιτότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη - ο Σόιμπλε έφερε το 2014 στη Γερμανία έναν εθνικό προϋπολογισμό ύψους 299 δισ. ευρώ, ο οποίος επέτρεψε στη Γερμανία να μην αναλάβει ένα νέο εθνικό χρέος για πρώτη φορά από το 1969.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, ο Σόιμπλε κατάφερε ένα πλεόνασμα ύψους 18,5 δισ. ευρώ. Έχει χαρακτηριστεί ως η «προσωποποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας» και ως η «πρωταρχική ευρωπαϊκή λιτότητα» - η φήμη του Σόιμπλε πάνω στον σκληρό έλεγχο των δαπανών βοήθησε στην ταχεία ανάκαμψη της Γερμανίας από την ύφεση αλλά έχει επανειλημμένως απορρίψει τις προτάσεις από κυβερνητικούς υποστηρικτές με θέμα τις φορολογικές περικοπές. Καθ'όλη τη διάρκεια της θητείας του, υποστήριξε τη θέση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, είναι η διέξοδος από μια χαμηλή ανάπτυξη.
Το 2013 ο Σόιμπλε και ο Βίτορ Γκασπάρ, ο ομόλογός του στην Πορτογαλία, ανακοίνωσαν ένα σχέδιο χρήσης της γερμανικής κρατικής τράπεζας KfW ώστε να δημιουργηθεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα βοηθήσει τους Πορτογάλους κάτω των 25 ετών να αποκτήσουν μια θέση εργασίας ή επαγγελματική κατάρτιση.
Το 2012, μετά την παραίτηση του Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ από την προεδρεία των 17 Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, γνωστών ως Εurogroup, δημοσιοποιήθηκαν οι προθέσεις της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ να ασκεί πίεση στον Σόιμπλε για την ανάληψη αυτής της θέσης. Την εν λόγω θέση ανέλαβε αργότερα ο Γερούν Ντάισεμπλουμ.