Σύμφωνα με μελέτη της πανεπιστημιακής κλινικής του νοσοκομείου Charité του Βερολίνου, η αξιοπιστία των γρήγορων και των αυτοδιαγνωστικών τεστ κορονοϊού μπορεί να επηρεαστεί σχετικά εύκολα από τις υψηλές θερμοκρασίες και τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
«Οι χρήστες, οι πωλητές και οι πάροχοι τέτοιων διαγνωστικών τεστ θα πρέπει να τηρούν οπωσδήποτε τις οδηγίες του πακέτου των τεστ για τις θερμοκρασίες αποθήκευσης και να έχουν συνείδηση των περιορισμών», δήλωσε ο καθηγητής Γιαν Φέλιξ Ντέξλερ του Ινστιτούτου Λοιμωξιολογίας της πανεπιστημιακής κλινικής του νοσοκομείου Charité του Βερολίνου σήμερα στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa).
«Τα αυτοδιαγνωστικά τεστ δεν πρέπει να ζεσταθούν πολύ. Δεν πρέπει να βρίσκονται εκτεθειμένα απευθείας στο ήλιο σε παράθυρα ή να μεταφέρονται στην τσέπη μας το καλοκαίρι. Η αποθήκευσή τους στο ψυγείο και η χρήση τους αργότερα σε υψηλή θερμοκρασία θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει το αποτέλεσμα», πρόσθεσε.
«Κατά κανόνα, οι παρασκευάστριες εταιρείες προτείνουν αποθήκευση μεταξύ 5 και 30 βαθμών και τη χρήση τους σε θερμοκρασία δωματίου, συνήθως μεταξύ 15 και 30 βαθμών, όπως είπε ο Ντρέξλερ. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο καθηγητής και οι συνάδελφοί του στο «Journal of Clinical Virology», οι χαμηλότερες ή υψηλότερες θερμοκρασίες έστω και για μικρό χρονικό διάστημα αρκούν, όπως απέδειξαν και τα διαγνωστικά τεστ της μελέτης, για να βγάλουν ένα ψευδές αποτέλεσμα. Τόσο η λεγόμενη ευαισθησία όσο και η πιστότητα τέτοιων τεστ μπορούν να αλλοιωθούν. Αυτό σημαίνει ότι μολυσμένα άτομα μπορούν εσφαλμένα να έχουν ένα αρνητικό αποτέλεσμα - και, αντίθετα, υγιή άτομα να είναι θετικά.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας δεν σημαίνουν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται καθόλου τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ, αλλά οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό είναι μόνο ένα μέτρο για τη μείωση του κινδύνου από τον κορονοϊό. Ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν είναι ένα εισιτήριο ελευθέρας. Η λανθασμένη χρήση των διαγνωστικών τεστ δεν θα πρέπει όμως να θέσει σε κίνδυνο την επίπονα αποκτηθείσα χαλάρωση των μέτρων», τόνισε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας.
Τα γρήγορα και τα αυτοδιαγνωστικά τεστ είναι σε κάθε περίπτωση λιγότερο αξιόπιστα από τα εργαστηριακά, μοριακά, τεστ (PCR). Επομένως, τα θετικά αποτελέσματα πρέπει να ελέγχονται πάντα στο εργαστήριο. Όπως τόνισε ο Ντέξλερ, «η λανθασμένη δειγματοληψία, αλλά και η εσφαλμένη αποθήκευση, μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αλλοίωση των αποτελεσμάτων. Πρέπει πάντα να διαβάζουμε προσεκτικά το ένθετο της συσκευασίας και να κάνουμε το τεστ με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Και να έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι κάτι μπορεί να πήγε στραβά σε ολόκληρη την αλυσίδα από την παρασκευάστρια εταιρεία έως τη μεταφορά και την παράδοση. Επί παραδείγματι μπορεί να έχουν μποτιλιαριστεί τα φορτηγά που τα μεταφέρουν κάτω από τον ήλιο. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των γρήγορων διαγνωστικών τεστ είναι μόνο μια φωτογραφία της στιγμής. Μπορεί να είμαστε αρνητικοί το πρωί και θετικοί το βράδυ», τόνισε.