Οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία αναδεικνύουν με ιδιαίτερη αμεσότητα το ζήτημα της «ακροδεξιάς». Όμως τι ακριβώς είναι αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, τι ακριβώς είναι αυτό που ενισχύεται όταν, στη βάση των λίγο-πολύ στερεοτυπικών αναλύσεων που κυριαρχούν, λέμε ότι υπάρχει σήμερα «άνοδος της ακροδεξιάς»;
Σίγουρα παρατηρείται άνοδος κομμάτων στα δεξιά της μέχρι πρότινος ισχυρής κεντροδεξιάς σε κάποιες χώρες της Ευρώπης, με σημαντικότερη τη Γαλλία, επί της οποίας θα επανέλθουμε. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άνοδο παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) που είναι σίγουρα ομάδα συντηρητική (εκεί ανήκαν και οι Τόρηδες πριν το Brexit) αλλά όχι ακροδεξιά, ενώ στασιμότητα εμφανίζεται (λόγω της εξόδου της γερμανικής ακροδεξιάς) στην Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), την ομάδα της Λεπέν, του Σαλβίνι και των άλλων δυνάμεων στα δεξιά της κεντροδεξιάς.
Συνολικά, η αύξηση των εδρών που μπορούν να χαρακτηριστούν έδρες της «ακροδεξιάς» είναι υπαρκτή αλλά όχι εντυπωσιακή, όπως δείχνει η σύγκριση των συνθέσεων που προέκυψαν από τις ευρωεκλογές του 2019 και του 2024.
Αυτό που κυρίως δημιουργεί την εντύπωση μιας «επέλασης της ακροδεξιάς» δεν είναι ο συντονισμός και η ομοιογένεια, ούτε καν η ισχύς, των όποιων ανερχόμενων δυνάμεών της. Είναι κυρίως η αίσθηση της κατάρρευσης του κέντρου και η συνεπακόλουθη ανάγκη να αναστοχαστούμε τη Δεξιά και, κυρίως, τα ίδια τα ζητήματα.
Η συρρίκνωση του κέντρου ισχύει ιδιαίτερα για τους δύο γύρους των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, στις 30 Ιουνίου και τις 7 Ιουλίου, όπου -σημειωτέον- η συμμετοχή αναμένεται να αυξηθεί σε σχέση με προηγούμενες εκλογές. Το φιλελεύθερο κέντρο του Μακρόν συμπιέζεται επικίνδυνα μεταξύ της δεξιάς (Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν) και της αριστεράς, η οποία κατάφερε να σχηματίσει ένα μπλοκ (Νέο Λαϊκό Μέτωπο). Πρόκειται για μπλοκ εύθραυστο αλλά σαφώς υπολογίσιμο, με πολιτικές προσωπικότητες από τον ανεκδιήγητο Μελανσόν μέχρι τον πολύ αξιόλογο Γκλυκσμάν. Όμως η πραγματικότητα είναι -όπως πάντα- περισσότερο σύνθετη από τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις.
Στερεοτυπικές αναλύσεις και σύνθετη πραγματικότητα
«Τα πάντα αποσυντίθενται, το κέντρο δεν κρατάει». Η αποκαλυπτική «Δευτέρα Παρουσία» του Γέητς έρχεται ίσως στο νου πολλών, όταν κατακλύζονται από ειδήσεις και ερμηνείες που επιμένουν ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο μεσοπόλεμο. Όμως η σημερινή Ευρώπη δεν θυμίζει τη δεκαετία του 1930, παρά την ένταση της σχετικής ανησυχίας που, επαναλαμβανόμενη, τείνει να αναδειχθεί στο πλέον ανούσιο cliché της εποχής. Δεν επιστρέψαμε στον μεσοπόλεμο. Άλλα είναι τα ζητήματα, διαφορετικό το διεθνές περιβάλλον, εντελώς διαφορετική η πολιτική οικονομία, τόσο η διεθνής όσο και χωρών όπως η Γερμανία, άλλοι οι κίνδυνοι, πολλά τα σενάρια φυγής προς τα εμπρός, τόσο στην Ευρώπη όσο και αναφορικά με τις δύσκολες σχέσεις με την Ρωσία και -κυρίως- την Κίνα.
Ενώ οι στερεοτυπικές αναλύσεις για την «επέλαση της ακροδεξιάς» στην Ευρώπη εξακολουθούν να κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο, οι διαφαινόμενες τάσεις είναι πολύ περισσότερο σύνθετες και πολύπλοκες. Από τις μονότονα επαναλαμβανόμενες συζητήσεις, μπορούμε μόνο να κρατήσουμε την εν πολλοίς αναμενόμενη, ιδιαίτερα μετά τη Συριακή κρίση του 2015, σημασία της μετανάστευσης ως σημαντικού ερεθίσματος.
Η ρευστότητα των θέσεων και ο κατακερματισμός των δυνάμεων και των στρατηγικών τους χαρακτηρίζουν το συνολικό πεδίο το οποίο υποτίθεται ότι συγκροτείται, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, από την Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (ECR) και κάποιους ανεξάρτητους. Ως προς το ECR, όπως προαναφέρθηκε, είναι εντελώς ακατανόητη η ταμπέλα της «ακροδεξιάς».
Το ζήτημα όμως αφορά πράγματι το ID και σημαντική μερίδα των ανεξάρτητων. Εκεί διαπιστώνεται μια ευρεία γκάμα θέσεων και πολιτικών, μια γκάμα που εκτείνεται από γνώριμες ευρωσκεπτικιστικές αντιλήψεις εναντίωσης σε περαιτέρω βήματα ενοποίησης και ομοσπονδίωσης μέχρι απεχθείς λεκτικές ταχυδακτυλουργίες και παλινωδίες απολογητών του φασισμού και του ναζισμού.
Πράγματι, σε αρκετές σημαντικές θεματικές, οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του χώρου που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ακροδεξιά» είναι κρίσιμες. Ο αντισημιτισμός, στοιχείο χαρακτηριστικό συνολικά της πολιτικής κουλτούρας της ακροδεξιάς και, σήμερα, επιμέρους μορφωμάτων στην Αυστρία, την Ουγγαρία και κυρίως ανατολικών γερμανικών κρατιδίων, έχει τα τελευταία χρόνια επισήμως και κατ’ επανάληψη καταδικαστεί από τον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν και πολλά αντίστοιχα κόμματα. Στη γεωπολιτική διάσταση, η έξοδος από την ΕΕ αλλά και το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν αποτελεί πια προγραμματική θέση.
Η μετάλλαξη πολλών από τις ακροδεξιές πολιτικές οντότητες καθώς προσεγγίζουν ή καταλαμβάνουν την εξουσία σε κρίσιμα κράτη όπως η Γαλλία και
η Ιταλία είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει ο όρος: δεν είναι δυνατό να αποτελεί απλώς και μόνο τακτική επιλογή, παρότι το στοιχείο της τακτικής προφανώς διαδραματίζει ένα ρόλο. Η μετάλλαξη αναφέρεται στη συνεχή προσαρμογή και αναδιαμόρφωση των θέσεων και των πολιτικών τους, κάτι που – προφανώς – δεν σχετίζεται απαραίτητα με την αξιολογική αποτίμηση και επαναξιολόγησή τους εκ μέρους μας. Αποτελεί όμως μια πραγματικότητα που αγγίζει και την εξέλιξη της ταυτοτικής διάστασής τους και οφείλει να εξεταστεί στις πραγματικές της διαστάσεις.
Η ακροδεξιά του εξτρεμισμού της νεοναζιστικής πτέρυγας της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) αποτελεί βεβαίως και αυτή μια πραγματικότητα, η οποία πάντως έχει τις ρίζες της σχεδόν αποκλειστικά στα πρώην ανατολικά κρατίδια και δημιουργεί εσωτερικές εντάσεις, τακτικού αλλά και ταυτοτικού χαρακτήρα, στο επίπεδο του ομοσπονδιακού κόμματος. Παράλληλα με τη συνεχή άνοδό του, το AfD χαρακτηρίζεται από εντεινόμενα εσωτερικά προβλήματα. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το κόμμα αποφάσισε να αντικαταστήσει τον σκληροπυρηνικό Μαξιμίλαν Κραχ με τον πολύ μετριοπαθέστερο Ρενέ Άουστ στην ηγεσία της ομάδας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μεταξύ άλλων κατορθωμάτων, όπως η πρόσληψη βοηθού που αργότερα κατηγορήθηκε για κατασκοπεία προς όφελος της Κίνας, ο Κράχ είχε υποστηρίξει σε συνέντευξη ότι δεν μπορεί να καταδικάσει τα SS γενικά, εφόσον σε αυτά και ειδικότερα στα Waffen-SS (οι στρατιωτικές μονάδες των SS) υπηρέτησαν και «πατριώτες» που δεν αποδείχθηκε ότι έχουν ατομική ευθύνη για εγκλήματα, σε αντίθεση με άλλους που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν.
Έφερε μάλιστα ως παράδειγμα τον διαπρεπή συγγραφέα Γκύντερ Γκρας, ο οποίος έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1999 και το 2006 παραδέχτηκε ότι είχε υπηρετήσει στα Waffen-SS προς το τέλος του πολέμου «χωρίς να ρίξει ούτε ντουφεκιά».
Τόσο το κόμμα της Λεπέν όσο και η Λέγκα του Σαλβίνι, ακολουθούμενοι από τα αδελφά κόμματα της Τσεχίας, της Δανίας και της Πορτογαλίας, αλλά όχι τους Φλαμανδούς εθνικιστές, έδειξαν το δρόμο της εξόδου στο AfD, το οποίο πράγματι εκδιώχθηκε από το ID λίγο πριν τις ευρωεκλογές. Μετά τις εκλογές, το AfD ζήτησε από τον Κραχ να ανεξαρτητοποιηθεί, ώστε το κόμμα να προσπαθήσει να εισέλθει εκ νέου στην ομάδα ID.
Σε κάθε περίπτωση, η AfD (που είχε μάλιστα πρόσφατα εκδιωχθεί από το ID ως φιλο-ναζιστική) τα πήγε πολύ καλά στις γερμανικές ευρωεκλογές. Θα υπάρξει εκ νέου συνεργασία με το ID; Θα το διαπιστώσουμε το επόμενο διάστημα, όμως η κίνηση του Μακρόν με την άμεση προκήρυξη βουλευτικών εκλογών έχει καταστήσει την Λεπέν ιδιαίτερα προσεκτική ως προς το ζήτημα των ευρωπαϊκών συνεργασιών της.
Τίθεται παράλληλα, με τα νέα δεδομένα των ευρωεκλογών του Ιουνίου, ένα ερώτημα για την ενδεχόμενη (αλλά ακόμη όχι πιθανή) συνεργασία κάποιας μορφής μεταξύ του ID και του ECR στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ό,τι και να συμβεί στη συνέχεια, είναι γεγονός ότι σημαντικές ιδεολογικές αποχρώσεις, κινήσεις τακτικής αλλά και εθνικές διαχωριστικές γραμμές εξακολουθούν να επηρεάζουν συγκλίσεις και αποκλίσεις αναφορικά και με κρίσιμα ζητήματα.
Οικοσκεπτικισμός και ευρωσκεπτικισμός: οι δυο κρίσιμοι πυλώνες
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι στις ΗΠΑ, η «Νέα Δεξιά» (New Right) εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Έδωσε έμφαση στην διατύπωση μιας απάντησης στον φιλελευθερισμό αμερικανικού τύπου (δηλαδή σε μια εκδοχή του κοινωνικού φιλελευθερισμού), μια απάντηση έντονη και μαχητική. Καλλιέργησε μια οικονομικά νεοφιλελεύθερη, πολιτικά συντηρητικότατη και κοινωνικά εξαιρετικά αντι-εξισωτική ιδεολογία.
Πιο πρόσφατα, η Εναλλακτική Δεξιά (Alt Right) κράτησε πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά (όπως είναι ο μαχητικός αντι-εξισωτισμός) αλλά προσανατολίστηκε πολύ δεξιότερα, διαμορφώνοντας ένα μείγμα στο οποίο στοιχεία λαϊκής αναφοράς (έμφαση στην αποβιομηχάνιση και την μακροχρόνια ανεργία) συνδυάζονται με τον ρατσισμό (έμφαση στους λευκούς Αμερικανούς που αδικούνται), την κάθετη απόρριψη της πολυπολιτισμικότητας και την συστηματική εκμετάλλευση του διαδικτύου.
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Παρά τις προσπάθειες του Μπάνον, ο οποίος διετέλεσε για ένα μικρό διάστημα σύμβουλος του Τραμπ, να διαμορφώσει σχέσεις της Εναλλακτικής Δεξιάς με φαινομενικά αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη, οι εθνικές ιδιαιτερότητες σε συνδυασμό με την αυξανόμενη σημασία και ρόλο της ΕΕ διαμορφώνουν ένα νέο, μοναδικό σκηνικό.
Στη σημερινή Ευρώπη, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι η «υιοθέτηση» στοιχείων της ατζέντας της ακροδεξιάς αντί να την περιθωριοποιεί την ενδυναμώνει, αποτυγχάνει αφενός εκ των πραγμάτων και, αφετέρου, ως προς το βασικό ερώτημα, ποια από αυτά τα στοιχεία είναι, ενδεχομένως, άξια προσοχής και δεν θα πρέπει να αφεθούν στην εκμετάλλευση από μορφώματα αντισυστημικά ή/και επικίνδυνα για τη δημοκρατία. Το ζήτημα δεν εστιάζεται στον πολιτικό λόγο αλλά στα εκάστοτε πολιτικά αντικείμενα, με διάκριση μεταξύ τους, με έμφαση στις αποχρώσεις και, βέβαια, με επικέντρωση στις προτεινόμενες λύσεις.
Η περίοδος της απομόνωσης ολόκληρων θεματικών πεδίων ως μολυσματικών έχει λήξει, παρότι πολλοί θα εξακολουθήσουν για ένα ακόμη διάστημα να επαναλαμβάνουν παρωχημένες αναλύσεις και προτάσεις. Στην πραγματικότητα, ο πατριωτισμός, η έμφαση σε διαστάσεις της εθνικής κυριαρχίας, ο οικοσκεπτικισμός, ο εντεινόμενος έλεγχος των εξωτερικών συνόρων και της μετανάστευσης θα πρέπει να αποενοχοποιηθούν και να τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο ορθολογικής συζήτησης και κριτικής αποτίμησης.
Όπως έχω επισημάνει στο παρελθόν, ο οικοσκεπτικισμός συγκροτείται – σχεδόν κάτω από το ραντάρ – ως ένας κρίσιμος πυλώνας της πολιτικής της νεότερης Νέας Δεξιάς στην Ευρώπη. Η ιστοσελίδα της ομάδας ID του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δίνει μια πρώτη αλλά σαφή εικόνα. Γενικότερα, η αμφισβήτηση οριακά της πραγματικότητας της κλιματικής αλλαγής και, κυρίως, του τρόπου κατανομής των βαρών για την αντιμετώπισή της, χαρακτηρίζει με αυξανόμενο ρυθμό αυτό τον πολιτικό χώρο, με ειδική αναφορά στους μικροϊδιοκτήτες και, κυρίως, τους αγρότες.
Στις 26 Ιουνίου, η κυρία Μελόνι χαρακτήρισε «ιδεολογική τρέλα» τα ευρωπαϊκά μέτρα περιορισμού στα αυτοκίνητα με φυσικό αέριο και ντίζελ, επανερχόμενη στην οξύτατη κριτική του κόμματος της για την συνολική πολιτική εκμηδένισης της εκπομπής ρύπων από τα καινούργια αυτοκίνητα το 2035.
Η περίπτωση της Γαλλίας
Στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές όλες οι παράμετροι, παλαιότερες και νέες, διαδραματίζουν ρόλους. Ο Μακρόν, ο οποίος κυβερνά από το 2017, είναι ο πρώτος πρόεδρος στα τελευταία είκοσι χρόνια που κατόρθωσε να επανεκλεγεί για δεύτερη θητεία. Όπως το 2017 και το 2022, η στρατηγική του περαιτέρω οικονομικού εκσυγχρονισμού της Γαλλίας με παράλληλη πίεση στη Γερμανία για μια νέα ισορροπία στην Ευρώπη αποτελεί συνεπές αλλά εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα. Όπως το 2017 και το 2022, η Λεπέν θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία σε γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικά στρώματα με οικονομικά προβλήματα και δυσκολίες απασχόλησης, ενώ η διείσδυση που πέτυχε να αυξήσει στο Νότο της χώρας είναι περισσότερο έκδηλη σε περιοχές στις οποίες το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» ήταν ισχυρό. Αλλά η συνολική απόδοσή της (με τον Μπαρντελά επικεφαλής στο βουλευτικό σκέλος) είναι σαφώς αυξημένη.
Για τη Γαλλία, η συγκατοίκηση, η οποία έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν, δεν σημαίνει απαραίτητα ακυβερνησία. Θα είναι η τέταρτη συγκατοίκηση προέδρου με πρωθυπουργό που προέρχεται από αντίπαλο κόμμα. Ίσως για τον Μακρόν είναι προτιμότερη η τριβή με την εξουσία και η φθορά του κόμματος της Λεπέν, πριν τις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 2027 στις οποίες, άλλωστε, ο ίδιος ο πρόεδρος (ο οποίος κυβερνά για δεύτερη θητεία) δεν μπορεί να έχει συμμετοχή.
Με δυο λόγια, όσοι βιάζονται να «εκπλαγούν» με την προκήρυξη αυτών των εκλογών, εστιάζουν στα ζητήματα τακτικής και όχι στο στρατηγικό ερώτημα, αν η Γαλλία θα μπορούσε πράγματι να κυβερνηθεί αποτελεσματικότερα με την Λεπέν στην οργισμένη αντιπολίτευση τα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, οι υπερβολές που γράφονται, για «ακυβέρνητη Γαλλία» και για «ιταλικό σενάριο» στη Γαλλία, αγνοούν τόσο τις εκτενείς εξουσίες του προέδρου στο συνταγματικό πλαίσιο της Πέμπτης Δημοκρατίας όσο και την ανάγκη του Εθνικού Συναγερμού της Λεπέν να δώσει και κάποια δείγματα κυβερνητικής υπευθυνότητας. Εάν προκύψει σαφής πλειοψηφία (δηλαδή, τουλάχιστον 289 έδρες στην Εθνοσυνέλευση) για τον Εθνικό Συναγερμό, τότε πηγαίνουμε σε νέα, εύθραυστη όπως πάντα αλλά όχι πρωτοφανή, συγκατοίκηση. Ούτε θα σήμαινε «ακυβερνησία» μια νέα προσφυγή στις κάλπες, στην περίπτωση που η Λεπέν (με τον Μπαρντελά) δεν αποκτήσει πλειοψηφία και δεν θελήσει να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Προς μια συνολική αποτίμηση
Εκδοχές αντισυστημισμού εμφανίζονται σήμερα παντού στην Ευρώπη. Παρά τις διαφοροποιήσεις, ενίοτε και τις αντιφάσεις, ορισμένες συνολικές επισημάνσεις για τον αντισυστημισμό είναι σήμερα αναγκαίες. Πρώτον, οι διάφορες παραλλαγές του ευρωσκεπτικισμού συνιστούν βασικά στοιχεία της αντισυστημικής συνιστώσας, αλλά οι διαφορές μεταξύ τους είναι σημαντικές και έχουν επιπτώσεις. Όλες οι εκδοχές του ευρωσκεπτικισμού δεν είναι αντιευρωπαϊκές.
Δεύτερον, όπως υποστηρίζω επί μακρόν, το στοιχείο του οικοσκεπτικισμού (της αντίθεσης στο μοντέλο επιμερισμού του κόστους της ενεργειακής μετάβασης) αποτελεί μια κοινή συνιστώσα με συνεχώς αυξανόμενη σημασία. Προφανώς θεματικές όπως αυτή του μεταναστευτικού παραμένουν σημαντικές, όμως οι μεταλλάξεις της ατζέντας του χώρου που περιγράψαμε ως αντισυστημικό είναι σαφώς ταχύτερες από τις κυρίαρχες και εν πολλοίς στερεοτυπικές αναλύσεις που γράφονται και ακούγονται.
Κρίσιμες διαφοροποιήσεις αναδεικνύονται και στην εξωτερική πολιτική. Διαφορετικά πολιτικά συστήματα κρατών μελών της ΕΕ εσωτερικοποιούν με διαφορετικούς όρους τις καταιγιστικές εξωτερικές προκλήσεις. Είναι προφανές ότι για χώρες κρίσιμες, όπως ειδικά τη Γαλλία αλλά αργότερα και τη Γερμανία, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις έχουν αντίκτυπο στη συνολική ευρωπαϊκή και, σε ένα βαθμό, τη διεθνή δυναμική. Υποστηρίζω ότι, στο σημερινό, εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον, οι συνδυασμοί των διαδράσεων οδηγούν σε πέντε διακριτές (αλλά όχι απολύτως αλληλοαποκλειόμενες) κατηγοριοποιήσεις των βασικών τάσεων.
Πρόκειται, εν συνόψει, για τις εξής κατηγορίες:
(α) ευρωσκεπτικιστική και ευρωατλαντική δυναμική (ανάσχεση ενοποιητικών πρωτοβουλιών χωρίς ρήξη με ΕΕ και παράλληλη αυξανόμενη έμφαση στη σημασία των ευρωατλαντικών σχέσεων),
(β) αντιευρωπαϊκή και φιλορωσική δυναμική (διαφαινόμενη ρήξη με ΕΕ, εντεινόμενη στήριξη μαξιμαλιστικών στόχων ρωσικής εξωτερικής πολιτικής),
(γ) ευρωσκεπτικιστική δυναμική και ευρωπαϊκός απομονωτισμός με έμφαση στην αποφυγή εξωτερικής εμπλοκής (ανάσχεση ενοποιητικών πρωτοβουλιών χωρίς ρήξη με ΕΕ, σταδιακή χαλάρωση σχέσεων με ΝΑΤΟ, αποδοχή βασικών ρωσικών συμφερόντων στο πλαίσιο των πολέμων των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ που όμως δεν ανήκουν ήδη στην ΕΕ ή το ΝΑΤΟ),
(δ) ευρωσταθεροποίηση σε συνδυασμό με περιφερειακή σταθεροποίηση (παγίωση της ΕΕ χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση αλλά με πραγματοποίηση των διευρύνσεων και έμμεση συμβολή στην ειρήνευση) και
(ε) περαιτέρω ενοποίηση και αναδιάταξη σε συνδυασμό με αποδοχή πιθανότητας εξωτερικής σύγκρουσης (τα εξωτερικά ερεθίσματα – π.χ. ρωσική επιθετικότητα – αξιοποιούνται και εργαλειοποιούνται στην κατεύθυνση της προσπάθειας επιτάχυνσης της εμβάθυνσης, διακινδυνεύοντας όμως εξωτερικές αντιπαραθέσεις).
Στο θεσμικό σύστημα της ΕΕ, οι δυο μεγάλες πολιτικές ομάδες που σχηματίζουν έναν άτυπο συνασπισμό ευρωπαϊκής σταθερότητας στο ΕΚ, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP) και οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (S&D) παραμένουν ισχυρές, με την πρώτη, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, να εμφανίζει και μικρή αύξηση.
Με άλλα λόγια, οι φήμες για το θάνατο της κεντροδεξιάς αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας ήταν εξαιρετικά υπερβολικές, για να παραφράσουμε τη γνωστή φράση του Μαρκ Τουέιν. Αυτό διαπιστώθηκε και με την ανάδειξη της φον ντερ Λέϋεν, του Κόστα και της Κάλας στα ευρωπαϊκά αξιώματα.
Από την άλλη πλευρά, τα ζητήματα που αναδείχθηκαν παραμένουν σοβαρά. Οι ευρωεκλογές του 2014 είχαν εισαγάγει για πρώτη φορά στην καρδιά του θεσμικού οικοδομήματος της ΕΕ την εκρηκτική πολιτικοποίηση που υφίστατο σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής στα κράτη-μέλη, με σημαντική αύξηση της επιρροής των αντιευρωπαϊκών θεματικών. Ήταν αναμενόμενο ότι οι θεματικές αυτές και οι υποστηρικτές τους ωφελήθηκαν στις πρώτες ευρωεκλογές μετά την κρίση της ευρωζώνης, κρίση που επέβαλε νέες και δύσκολες συνθήκες σε αρκετά κράτη μέλη. Τα εθνικιστικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα ήταν εκείνα που ωφελήθηκαν πολιτικά από την κρίση.
Το 2014 όπως και το 2019 και το 2024 το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP) παρέμεινε ισχυρό, διασφάλισε την πρώτη θέση στο ΕΚ και επιβεβαίωσε την αντοχή του υπό συνθήκες κρίσης και αλλαγής, με τους Σοσιαλδημοκράτες (S&D)
να παγιώνονται στη σημαντική θέση της δεύτερης ομάδας στο ΕΚ. Αλλά οι ευρωεκλογές του 2019 επιτάχυναν τη ριζοσπαστικοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής σε πολλά επίπεδα.
Οι αντιευρωπαϊκές τάσεις που πέτυχαν να εισέλθουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τις κρίσιμες ευρωεκλογές του 2014 ενισχύθηκαν περαιτέρω το 2019 και σε ένα βαθμό το 2024, όπου όμως η κύρια ενίσχυση (προς το ECR) σημαίνει ευρωσκεπτικισμό και όχι απαραίτητα συστηματικό αντιευρωπαϊσμό. Το μεταναστευτικό παρέμεινε ως σημαντική θεματική αλλά τα οικονομικά ζητήματα, ο σκεπτικισμός απέναντι στον επιμερισμό του κόστους της ενεργειακής μετάβασης (τον οποίο αποκαλώ οικοσκεπτικισμό) και ο ευρωσκεπτικισμός είναι εξίσου σημαντικές διαστάσεις.
Ταυτόχρονα, το ευρωπαϊκό πρότζεκτ συνολικά έχει εισέλθει σε μια περίοδο πολιτικοποίησης, εγκαταλείποντας ένα παρελθόν τεχνοκρατικής διαχείρισης σε υπερεθνικά κέντρα που φαινόταν απόμακρα σε σχέση με τους πολίτες. Το 2014, ο Ολάντ είχε δηλώσει ότι το Παρίσι θεωρεί υποχρέωσή του να βγάλει την Ευρώπη από τον λήθαργο. Το 2019, ο Μακρόν θέλησε να σαλπίσει μια νέα ευρωπαϊκή αναγέννηση.
Η επίκληση του 2014 για πραγματική οικονομική διακυβέρνηση στην ευρωζώνη θα μπορούσε να είχε συμβάλει στις εξελίξεις, εάν είχε αποτελέσει την αιχμή ενός διεθνούς και διεθνικού συνασπισμού κρατών, κινημάτων και άλλων παραγόντων. Δυστυχώς η αρχική αβελτηρία στο Βερολίνο επί του χρηματοπιστωτικού προβλήματος συνδυάστηκε με τις ανεκδιήγητες εξαγγελίες της Μέρκελ περί ανοικτών συνόρων, ευνοώντας την αντιευρωπαϊκή χιονοστιβάδα και στα δύο μέτωπα: τόσο το οικονομικό όσο και το μεταναστευτικό.
Η αποχή, τεράστια στην Ελλάδα, αποτελεί γενικότερο πρόβλημα. Παρότι οι διαχρονικές συγκρίσεις σε επίπεδο ΕΕ είναι δύσκολες, με δεδομένη την αύξηση τόσο του αριθμού όσο και της ανομοιογένειας των κρατών μελών, δεν παύουν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Μεταξύ του 1979 (πρώτες άμεσες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και του 2024 η συμμετοχή (μέσος όρος ΕΕ) έπεσε από το 62% στο 51%, έχοντας ενδιαμέσως φτάσει και στο εξαιρετικά χαμηλό 42,6% (το 2014), σε συνέχεια του 43% του 2009.
O συνδυασμός της μερικής επαναφοράς στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, της υπεσχημένης αύξησης των αμυντικών δαπανών, της επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης χωρίς ευρύτερες συναινέσεις και της περαιτέρω διεύρυνσης της Ένωσης θα είναι εκρηκτικός. Οι θριαμβολογίες που συνόδευσαν την απόφαση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία δεν μπορούν να υποβαθμίσουν το κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται η Ευρώπη.
Η παραδοσιακή επιμονή της Ουάσιγκτον για τον ρόλο των διευρύνσεων της ΕΕ ως παράγοντα περιφερειακής σταθεροποίησης επιβεβαιώνεται πάλι, αυτή τη φορά όχι μόνο με τα Δυτικά Βαλκάνια αλλά και την Ουκρανία και την Μολδαβία.
Παλαιότερα, όταν οι ΗΠΑ επιθυμούσαν τη στήριξη της Άγκυρας για την εισβολή στο Ιράκ, άσκησαν συστηματική πίεση στην ΕΕ να δει με νέο μάτι την προοπτική της Τουρκίας ως μελλοντικού εταίρου. Γενικότερα, η εμμονή στον ρόλο της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή μέσω διευρύνσεων (και όχι μέσων σχημάτων βοήθειας ή/και ειδικών καθεστώτων σύνδεσης) σταδιακά καταστρέφει τις πιθανότητες για εμβάθυνση, ενώ παράλληλα ασκούνται πιέσεις και για εξάλειψη του εθνικού βέτο από τα εθνικά ευαίσθητα ζητήματα. Κλασική περίπτωση τοποθέτησης της άμαξας μπροστά από το άλογο, όπως έχω εξηγήσει στο παρελθόν.
Για να αποφύγουμε το πέρασμα από την κρίση νομιμοποίησης στην κρίση εκπροσώπησης, θα είναι απαραίτητος ο συνδυασμός δυο εξελίξεων. Πρώτον, να αναδειχθούν σοβαρές ηγεσίες, μεταξύ άλλων και στα υπό μετάλλαξη τμήματα της «ακροδεξιάς». Ενώ παράλληλα θα ενθαρρύνονται οι διαφοροποιήσεις και οι ρωγμές εντός του ευρύτερου χώρου στα δεξιά της κεντροδεξιάς, με τα πράγματι νεοφασιστικά και νεοναζιστικά μορφώματα να επισημαίνονται ως τέτοια, αντί να αφήνονται να αναπτύσσονται μέσα σε έναν παραπλανητικά και συνολικά στιγματιζόμενο ως «ακροδεξιό» χώρο.
Δεύτερον, ο πατριωτισμός, ο οικοσκεπτικισμός, ο εντεινόμενος έλεγχος των εξωτερικών συνόρων και της μετανάστευσης θα πρέπει να αποενοχοποιηθούν και να τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο ορθολογικής συζήτησης και αποτίμησης. Τα υπόλοιπα είναι λόγια, από αυτά που είχαμε και στις ευρωεκλογές του 2019. Μόνο που τώρα το διεθνές περιβάλλον είναι απρόβλεπτο και ο πολιτικός χρόνος έχει συμπιεστεί.
Όπως επισημάναμε στην αρχή, αυτό που κυρίως δημιουργεί την εντύπωση μιας «επέλασης» δεν είναι τόσο η ισχύς της όποιας «ακροδεξιάς», όσο η αίσθηση της συρρίκνωσης του κέντρου (με σημαντικές, βεβαίως, διαφοροποιήσεις στα επιμέρους εθνικά πολιτικά συστήματα) και της επείγουσας ανάγκης να αναστοχαστούμε πάνω στα ζητήματα, όχι τις ταμπέλες.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.