O Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να προβάλει μία ανθίζουσα τουρκική οικονομία, υποστηρίζοντας πως η Τουρκία είναι δυνατότερη από ποτέ. Εν τω μεταξύ ωστόσο, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί άνω του 20%, ο πληθωρισμός καλπάζει και ο πληθυσμός βιώνει τις συνέπειες. Το ζήτημα είναι μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτή η διάσταση πραγματικότητας και ιδεοληψιών.
Από την αρχή της χρονιάς, το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει άνω 20% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο. Αυτό βέβαια, στην πολιτικο-οικονομική ανάλυση που επιστρατεύει ο Ταγίπ Ερντογάν οφείλεται στον πόλεμο που δέχεται από το εξωτερικό, αλλά και από το εσωτερικό.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει στραφεί κατά πάντων, από κεντρικούς τραπεζίτες μέχρι τα σούπερμάρκετ και τους εμπόρους λαϊκών αγορών, περί των επιτοκίων και των αυξήσεων των τιμών.
Ο Ταγίπ Ερντογάν περιγράφει μία διαφορετική πραγματικότητα βέβαια. Διατείνεται πως ενώ οι χώρες των G-20 βιώνουν μία ύφεση, η Τουρκία έχει μετατραπεί στη δεύτερη μεγαλύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία με την ανάπτυξη στο 1,8%. Σε όλες τις ομιλίες του στις τουρκικές πόλεις, εκθειάζει τα οικονομικά επιτεύγματα του καθεστώτος του.
Μάλιστα, η πρόβλεψή του είναι η χρονιά να κλείσει με αύξηση 9% στην Τουρκία. Η σταθεροποίηση της οικονομίας μετά την πανδημία, θα δώσει μία ανάσα στον τουρκικό πληθυσμό που ταλαιπωρείται από την υπέρογκη αύξηση των τιμών, τουλάχιστον κατά την εκτίμηση του Ερντογάν. Ωστόσο, η μαύρη ατμόσφαιρα που έχει προκαλέσει η άσχημη οικονομική κατάσταση, ξεθωριάζει το αφήγημα του Ερντογάν.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλοι οικονομικοί παράγοντες προειδοποιούν εδώ και καιρό πως η πανδημία επιδείνωσε την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, ενώ τα νομισματικά διαθέσιμα της εξαντλούνται επικίνδυνα. Ήδη, πριν από λίγο καιρό, είχε αναχθεί σε μεγάλο πολιτικό ζήτημα στην Τουρκία το δυσθεώρητο ύψος χρυσού που χρησιμοποίησε το καθεστώς, ώστε να στηρίξει τη λίρα απέναντι στις τρομερές πιέσεις. Παράλληλα, οι δομικές ασθένειες της τουρκικής οικονομίας παραμένουν και επιδεινώνονται μάλιστα.
Η απάντηση του Ερντογάν είναι οι επιθέσεις στους οικονομικούς θεσμούς της χώρας, έχοντας αλλάξει τρεις κεντρικούς τραπεζίτες την τελευταία διετία. Αυτή την εβδομάδα καρατόμησε δύο υποδιοικητές της Κεντρικής Τράπεζας και ένα μέλος του συμβουλίου νομισματικής πολιτικής, που, προφανώς, δεν ενστερνίζονται τις απόψεις του για την οικονομική πολιτική, πιθανότατα τις αντιλήψεις του περί των επιτοκίων.
Ο Ερντογάν πίεζε την Κεντρική Τράπεζα εδώ και καιρό για να μειώσει κι άλλο τα επιτόκια, ώστε να τονωθεί ο δανεισμός, οι εξαγωγές και εν τέλει να καταπολεμηθεί η ανεργία. Βέβαια, η διαρκής διολίσθηση του νομίσματος και η διάβρωση της αξιοπιστίας της χώρας μεταφράζεται σε πενιχρά οφέλη για τις τουρκικές επιχειρήσεις και τον πληθυσμό.
Άγνωστο είναι πότε αυτή η διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της αντίληψης του Ερντογάν θα έρθει σε σύγκρουση. Το ζήτημα είναι πως το καθεστώς του Ταγίπ Ερντογάν βασίστηκε στην οικονομική επιτυχία της χώρας και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ώστε να εδραιωθεί στην εξουσία, παρά τον αμφιλεγόμενο ισλαμικό χαρακτήρα του.
Όσο η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται, τόσο τίθεται εν αμφιβόλω η δημοτικότητα αλλά και η ικανότητα του να κυβερνά. Η αντίδρασή του οπότε είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη, όταν θα προκύψει μία τραπεζική ή ευρύτερη κρίση στην Τουρκία που δεν θα είναι διαχειρίσιμη.