«Υπάρχουν τώρα επαρκείς αποδείξεις ότι η Όμικρον εξαπλώνεται σημαντικά γρηγορότερα από την παραλλαγή Δέλτα. Και είναι πιο πιθανό οι εμβολιασμένοι ή όσοι ανάρρωσαν από την Covid-19 να μολυνθούν ή να επαναμολυνθούν», υπογράμμισε κατά την καθιερωμένη, διαδικτυακή ενημέρωση των δημοσιογράφων από τη Γενεύη ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.
Στην ίδια συνάντηση ενημέρωσε πως το 2022 πρέπει να είναι η χρονιά κατά την οποία «θα βάλουμε τέλος στην πανδημία». Μάλιστα, καθώς πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο Τέντρος συνέστησε στις οικογένειες και στους ανθρώπους που θέλουν να περάσουν λίγο χρόνο μαζί, να το σκεφτούν δυο φορές: «Μια εκδήλωση που ματαιώθηκε είναι καλύτερη από μια ζωή λιγότερη», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Τέντρος σημείωσε ότι η παραλλαγή Όμικρον του SARS-CoV-2 εξαπλώνεται ταχύτερα από τη Δέλτα και προκαλεί μολύνσεις σε ανθρώπους που έχουν ήδη εμβολιαστεί ή αναρρώσει από την Covid-19.
Τόσο ο Τέντρος όσο και ο επικεφαλής του τμήματος αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων Μάικ Ράιαν τόνισαν ότι θα πρέπει να γίνει ταχύτερη πρόοδος σε ό,τι αφορά τις μελέτες για την προέλευση του νέου κορονοϊού. Ο Τέντρος εξέφρασε την ελπίδα να βελτιωθεί ο διαμοιρασμός δεδομένων εκ μέρους της Κίνας, σχολιάζοντας ότι οι έρευνες που γίνονται δεν μπορούν να φτάσουν σε ασφαλή συμπεράσματα αν δεν συνεργαστεί το Πεκίνο.
Κίνδυνος για υπερφόρτιση συστημάτων Υγείας
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποίησε απόψε ότι είναι ακόμη πρόωρο να συμπεράνει κανείς ότι η Όμικρον είναι πιο ήπια από τις άλλες παραλλαγές του SARS-CoV-2, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσαν να ασθενήσουν από αυτήν τόσο πολλοί άνθρωποι που να «υπερφορτωθούν» τα συστήματα υγείας.
«Είναι μάλλον ανόητο να χαλαρώσουμε και να νομίζουμε ότι πρόκειται για μια ήπια παραλλαγή, ότι δεν πρόκειται να προκαλέσει σοβαρή ασθένεια, επειδή πιστεύω ότι με τους αριθμούς που αυξάνονται όλα τα συστήματα υγείας θα βρεθούν υπό πίεση», εξήγησε η επικεφαλής επιστήμονας του ΠΟΥ, Σούμια Σουαμινάθαν, μιλώντας σε δημοσιογράφους στη Γενεύη.
Σύμφωνα με τη Σουαμινάθαν, αυτή η αντίληψη φαίνεται ότι προήλθε από τα αρχικά δεδομένα που υπήρχαν από περιοχές της Νότιας Αφρικής και έδιναν μια λανθασμένη εντύπωση λόγω του υψηλού επιπέδου ανοσοποίησης στον πληθυσμό.