Ούτε κάποιος νέος ήλιος θα ανατείλει στις σινοαμερικανικές σχέσεις, ούτε και θα εκλείψει ο στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων που εκτείνεται σε όλα τα πεδία και όλες τις ηπείρους, όμως και μόνο το γεγονός ότι έρχονται τελικά πρόσωπο με πρόσωπο οι Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ εκπέμπει ενθαρρυντικό μήνυμα δεδομένων όλων όσων τους χωρίζουν.
Η συνάντηση στην οποία καρφώνεται το βλέμμα διεθνώς σε αναζήτηση ενδείξεων για το πού οδεύει η αντιπαλότητα Ουάσινγκτον-Πεκίνου λαμβάνει χώρα σήμερα στο περιθώριο των εργασιών της ετήσιας Συνόδου Κορυφής του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) που φιλοξενείται στην Καλιφόρνια.
Έχει περάσει ακριβώς ένας χρόνος και μία ημέρα αφότου ο Τζο Μπάιντεν συνάντησε για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε καθήκοντα τον Σι Τζινπίνγκ (στο περιθώριο της G20 στο Μπαλί) και έξι χρόνια από την τελευταία επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο εμπορικός πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει επί προεδρίας Τραμπ, τα μέτωπα επεκτάθηκαν καθώς επεκτεινόταν και η Κίνα, και τον τελευταίο χρόνο η διμερής σχέση περιήλθε στο χαμηλότερο σημείο από το 1979 και τη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ.
Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα βρίσκονται σε έναν σκληρό ανοιχτό ανταγωνισμό που έχει εγείρει ανησυχίες διεθνώς ότι μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση, κάτι το οποίο ούτε οι ίδιες δείχνουν να επιζητούν, ωστόσο τα μέτωπα αντιπαράθεσης είναι τόσα πολλά, και τα συμφέροντα εξίσου, που ουδείς θα μπορούσε να αποκλείσει ένα «ατύχημα».
Η αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτικών επιτελείων των δύο χωρών είναι ακριβώς για το λόγο αυτό η κεντρική στόχευση Μπάιντεν κατά την συνάντηση με τον Κινέζο ομόλογό του. Το επιχείρησε ανεπιτυχώς πριν από αυτόν ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Άντονι Μπλίνκεν, κατά την επίσκεψη του Ιουνίου στο Πεκίνο.
Η συνάντηση εκείνη έβγαλε τις διμερείς σχέσεις από τη «βαθιά κατάψυξη» στην οποία μπήκαν λόγω της επίσκεψης της τέως προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στη δημοκρατικά διοικούμενη Ταϊβάν τον Αύγουστο του 2022 και την κατάρριψη, μήνες μετά, του κινεζικού κατασκοπευτικού αερόστατου που «χτένισε» ευαίσθητες στρατιωτικές τοποθεσίες των ΗΠΑ.
Ωστόσο, δεν εξασφαλίστηκε η συναίνεση Σι για την επαναφορά της στρατιωτικής επικοινωνίας που το Πεκίνο διέκοψε ως «απάντηση» στην επίσκεψη Πελόζι. Μπορεί ο Σι Τζινπίνγκ να «φυλάει» την ανακοίνωση για το Σαν Φρανσίσκο, και εφόσον επιβεβαιωθούν οι σχετικές εκτιμήσεις θα είναι ίσως και το μόνο απτό βήμα προόδου στη συνάντηση μαζί με συμφωνία για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου φαιντανύλης που έχει εξελιχθεί σε μάστιγα και κοστίζει ζωές στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πολιτικοί αναλυτές και διπλωματικές πηγές θεωρούν πως η σημαντικότερη επιδίωξη στο Σαν Φρανσίσκο είναι να αποτραπεί κατά το δυνατόν η περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων. Αμφότερες οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Κίνα έχουν θέσει χαμηλά τον πήχη. Ενδεικτικό είναι ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός για την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος μετά το πέρας των συνομιλιών.
Ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, δήλωσε εν όψει της συνάντησης πως ζητούμενο των ΗΠΑ είναι η υπεύθυνη διαχείριση του ανταγωνισμού, ώστε να μην παρεκκλίνει και οδηγηθεί σε σύγκρουση. «Ο τρόπος με τον οποίο το επιτυγχάνουμε αυτό είναι μέσω της έντονης διπλωματίας. Έτσι ξεκαθαρίζουμε παρανοήσεις και αποφεύγουμε εκπλήξεις», επισήμανε μιλώντας στους δημοσιογράφους.
Ο πρεσβευτής της Κίνας στην Ουάσινγκτον, Σίε Φενγκ, έχει από πλευράς του αναφέρει πως ο Σι Τζινπίνγκ θα ζητήσει διαβεβαιώσεις από τον Τζο Μπάιντεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. «Οι δυτικές χώρες με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εφαρμόσει τακτική ολόπλευρης ανάσχεσης, περικύκλωσης και καταστολής της Κίνας», δήλωνε τον Μάρτιο ο Σι Τζινπίνγκ.
Κύρια πηγή ανησυχίας και οργής είναι η εκστρατεία στην οποία έχει επιδοθεί ο Τζο Μπάιντεν να συνενώσει παλαιούς συμμάχους και νέους εταίρους στον Ινδοειρηνικό -με ανανεωμένες και νέες αμυντικές συμφωνίες από τις Φιλιππίνες έως την Παπούα Νέα Γουινέα- ώστε να αποκρούσει μία ολοένα και πιο επεκτατική Κίνα.
Η ανάσχεση του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού και της γεωπολιτικής επιρροής της Κίνας διεθνώς αποτελεί κύρια προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς την εκλαμβάνουν πλέον ως τη μεγαλύτερη απειλή μακροπρόθεσμα για τη δική τους και την παγκόσμια ασφάλεια. Η συναίνεση ως προς αυτό είναι δικομματική, και η γραμμή που ακολουθούν οι ΗΠΑ αναμένεται να έχει συνέχεια ανεξαρτήτως ποιον θα «εκλέξει» πρόεδρο η κάλπη του 2024.
Η διαρκής απειλή μίας εισβολής στην Ταϊβάν, η πεκτακτικότητα σε Ινδοειρηνικό και η προκλητικότητα στη Νότια Σινική Θάλασσα, η εδραίωση του σινορωσικού άξονα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία ενόσω το Πεκίνο επιχειρεί να εμφανιστεί ως ουδέτερος παράγοντας, ο οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός, καθώς και ο τεχνολογικός «πόλεμος» με αιχμή τους ημιαγωγούς και την κούρσα υπεροχής στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, είναι μέτωπα «ορθάνοιχτα» και δύσκολο να κλείσουν.
Καθαρή στόχευση των ΗΠΑ είναι να υψώσουν μέσω ισχυρών περιφερειακών συμμαχιών «ανάχωμα» στην Κίνα, η οποία στην τρίτη θητεία του Σι Τζινπίνγκ έχει βγει «επιθετικά» μπροστά διεκδικώντας διεθνή διπλωματικό ρόλο (και με επιτυχία όπως στην περίπτωση της μεσολάβησης για την επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν) και επιδιώκοντας να προβληθεί ως εναλλακτική υπερδύναμη κόντρα στις ΗΠΑ.
Από τη στιγμή που το γεωπολιτικό σκηνικό άρχισε να μεταβάλλεται ραγδαία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έως την ανάφλεξη που πυροδότησε στη Μέση Ανατολή η τρομοκρατία της Χαμάς, οι διαχωριστικές γραμμές μόνο βαθαίνουν. Όπως και η πίεση προς τις χώρες να επιλέξουν πλευρά. Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Βόρεια Κορέα από τη μία, Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ και τον Ειρηνικό από την άλλη. Και στο μέσον, πολλές χώρες του αποκαλούμενου Παγκόσμιου Νότου που διστάζουν να πάρουν θέση.
Στην Καλιφόρνια, ο Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να ασκήσει πιέσεις στον Σι να χρησιμοποιήσει τη συναλλακτική της σχέση της Κίνας με το Ιράν για να πιέσει με τη σειρά του το θεοκρατικό καθεστώς να μην δυναμιτίσει τη σύγκρουση. Ο Αμερικανός πρόεδρος πρόκειται επίσης να καταστήσει σαφές στον Σι Τζινπίνγκ ότι «εάν το Ιράν προβεί σε προκλητικές ενέργειες οπουδήποτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να απαντήσουν και να απαντήσουν άμεσα», όπως ανέφερε κυβερνητική πηγή στο CNN.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν δήλωσε στους δημοσιογράφους την Τρίτη ότι στόχος της συνάντησής του με τον Σι θα είναι η εξομάλυνση των διαύλων επικοινωνίας. Ερωτηθείς πώς ορίζει εάν η συνάντηση θα είναι επιτυχής, απάντησε: «Να επιστρέψουμε σε μια κανονική πορεία». Και προσέθεσε ότι αυτό περιλαμβάνει «αμφότεροι να μπορούμε να σηκώνουμε το τηλέφωνο και να μιλάμε ο ένας στον άλλο αν υπάρχει κρίση, να είμαστε σε θέση να διασφαλίσουμε ότι οι στρατοί μας εξακολουθούν να έχουν επαφή μεταξύ τους».